Νυχτερινή κωδωνολειχία. Κι όμως, δεν συμβαίνει μόνο στις μέρες μας (Credits: Terry Richardson/Purple.fr).

Η ιστορία του τριαντατριάχρονου άντρα, που καταγράφηκε από τις κάμερες ασφαλείας να γλείφει, επί τρεις ώρες, το κουδούνι στην εξώπορτα ενός σπιτιού στην Καλιφόρνια, έκανε ταχύτατα, όπως ήταν αναμενόμενο, τον γύρο του κόσμου και σχολιάστηκε απ’ όλους με διάθεση τρολαρίσματος (Καλέ, μόνο η αστυνομία τον αναζητά; Όλες αυτόν ψάχνουμε).

Φαίνεται μάλιστα ότι λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε κι ένας μιμητής της πράξης του τριαντατριάχρονου. Διαφορετική είναι οπωσδήποτε η περίπτωση του εικοσιεννιάχρονου άστεγου, στη Νότια Καλιφόρνια, ο οποίος πήδηξε μέσα στο σπίτι μιας γυναίκας, που μισοκοιμισμένη εκείνη την ώρα έκανε ηλιοθεραπεία στον κήπο της, και βάλθηκε να της πιπιλάει τα δάχτυλά των ποδιών της. Στο δικαστήριο, όπου φυσικά οδηγήθηκε, υποστήριξε προς υπεράσπισή του ότι είναι ο Δίας και έχει κατέβει στη Γη, προκειμένου να σαγηνεύσει όσες περισσότερες γυναίκες μπορέσει.

Η ταυτότητα του πρώτου άντρα είναι γνωστή, καθώς το πρόσωπό του διακρίνεται ευκρινώς στην καταγραφή της κάμερας ασφαλείας, δεν έχει ωστόσο ακόμα εντοπιστεί από τις αρχές και έτσι δεν γνωρίζουμε ποια εξήγηση θα προβάλει για να δικαιολογήσει την πράξη της πολύωρης νυχτερινής κωδωνολειχίας του. Θα μπορούσε ωστόσο να στραφεί και αυτός προς την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, επικαλούμενος τα παρακλαυσίθυρα (άσματα) που γνωρίζουμε από τις πηγές, και να ελπίζει ότι οι δικαστές του θα εκτιμήσουν την αρχαιογνωσία του και την επινοητική του φαντασία.

Ποιητές των ελληνιστικών χρόνων έχουν επίσης συνθέσει παρακλαυσίθυρα ποιήματα: ο Καλλίμαχος, ο Ρουφίνος, ο Ασκληπιάδης, ο Μελέαγρος, ο Ποσείδιπος.

Τα παρακλαυσίθυρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ερωτικά τραγούδια των αρχαίων που απευθύνουν οι εραστές στην αγαπημένη τους, τις νύχτες συνήθως, έξω από το σπίτι τους. Διαφέρουν ωστόσο από τις πατινάδες της Σμύρνης και τις καντάδες της Ζακύνθου, και όλης της υπόλοιπης Ελλάδας, από το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή ο κανταδόρος στήνεται κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του και απευθύνεται σε αυτήν, είτε τη βλέπει να στέκει εκεί μπροστά είτε μαντεύει την παρουσία της πίσω απ’ το τζάμι.

Στην αρχαιότητα όμως τα σπίτια δεν είχαν καθόλου παράθυρα στον δρόμο ή, κι αν είχαν, αυτά ήταν μικρά και τοποθετημένα πολύ ψηλά. Έτσι τα τραγούδια των νυχτερινών εραστών απευθύνονταν, κατ’ ανάγκη, στην πόρτα του σπιτιού και βασικό τους θέμα ήταν η επιθυμία του ερωτευμένου να ανοίξει αυτή η πόρτα για να τους δεχθεί μέσα η αγαπημένη τους – μια γυναίκα ελευθέρων ηθών, όπως θα τη λέγανε εκείνη την εποχή, αφού καμία άλλη γυναίκα δεν επιτρεπόταν τότε να γίνει αποδέκτρια τέτοιων εκδηλώσεων, όσο μεθυσμένος κι αν ήταν ο εραστής της˙ που συνήθως ήταν πολύ.

