αριστερά: Με μία απο τις μούσες του Κέιτ Μος. Δεξιά: Η καταγωγή των ιδεών.

Αριστερά: Με μία απο τις μούσες του, την Κέιτ Μος. Δεξιά: Η καταγωγή των ιδεών.

Η Τζέρι Χολ τον είχε γνωρίσει τη δεκαετία του ενενήντα, σε κάποια δεξίωση, όταν έτυχε να κάτσει δίπλα του στο τραπέζι του δείπνου. Η πρόταση του Λούσιαν Φρόιντ για ένα γυμνό πορτρέτο της, φιλοτεχνημένο από τον ίδιο, ήρθε αστραπιαία κι εκείνη, δεν θα μπορούσε να το αρνηθεί. O πίνακας αυτός, ο οποίος απεικόνιζε τη Χoλ λίγο προτού φέρει στη ζωή τον γιο του Μικ Τζάγκερ, Γκάμπριελ, την αποζημίωσε γενναία για τα δεκάδες αξημέρωτα βράδια που πέρασε το φθινόπωρο του 1997 στο ατελιέ ενός καλλιτέχνη που κάποιοι τον βρίσκουν ανυπόφορα παγερό και μισάνθρωπο. Το «Eight Months Gone» δημοπρατήθηκε, κάτω από τα λαίμαργα βλέμματα συλλεκτών από όλον τον κόσμο, για περισσότερες από 600.000 λίρες και κανείς δεν φάνηκε να εκπλήσσεται.

«Τι αναζητώ σε έναν πίνακα; Να με εντυπωσιάσει, να με ενοχλήσει, να με αποπλανήσει, να με πείσει», έγραψε κάποτε ο Λούσιαν Φρόιντ. Παράλληλα με τους πίνακές του, οι οποίοι κατορθώνουν να πετυχαίνουν αβίαστα τον τετραπλό αυτό στόχο, και ο ίδιος ο «πολίτης Φρόιντ» έχει πορευτεί μια διαδρομή που μοιάζει να υπακούει στους κανόνες της τέχνης του. Στο Μπομπούρ, μάλιστα, την άνοιξη του 2010, οι επιμελητές της ρετροσπεκτίβας, αξιοποίησαν αυτό το δεδομένο με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ο επισκέπτης αντιλαμβανόταν μεμιάς ότι κάθε πίνακας του καλλιτέχνη είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας αφήγησης αυτοβιογραφικής, διάστικτης από ανομολόγητους έρωτες και αποσιωπημένα πάθη. Έτσι κι αλλιώς, τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, καλούμενα να ερμηνεύσουν την τεράστια επιτυχία άλλης μιας έκθεσης με έργα του, δεν θα μπορούσαν να περιοριστούν στα καλλιτεχνικά μόνο επιτεύγματα του διάσημου Βρετανού. Δεν υπήρχαν εξάλλου, πολλοί ζωγράφοι που, διανύοντας την ένατη δεκαετία της ζωής τους, να καταδιώκονται από παπαράτσι…

Τον ακολουθεί η φήμη του διαβόητου εραστή. Έιχε  παντρευτεί τέσσερις φορές, επισήμως ήταν πατέρας δέκα παιδιών, ενώ του αποδίδονται ακόμα τέσσερα.

Έιχε παντρευτεί τέσσερις φορές, επισήμως ήταν πατέρας δέκα παιδιών, ενώ του αποδίδονται ακόμα τέσσερα. Φωτογραφία: David Dawson

Το Μάιο του 2008, ο πίνακάς του «Benefits Supervisor Sleeping», αντιπροσωπευτικός της σπουδής του πάνω στον ρεαλισμό, πουλήθηκε σε δημοπρασία του οίκου Christie’s στη Νέα Υόρκη προς €33,6 εκατ., τιμή -ρεκόρ για εν ζωή καλλιτέχνη. Το έργο, σε συνδυασμό με το εξωφρενικό ποσό που δαπανήθηκε για την αγορά του, εντυπωσίασε και για άλλη μια φορά δίχασε το κοινό και τα media.
Το 2004 είχε προηγηθεί άλλη μια πώληση με πανάκριβο τίμημα σε δημοπρασία από τον ίδιο οίκο. Τότε ήταν το πορτρέτο της Κέιτ Μος σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, το οποίο αγοράστηκε από άγνωστο (ίσως τον Ρώσο μεγιστάνα Αμπράμοβιτς, λένε κάποιοι) για περισσότερα από €9 εκατ.

