Η πρώτη συνάντηση των Βιεννέζων με το Λεωνίδα Καβάκο επί αμερικανικού εδάφους έγινε με το Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα Λα μείζονα του Μότσαρτ (Credits: Chris Lee).

Μια από τις αρετές της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης φαίνεται να είναι και η ικανότητα των πολύπειρων στελεχών της να μπορούν, μέσα στο πλήθος των εμφανίσεών  τους να διακρίνουν τις στιγμές εκείνες που ξεφεύγουν από την καθημερινότητα των πολύ επιβαρυμένων υποχρεώσεών τους σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου και προσφέρονται για ξεχωριστές επιδόσεις.

Όταν συμβαίνει αυτό, και ο υπογράφων είχε την ανέλπιστη τύχη να ζήσει αρκετές τέτοιες στιγμές τις δύο τελευταίες δεκαετίες, κυρίως στη Βιέννη, το Ζάλτσμπουργκ και τη Νέα Υόρκη, οι μουσικοί της ορχήστρας, σαν να θέλουν για μια ακόμη φορά να δικαιώσουν τη φήμη τους και τη θέση της ορχήστρας στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα, αλλά και τη μουσική ιστορία, με πλήρη αφοσίωση, μετατρέπουν τις συναυλίες αυτές σε ένα σχεδόν μεταφυσικό βίωμα. Για αυτή την επίσκεψή τους στη Νέα Υόρκη οι οιωνοί ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί, όπως είχαμε αναφέρει και στο προηγούμενό μας άρθρο.

Οι προγραμματισμένες τέσσερις αντί για τρεις συναυλίες επέτρεπαν μια πιο άνετη διαμονή στην πόλη και χρόνο για την αποφόρτιση της κούρασης και του τζετ-λαγκ από το ταξίδι, η επιλογή των έργων ήταν από τον πυρήνα του, αρκετά ευρέως βέβαια, ρεπερτορίου για το οποίο φημίζεται η ορχήστρα, οι αρχιμουσικοί ήταν ιδιαίτερα αξιόλογοι, ενώ οι συναυλίες στη Βιέννη, στη Λυών και το Άμστερνταμ οι οποίες προηγήθηκαν, είχαν ξεπεράσει ίσως τη συνήθη προετοιμασία, με αποτέλεσμα το τεχνικό κομμάτι να έχει αγγίξει την τελειότητα. Μάλιστα ένα από τα έργα, η Ενάτη συμφωνία του Μάλερ είχε παρουσιαστεί στην Ευρώπη και από τους δύο αρχιμουσικούς της περιοδείας, κάτι που ίσως να αποσυντόνιζε άλλες ορχήστρες, στους Βιεννέζους όμως, ίσως, όπως μας είχε δοθεί η εντύπωση και σε μια αντίστοιχη περίπτωση στο παρελθόν, ίσως και να λειτουργεί συμβάλλοντας κατά κάποιο τρόπο σε ένα είδος  «εξοικείωσης» ή «εσωτερίκευσης», ευεργετικά…!

Η ορχήστρα παρουσίασε την «Ηρωική» Συμφωνία του Μπετόβεν. Άψογη τεχνικά, με εξαιρετική συνοχή, στιβαρό ήχο των εγχόρδων, και όμορφη λυρική ροή.

Το πρώτο πρόγραμμα στο κατάμεστο Carnegie Hall, το βράδυ του Σαββάτου 2 Μαρτίου ξεκίνησε με την Εισαγωγή Leonore III του Μπετόβεν. Ο Adam Fischer επέλεξε μάλλον γρήγορα τέμπι και εντονότερα από τα συνήθη για την ορχήστρα σε αυτό το έργο κοντράστ, ίσως και σε ορισμένα, πολύ λίγα, σημεία μεγαλύτερη από το αναγκαίο ένταση, μια και ο χώρος έχει μια «γενναιόδωρη» θα λέγαμε ακουστική, χωρίς όμως αυτές οι λεπτομέρειες να επηρεάσουν την έξοχη επίδοση της ορχήστρας που ανέδειξε όλες τις διαστάσεις του έργου, διέκρινε με ευκρίνεια τις «διαστρωματώσεις» του, χωρίς όμως να χάνεται ούτε στιγμή η συνοχή ,η ενότητά του και οι έντονα δραματικές του πτυχές, οδηγούμενο από το μαέστρο σε ένα καταιγιστικό τέλος.