Το παλαιότερο από αυτά τα παρακλαυσίθυρα που γνωρίζουμε χρονολογείται  γύρω στο 600 π.Χ. και ανήκει στον ποιητή από τη Λέσβο Αλκαίο. Ένας στίχος του μόνο έχει σωθεί: «Σε ικετεύω, δέξου με που τραγουδώ, σε ικετεύω, δέξου». Ο Αριστοφάνης, διακόσια χρόνια αργότερα, θα συνθέσει ένα ολοκληρωμένο τέτοιο ποίημα, στις Εκκλησιάζουσές του, όπως και ο Θεόκριτος, το 270 π. Χ., στο βουκολικό του ποίημα Αμαρυλλίς, με την ειρωνική διαφορά ότι ο πρωταγωνιστής του τραγουδάει στην αγαπημένη του βοσκοπούλα μπροστά στην είσοδο μιας σπηλιάς, όπου βέβαια πόρτα δεν υπάρχει.

Ποιητές των ελληνιστικών χρόνων έχουν επίσης συνθέσει παρακλαυσίθυρα ποιήματα: ο Καλλίμαχος, ο Ρουφίνος, ο Ασκληπιάδης, ο Μελέαγρος, ο Ποσείδιπος. Μιλάνε για μεθυσμένους εραστές που θρηνούν έξω από την κλειστή πόρτα της αγαπημένης τους˙ για άλλους που περνάνε ολόκληρη τη νύχτα εκεί, στο χαλάκι της εισόδου θα λέγαμε, ό,τι καιρό κι αν κάνει˙ κάποιοι αφήνουν εκεί τα στεφάνια που φορούσαν στο συμπόσιο από το οποίο έρχονται˙ άλλοι χτυπάνε δυνατά την πόρτα με τις γροθιές τους ή χαράζουν αισχρούς στίχους πάνω της˙ καμιά φορά αντίζηλοι ερωτευμένοι συναντιούνται εκεί και χτυπιούνται μεταξύ τους.

Ποίημα ή τραγούδι, ωστόσο, για εκείνον που γλείφει επί τρεις ώρες το κουδούνι της αγαπημένης του, ή του αγαπημένου του ενδεχομένως, δεν έχει γραφτεί ακόμα.

Οι μεγάλοι Ρωμαίοι ποιητές, ο Οράτιος, ο Προπέρτιος, ο Οβίδιος, έχουν επίσης συνθέσει τέτοιας θεματολογίας ποιήματα. Σε ένα από αυτά μάλιστα μιλάει η ίδια η πόρτα για τον απελπισμένο εραστή που στέκεται μπροστά της. Αλλά και σήμερα ακόμα δεν λείπουν ανάλογα τραγούδια, επειδή ακριβώς δεν λείπουν, ευτυχώς, οι απελπισμένοι εραστές. Ας θυμηθούμε το «Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ», το «Άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω» και το «Άσε με να μπω, μέρες τώρα στην πόρτα σου λιώνω».

Ποίημα ή τραγούδι, ωστόσο, για εκείνον που γλείφει επί τρεις ώρες το κουδούνι της αγαπημένης του, ή του αγαπημένου του ενδεχομένως, δεν έχει γραφτεί ακόμα, γεγονός που αναδεικνύει τα αργά αντανακλαστικά της έμπνευσής των ποιητών στην εποχή μας ή, ίσως, την κατάπτωση της ερωτικής τους φαντασίας που αδυνατεί να αναγνωρίσει τον ακραίο ερωτισμό μιας απεγνωσμένης πράξης. Ή μήπως, τελικά, να πρόκειται για παρεξήγηση και ο τριαντατριάχρονος που πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να είχε απλώς παρακούσει το γνωστό τραγούδι των White stripes κι εκεί που λέει «ring it» εκείνος να άκουσε «lick it»:

I’m thinkin’ about my doorbell

When ya gonna ring it, when ya gonna ring it.

 

Διαβάστε ακόμα: Στάσου στο πλάι μου κι αγάπησέ με. Αυτό αρκεί.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top