Οικοδομούσε στο εργαστήριό του έναν ερωτικό μυστικισμό και η συναισθηματική ένταση διαγραφόταν στα πορτρέτα των ερωμένων του με έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο ώστε οι κριτικοί να τον αποκαλέσουν «Ingres του Υπαρξισμού».

Τη συνάντηση με τον sui generis καλλιτέχνη την είχε προκαλέσει η Μος, όταν μερικά χρόνια πριν, σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Dazed & Confused» είχε εξομολογηθεί ότι θα ήθελε πολύ να ποζάρει γυμνή για τον Λούσιαν Φρόιντ. Παραδόξως, ο ζωγράφος δέχτηκε με ικανοποίηση την ιδέα, παρά τη δεδομένη άρνησή του να χρησιμοποιεί επαγγελματίες μοντέλα για τα πορτρέτα του. «Το θέμα ενός πορτρέτου είναι για μένα πάντοτε αυτοβιογραφικό», συνήθιζε να λέει και, όπως ακριβώς και με την Τζέρι Χολ, την μόνη επαγγελματία μοντέλο που είχε δεχτεί μέχρι τότε να ζωγραφίσει, έπρεπε να γνωρίσει καλά το «θέμα» προτού πιάσει το πινέλο στα χέρια του.

Διαβάστε ακόμα: Στις αίθουσες φέτος η τελευταία χαμένη ταινία του Όρσον Ουέλς.

Με την δεύτερη σ΄θζηγό του, λαίδη Caroline B;ackwood το 1953.

Με τη δεύτερη σύζυγό του, λαίδη Caroline Backwood, το 1953.

Με τη Μος οι συναντήσεις θα γίνονταν πάντα το βράδυ και θα ξεκινούσαν με δείπνο σε κάποιο από τα ήσυχα εστιατόρια του Χόλαντ Παρκ στο Δυτικό Λονδίνο. Ύστερα θα βάδιζε μαζί της μέχρι το ατελιέ του, όπου το διάσημο μοντέλο θα του πόζαρε ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Στα διαλείμματα, θα της πρόσφερε σαμπάνια και άλλοτε θα της ψιθύριζε στίχους από τα αγαπημένα του ποιήματα. Όταν ο πίνακας ολοκληρώθηκε, η Μος εκμυστηρευόταν στους φίλους της πως οι ώρες με τον Φρόιντ της χάρισαν ορισμένες από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής της.

Για κάποιους από τους μελετητές της τέχνης του, οι συναντήσεις με τους ανθρώπους που ζωγράφιζε έμοιαζαν κατά κάποιον τρόπο με συνεδρίες ψυχανάλυσης. Με τη διαφορά ότι ο ψυχαναλυόμενος ήταν πάντα ο ίδιος ο Φρόιντ. Αν και όπως κατ’ επανάληψη είχε δηλώσει, ελάχιστα από τα βιβλία του διάσημου παππού του είχε διαβάσει, τα έργα του –στα οποία κυριαρχεί η αποτύπωση της ανθρώπινης φόρμας με ένα σκληρό τρόπο, οι περίεργοι ιριδισμοί του φωτός και τα σκιερά περιγράμματα– θα ταίριαζαν ιδανικά ως εικονογραφήσεις για κάθε ένα απ’ αυτά τα βιβλία.

Ο πατέρας της ψυχανάλυσης, άλλωστε, είχε δείξει το ενδιαφέρον του για την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του μικρού Λούσιαν. «Έδειχνε κατανόηση και ικανοποίηση», θυμάται ο ίδιος όταν του έδειχνε μερικές από τις πρώτες του απόπειρες να ζωγραφίσει. Σε γενικές γραμμές, πάντως, απέφευγε να αναφέρεται στον παππού Σίγκμουντ. «Ο πατέρας μου δεν μιλά για κείνη την εποχή. Δεν μιλάει για τίποτα ούτως ή άλλως», έλεγε σε συνέντευξή της η Έστερ, κόρη του και γνωστή συγγραφέας στη Μ. Βρετανία.