Το κοινό αποθέωσε τον Έλληνα σολίστα, ο οποίος λαμπερός και απελευθερωμένος ανταποκρίθηκε, με ένα από τα «συνηθισμένα» του ανκόρ (Credits: Chris Lee).

Ακολούθησε ένα έργο που, άδικα όπως φάνηκε, δεν ακούγεται συχνά στις αίθουσες συναυλιών, οι «Δύο Εικόνες» του Béla Bartók (Op. 10, 1910). Χωρίς να λείπουν τελείως τα στοιχεία που αργότερα, πολύ εντονότερα, θα χαρακτηρίσουν το έργο του Bartók, το επηρεασμένο μεταξύ άλλων από τον Debussy έργο χαρακτηρίζεται περισσότερο από τα ρομαντικά και μετα-ρομαντικά στοιχεία, είναι πολύ ατμοσφαιρικό, πλούσιο σε ιδέες και χρώματα, κάτι που ανέδειξε ιδιαίτερα η ευαίσθητη ερμηνεία του Fischer σε συνδυασμό με τις αρετές της ορχήστρας. Εκτός από τα έγχορδα, ιδιαίτερα διακρίθηκαν τα ξύλινα πνευστά. Το έργο, αν και όπως προαναφέρθηκε σχετικά σπάνιο στις αίθουσες συναυλιών, είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά λίγα μόλις χρόνια μετά της σύνθεσή του στο Carnegie Hall, το 1919, από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης (που αργότερα συγχωνεύτηκε με τη Φιλαρμονική), αφού φαίνεται ότι, για ευνόητους λόγους, είχε τραβήξει την προσοχή του συνθέτη Edgard Varèse,  ο οποίος και διηύθυνε τη συγκεκριμένη συναυλία.

Μετά το διάλειμμα η ορχήστρα παρουσίασε την «Ηρωική» Συμφωνία του Μπετόβεν. Άψογη τεχνικά, με εξαιρετική συνοχή, στιβαρό ήχο των εγχόρδων, και όμορφη λυρική ροή, πάλι έναν τόνο γρηγορότερα από τον Fischer, η εξαιρετική ερμηνεία του μεγαλοπρεπούς αλλά και τραγικού αργού μέρους (Marcia Funebre), «συνηθισμένη», για τον υπογράφοντα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, χωρίς αυτό να μειώνει κατά το ελάχιστο την ένταση του μουσικού βιώματος, εντυπωσίασε το κοινό αλλά και, αξίζει ίσως να αναφερθεί, έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, σε κάποιους Αμερικάνους μουσικοκριτικούς, από τους πλέον πολύπειρους, κάποιοι από τους οποίους, δήλωναν εντυπωσιασμένοι από το βάθος, και το «βάρος», όπως, στα όρια του δέους, έλεγαν της ερμηνείας.

Ο Adam Fischer διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης (Credits: Chris Lee).

Αν και ίσως εκτός πρωτοκόλλου ένα τέτοιο ανκόρ η ορχήστρα παρουσίασε στο τέλος της βραδιάς, ένα έργο από τον πυρήνα του ρεπερτορίου της αγαπημένης από το αμερικανικό και όχι μόνο κοινό πρωτοχρονιάτικης συναυλίας , το «Αυτοκρατορικό Βαλς» (Kaiser-Walzer, Op. 437) του Γιόχαν Στράους του Νεώτερου, με τον αρχιμουσικό να τονίζει τις δυναμικές και όχι τις ατμοσφαιρικές πτυχές του έργου, να δημιουργεί και εδώ εντονότερα κοντράστ, σε μια πολύ γρήγορη, «φρέσκια», χορευτική και «ουγγρική», θα λέγαμε, ανάγνωση του έργου.