Η Τζέρι Χόλ έγκυος  στο γιό του Μίκ Τζάκερ, Γκάμπριελ. Ο πίνακας "eigh months gone" πουλήθηκε τον Οκτώβριο του 2010 προς 600.000 στερλίνες.

Η Τζέρι Χόλ έγκυος στο γιό του Μικ Τζάκερ, Γκάμπριελ. Ο πίνακας “Eigh months gone” πουλήθηκε τον Οκτώβριο του 2010 προς 600.000 στερλίνες.

Ένας ιδιόρρυθμος ερωτισμός

Η Kitty Garman, κόρη του αναγνωρισμένου γλύπτη Τζέικομπ Επστάιν, πόζαρε για τον Φρόιντ πρώτη φορά το 1947 και μόλις τον επόμενο χρόνο είχε γίνει η πρώτη του γυναίκα. Την Kitty, η οποία ήταν ανιψιά της πρώην ερωμένης του Lorna Garman, διαδέχτηκε ως μοντέλο και σύζυγος η Lady Caroline Blackwood μερικά χρόνια μετά. Ο Φρόιντ, ο οποίος φημιζόταν για τη γοητεία που ασκούσε στις γυναίκες, οικοδομούσε στο εργαστήριό του έναν ερωτικό μυστικισμό και η συναισθηματική ένταση διαγραφόταν στα πορτρέτα των ερωμένων του με έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο ώστε οι κριτικοί να τον αποκαλέσουν «Ingres του Υπαρξισμού», συγκρίνοντάς τον με τον δεξιοτέχνη προσωπογράφο του 19ου αιώνα.

Ενώ δεν του άρεσαν τα σκάνδαλα, του ήταν αδύνατον να τα αποφύγει. Όταν ζωγράφισε τις κόρες του γυμνές, ορισμένοι βιάστηκαν να του προσάψουν οιδιπόδειο, για να βάλουν στην εικόνα και το «φάντασμα» του παππού.

Η γνωριμία και η στενή συνεργασία με τον Φράνσις Μπέικον στην αυγή της δεκαετίας του ‘50 επηρέασε αμφίδρομα την πορεία των δύο καλλιτεχνών. Μαζί με τον Μπέικον και τον Μπεν Νίκολσον θα εκπροσωπούσαν το 1954 τη Μ. Βρετανία στην Μπιενάλε της Βενετίας και το γεγονός αυτό αποτέλεσε τελικά έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της εξέλιξής του ως ρεαλιστή ζωγράφου.

Διαβάστε ακόμα: Γιατί όλοι μέσα μας λαχταράμε μια καλύβα στη φύση.

Στα πορτρέτα του, η φιλοσοφική έννοια του ρεαλισμού, η ειλικρινής, δηλαδή, αποδοχή ορισμένων περιορισμών, αποκτά μια καινούργια, απολύτως πρωτότυπη εκδοχή. Η «αγάπη για την αλήθεια», πρώτα απ’ όλα είναι πέρα ως πέρα… αληθινή. Το κριτήριο για την επιλογή των προσώπων δεν είναι κοινωνικό ή πολιτικό (είχε ζωγραφίσει από την βασίλισσα της Αγγλίας έως και απλούς δημόσιους υπαλλήλους) ούτε απηχεί την ταύτισή του με ένα ορισμένο αισθητικό ρεύμα, αλλά υπαγορεύεται μονάχα από την προσωπική παρόρμηση.

Το ίδιο και τα γυμνά. Δεν παραπέμπουν σε μια προκαθορισμένη μανιέρα και δεν αναζητούν ερμηνείες. Μέχρις ότου οι κριτικοί αναγνωρίσουν τη μοναδικότητα της δικής του προσέγγισης στο ρεαλισμό, το έργο του δεινοπάθησε σε αναλύσεις και σχόλια που αψηφούσαν αυτήν την «αλήθεια» του βλέμματός του.