Λίγες μόλις ώρες αργότερα, το απομεσήμερο της Κυριακής η δεύτερη, αφιερωμένη στην «Κλασσική» εποχή της Βιέννης, συναυλία ξεκίνησε με τη συμφωνία σε Ντο μείζονα (Op. 97, 1792) του Joseph Haydn. Ο Adam Fischer με την Αυστρο-Oυγγρική Ορχήστρα Haydn έχει στο παρελθόν ηχογραφήσει το σύνολο των συμφωνιών του συνθέτη. Η συναυλία στο Stern Auditorium επιβεβαίωσε αυτή την ιδιαίτερη σχέση με την εκφραστικότητα, τη συνοχή και το βιμπράτο της επίσης πολύ εξοικειωμένης, με τον τρόπο της όμως, με το έργο του συνθέτη ορχήστρας να παραπέμπουν στο στερεότυπο της «ρομαντικής» ερμηνείας, από την άλλη όμως και εδώ τα τέμπι και τα έντονα κοντράστ να αντιδιαστέλλονται σε μια γεμάτη χάρη και φρεσκάδα επίδοση, από τις πιο μεστές της περιοδείας.  Ιδιαίτερα ξεχώρισαν η τρυφερότητα του δεύτερου μέρους (Adagio ma non tropo), ο διακριτικός τονισμός του χορευτικού χαρακτήρα του Μινουέτου (Menuetto: Allegretto) και των μουσικών παιχνιδισμάτων, για τα οποία φημίζεται άλλωστε ο Haydn, του φινάλε. (Finale: Allegro assai). Αξίζει να σημειωθεί ότι τη συγκεκριμένη συμφωνία είχε διευθύνει στο Carnegie Hall για πρώτη φορά το 1925 ο σπουδαίος συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός Ernő ή Ernst von Dohnányi (παππούς του αρχιμουσικού Christoph).

Το πολυπληθές κοινό στο Carnegie Hall αποθέωσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης (Credits: Chris Lee).

Στο δεύτερο έργο πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση των Βιεννέζων με το Λεωνίδα Καβάκο επί αμερικανικού εδάφους στο Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα  Λα μείζονα του Μότσαρτ (Αρ. 5, Κ. 219, 1775), το επονομαζόμενο και «Τούρκικο». Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι ενώ ο Καβάκος δεν είχε ως τώρα εμφανιστεί με την ορχήστρα στη Νέα Υόρκη, το 2014 οι εμφανίσεις του στο Carnegie Hall με τον Enrico Pace είχαν ενταχθεί στη σειρά εκδηλώσεων της ορχήστρας στα πλαίσια ενός μεγάλου αφιερώματος στη Βιέννη.

Ο Έλληνας σολίστας έγινε δεκτός με θερμό τρόπο, τόσο από το, εντυπωσιασμένο άλλωστε και από την πρόσφατη κορυφαία εμφάνιση του Φεβρουαρίου στον ίδιο χώρο, κοινό, όσο και από τους μουσικούς της ορχήστρας, των οποίων η εκτίμηση προς το πρόσωπό του είναι έκδηλη. Στην αρχή του Κοντσέρτου κατά την ταπεινή μας γνώμη, δόθηκε η εντύπωση ότι ο Έλληνας σολίστας αν και τεχνικά στο γνωστό και αυτονόητο για εκείνον κορυφαίο επίπεδο, ήταν κάπως συγκρατημένος ή ίσως αποστασιοποιημένος, τουλάχιστον σε σχέση με αυτό που ακολούθησε. Λίγο μετά την αρχή του δεύτερου μέρους αυτό άλλαξε ραγδαία, με τον Καβάκο να αρχίζει να στρέφεται προς και να επικοινωνεί με τους μουσικούς της ορχήστρας στην πολύ θερμή ατμόσφαιρα του αργού μέρους, με τα ξύλινα πνευστά και πάλι να πρωταγωνιστούν.

Στο τρίτο μέρος η επίδοση «απογειώθηκε», αφού σε υψηλή ταχύτητα και ένταση η συνοχή της ορχήστρας, η λυρική ροή αλλά και το δέσιμο, μεταξύ του σολίστα και των Philharmoniker, τεχνικά αλλά κυρίως στιλιστικά-ερμηνευτικά ήταν εκπληκτικά! Μετά το καταιγιστικό τέλος το κοινό αποθέωσε μαζί με τους Βιεννέζους μουσικούς τον Έλληνα σολίστα, ο οποίος λαμπερός και απελευθερωμένος ανταποκρίθηκε, με ένα από τα «συνηθισμένα» του ανκόρ από το έργο του Μπαχ (Gavotte en Rondeau από την Παρτίτα για Βιολί αριθμός 3 σε Μι μείζονα, BWV 1006) σε μια ακόμα κορυφαία στιγμή της Βιεννέζικης εβδομάδας.

Ο Λεωνίδας Καβάκος ολοκλήρωσε την παρουσία του με το έργο του Μπαχ (Gavotte en Rondeau από την Παρτίτα για Βιολί αριθμός 3 σε Μι μείζονα, BWV 1006) σε μια ακόμα κορυφαία στιγμή της Βιεννέζικης εβδομάδας (Credits: Chris Lee).

Ο Adam Fischer αναφέρθηκε στη μαγεία του Μότσαρτ λέγοντας ότι δε φτάνει ίσως η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής για να εξερευνήσει και να εκτιμήσει όλες τις διαστάσεις του μεγαλείου του.

Στο Mozart ήταν αφιερωμένο και το υπόλοιπο της συναυλίας, με την ορχήστρα σε μια εξαιρετικά συνεκτική ερμηνεία, με ποιότητες μουσικής δωματίου, να αναδεικνύει την ομορφιά και την μαγική ατμόσφαιρα της τελευταίας συμφωνίας του συνθέτη (σε Ντο μείζονα, ΑΡ. 41, Κ. 551, «Του Διός, 1788). Τα και πάλι σχετικά γρήγορα τέμπι του Fischer σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζουν αρνητικά το αποτέλεσμα, αφού οι «Απαράμιλλοι», όπως έχουν χαρακτηριστεί στο παρελθόν οι Philharmoniker, δεν χάνουν σε καμία ταχύτητα την ικανότητα της διαφοροποίησης του κάθε σημείου, της κάθε αναπνοής του έργου, και το ιδιαίτερο χρώμα του «Βιεννέζικου ήχου». Αντιστεκόμενοι ίσως αυτή τη φορά στον πειρασμό του Βαλς, που συνήθως κυριαρχεί στα ανκόρ των κυριακάτικων απογευμάτων στο Carnegie Hall, – μια Κυριακή του 2014 μάλιστα η ορχήστρα είχε παρουσιάσει και ένα μίνι πρωτοχρονιάτικο – ανκόρ επελέγησαν και πάλι από το έργο του Μότσαρτ.

Μια από τις αρετές της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης είναι η ικανότητά της να προσφέρει μοναδικές στιγμές παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά της (Credits: Chris Lee).

Ο Adam Fischer πήρε το λόγο για να αναφερθεί στη μαγεία του συνθέτη λέγοντας ότι δε φτάνει ίσως η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής για να εξερευνήσει και να εκτιμήσει όλες τις διαστάσεις του μεγαλείου του Μότσαρτ και ανήγγειλε το πρώτο ανκόρ, ένα έργο (Cassation for Orchestra σε Σολ μείζονα, K. 63) που ο Μότσαρτ είχε γράψει σε ηλικία μόλις 13 ετών! Το αργό, τρυφερό καθηλωτικό πρώιμο έργο, ακολούθησε ένα ύστερο έργο από την «γεροντική» ηλικία των 31 ετών, όπως αστειεύτηκε ο Fischer, για να τονίσει ίσως το πόσο πρόλαβε ο τόσο χαρισματικός συνθέτης να εμπλουτίσει, όσο πολύ λίγοι, τον ανθρώπινο πολιτισμό στη διάρκεια της τόσο σύντομης ζωής του. Ήταν η εισαγωγή στους «Γάμους του Φίγκαρο» η οποία προφανώς, «ανκορική αδεία» και μόνο, παρουσιάστηκε στη διπλή της κανονικής ταχύτητα και παρέσυρε το κοινό σε χειροκροτήματα.

 

// Θα αναφερθούμε σε επόμενό μας κείμενο στις δύο επόμενες συναυλίες της περιοδείας. Οι φωτογραφίες του Chris Lee είναι μια ευγενική προσφορά του Carnegie Hall.

 

Διαβάστε ακόμα: Ένας ύμνος στην τζαζ, είδαμε τη συναυλία των New York Pops στη Νέα Υόρκη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top