"Self Portrait With Black Eye", φιλοτεχνήθηκε αμέσως μετά απο έναν καβγά του Φρόιντ με Άγγλο ταξιτζή.

“Self Portrait With Black Eye”, φιλοτεχνήθηκε αμέσως μετά από έναν καβγά τού Φρόιντ με Άγγλο ταξιτζή.

Αλλά και ο ίδιος ο Φρόιντ δεν βοηθούσε ιδιαίτερα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η συνεργασία του με τον αμφιλεγόμενο Αυστραλό performer Leigh Bowery σε μια σειρά από πορτρέτα τη δεκαετία του ‘90, οι δεκάδες επίσημες και ανεπίσημες ερωμένες του, οι οποίες ενίσχυαν ή υπονόμευαν τον έτσι κι αλλιώς ιδιόρρυθμο ερωτισμό των γυμνών του, και η απέχθεια (ή ανασφάλεια;) απέναντι στους δημοσιογράφους θόλωναν ακόμη περισσότερο την εικόνα του ως καλλιτέχνη και ανθρώπου.

Παράλληλα, ενώ δεν του άρεσαν τα σκάνδαλα, του ήταν αδύνατον να τα αποφύγει. Όταν είχε επιλέξει ως μοντέλα τις κόρες του για να ζωγραφίσει τα γυμνά τους πορτρέτα, ορισμένοι βιάστηκαν να του προσάψουν οιδιπόδειο σύμπλεγμα, για να βάλουν στην εικόνα και το «φάντασμα» του παππού. Ματαίως, οι δύο από αυτές, η Έστερ και η Μπέλα επιμένουν μέχρι σήμερα πως αναπολούν με νοσταλγία εκείνη την εποχή, μιας και ήταν η μόνη περίοδος που βρήκαν την ευκαιρία να συζητήσουν με τον πατέρα τους, να αστειευτούν, αλλά και να περιβληθούν από τη στοργή του.

Εκείνος επιθυμούσε με πάθος να ζωγραφίσει μια άσημη, παχουλή γυναίκα που δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία. Αυτήν που αργότερα ολόκληρος ο κόσμος θα τη γνώριζε ως Big Sue και το γυμνό πορτρέτο της θα έπιανε εύκολα πάνω από € 30 εκατ.
Σε νεαρή ηλικία.

Ο Λούσιαν σε νεαρή ηλικία. Πάντα φημιζόταν για τη γοητεία που ασκούσε στις γυναίκες.

Το 2000, επτά χρόνια μετά την απονομή του Order of Merit, την ανώτερη ίσως τιμή για εκπρόσωπο της Τέχνης στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Λούσιαν Φρόιντ διατύπωσε αίτημα, προκειμένου να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της Α.Μ. βασίλισσας Ελισάβετ. Η επιθυμία του ήταν να φοράει τη διαμαντένια τιάρα με την οποία εμφανίζεται στα χαρτονομίσματα. Το αίτημα ικανοποιήθηκε, παρά την αντίθετη εισήγηση κάποιων συμβούλων. Από μία άποψη είχαν δίκιο, αφού αρκούσε μια ματιά στο έργο του καλλιτέχνη για να καταλάβει κάποιος πως, παρότι επρόκειτο για έναν πιστό της παραστατικής ζωγραφικής, το «βλέμμα» του πάνω στα πρόσωπα δεν ήταν καθόλου συμβατικό και σίγουρα δεν είχε καμιά πρόθεση να κολακεύσει.

Διαβάστε ακόμα: Μπορίς Βιάν – ‘Ενας Charlie με τρομπέτα.

Δεκαεπτά μήνες αργότερα, το διαστάσεων 15 x 22 εκ. πορτρέτο δεν εξέπληξε ευχάριστα πολλούς από τους Βρετανούς. Η Sun, παριστάνοντας τον θεματοφύλακα της βασιλικής αξιοπρέπειας, αρκέστηκε στον τίτλο «παρωδία», ενώ πολλοί ακόμη «βασιλικότεροι του βασιλέως» θύμιζαν πως κάποτε υπήρχε η αγχόνη για τύπους σαν κι αυτόν… Ο Φρόιντ δεν μπήκε στον κόπο να απολογηθεί ούτε να υπερασπιστεί την καλλιτεχνική του αξία, αλλά επαναλάμβανε με αφοπλιστική αφέλεια: «Δεν ζωγραφίζω τα πρόσωπα γι’ αυτό που είναι, ούτε ακριβώς κόντρα σ’ αυτό που είναι, αλλά όπως συμβαίνει να είναι».

Δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ειλικρινής. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που είχε αρνηθεί να ζωγραφίσει την πριγκίπισσα Νταϊάνα και τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, γιατί δεν του άρεσαν τα πρόσωπά τους. Όπως είχε εκμυστηρευτεί σε κάποιον φίλο του, κάποια στιγμή είχε καταφέρει να τον πλησιάσει και ο Άντριου Λόιντ Βέμπερ και τον είχε «απειλήσει» να του δώσει δωρεάν εισιτήρια για το show του, προκειμένου να ζωγραφίσει το πορτρέτο της γυναίκας του Madeleine!

Εκείνος από την άλλη, επιθυμούσε με πάθος να ζωγραφίσει μια άσημη, παχουλή γυναίκα που δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία. Αυτήν που αργότερα ολόκληρος ο κόσμος θα τη γνώριζε ως Big Sue και το γυμνό πορτρέτο της, όσο κι αν δοκίμαζε την ανοχή μας απέναντι στη θέα ενός κάθε άλλο παρά όμορφου γυναικείου σώματος, θα έπιανε εύκολα πάνω από € 30 εκατ.

Lucien Freud with Behan in Dublin

Αριστερά: Ο Λούσιαν Φρόιντ με τον Ιρλανδό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Μπρένταν Μπέχαν στο Δουβλίνο. Δεξιά: Το καθόλου κολακευτικό πορτρέτο της βασίλισσας Ελισάβετ.

 Αθέατος στο Λονδίνο

Ο Λούσιαν Φρόιντ, μέχρι το θάνατό του το 2011, συνέχιζε να δουλεύει αδιάλειπτα πάνω σε καινούργια έργα με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου, ενώ η μυθολογία γύρω από τα «κατορθώματά» του εξακολουθεί να εμπλουτίζεται. Επισήμως, είχε περισσότερα από δέκα παιδιά. Ωστόσο, του αποδίδουν την πατρότητα άλλων σαράντα! Οι φίλοι του, αυτοί που είχαν δηλαδή το νούμερο του τηλεφώνου του και δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα δάχτυλα του ενός χεριού, το διαψεύδουν. Αρνούνται με διακριτικότητα, πάντως, να απαντήσουν για το πόσο πολύ απέχει αυτό το νούμερο από την πραγματικότητα…

Αν και σπάνια τον συναντούσε κάποιος σε δρόμο του Λονδίνου, δεν θα ήταν δύσκολο να τον αναγνωρίσει. Ο «ερημίτης του Χόλαντ Παρκ», όπως τον αποκαλούν, θα φορούσε φαρδιά, γεμάτα μπογιές ρούχα –από φίνο όμως, ιταλικό ύφασμα– και πιθανότατα θα συνοδευόταν από κάποια θηλυκή ύπαρξη πολύ-πολύ μικρότερη. Άλλοτε, πιο σπάνια, θα οδηγούσε την εντυπωσιακή του Bentley, αλλά χωρίς να κάνει στάση σε κάποιο πρατήριο βενζίνης, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ποτέ μαζί του χρήματα.

Κάποια βραδιά, έτυχε να τον γνωρίσει και η 25χρονη ποπ τραγουδίστρια Λίλι Άλεν και λίγες ημέρες αργότερα, όταν την ρώτησαν ποιον τύπο άνδρα βρίσκει ελκυστικό, εκείνη απάντησε χωρίς να διστάσει ότι θα ήθελε να κάνει σεξ με τον Λούσιαν Φρόιντ. «Θα έχει πλάκα. Είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερός μου», είπε αφήνοντας να της ξεφύγει ένα πονηρό γελάκι.

 

Διαβάστε ακόμα: Στιβ Μακουίν: 85 χρόνια φέτος από τη γέννηση του βασιλιά του cool 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top