Μίνου Αργυράκη εικονογράφηση-σχόλιο στη συνέντευξη Χατζιδάκι στον Κακίση στην Εγνατία (1981)

Μίνου Αργυράκη εικονογράφηση-σχόλιο στη συνέντευξη Χατζιδάκι στον Κακίση στην Εγνατία (1981)

Δύσκολο κείμενο αυτό. Πιο δύσκολο από τ’ άλλα. Από τότε που πέθανε ο Μάνος Χατζιδάκις έχω κληθεί κι έχω γράψει δυο-τρία κείμενα γι’ αυτόν, στο χρόνο πάνω ένα, αργότερα άλλο ένα, κι άλλο ένα, νομίζω, τρίτο. Εκτός από εκείνα τα δύο ποιητικά στα «Παραμύθια» μου «σαν Αστεία Άστρα», όπου πρωταγωνιστούσε λογοτεχνικά, και που τα είχα δημοσιεύσει όταν ο Χατζιδάκις ήταν ακόμα εν ζωή.

Δύσκολο κείμενο γιατί μένει κανείς έκπληκτος από το πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια, ο καιρός. Αλλά και δύσκολο για το πόσο λίγα μπορεί να προσθέσει ο οποιοσδήποτε στου έργου του την ολόλαμπρη μοναδικότητα, που μοιάζει πως καμιά κουβέντα επιπλέον δεν την αφορά, δεν θα τον αφορούσε. Ούτε, βέβαια, οι επέτειοι, κι οι χρονολογίες.

Έχω ένα σωρό προσωπικά περιστατικά από τη φιλία μου με τον Μάνο Χατζιδάκι την εικοσαετή, αλλά με φειδώ και μόνο όταν μου φαίνεται τελείως απαραίτητο τα θυμάμαι και τα μοιράζομαι εγγράφως με όλους. Πιο πολύ, αυτήν εδώ τη φορά την αναμνηστική, εικόνες του χωρίς λόγια επανέρχονται στου νου μου την επίμονη πια νοσταλγία, εικόνες μαγικές ζωής μαγικής σαν αυτής που έζησε ο Χατζιδάκις ο μαγικός, ο στην παρέα πάντα πιο γενναιόδωρος, ο κρυφά και ως άρμοζε και σε αγνώστους του ελεήμων, ο τρυφερός με τους φίλους του, ο διεκδικητής των δικαιωμάτων των συνεργατών του ανέκαθεν, ο επιπλέον του ασύλληπτου μουσικού του ταλέντου ονειροπόλος και οραματιστής, ο επώδυνα για τον ίδιον αλλά χωρίς ποτέ δεύτερη σκέψη ισχυρά αντιστεκόμενος, ιδιαίτερα στης Ελλάδας που πρόλαβε τον άγριο τότε και χυδαίο αυριανισμό, σε όσους γύρω του ο ένας μετά τον άλλον στη νέα βαρβαρότητα ιδιοτελώς προσχωρούσαν.

Διαβάστε ακόμα: Με τον Νίκο Χουλιαρά στην Αντίπαρο

Έργο του Γιώργου Σταθόπουλου για εναλλακτικό εξώφυλλο στη «Ρωμαϊκή Αγορά» του Μάνου Χατζιδάκι, αφιερωμένο από τον Ζωγράφο στον Σωτήρη Κακίση.

Έργο του Γιώργου Σταθόπουλου για εναλλακτικό εξώφυλλο στη «Ρωμαϊκή Αγορά» του Μάνου Χατζιδάκι, αφιερωμένο από τον ζωγράφο στον Σωτήρη Κακίση.

Ο Χατζιδάκις, είπαμε, χωρίς λόγια, με τη μουσική του πολλά, πάρα πολλά πράγματα έδειξε, με τον τρόπο του αδιάλειπτα παραδειγμάτισε. Και στις πιο δύσκολες ώρες του, στην πιο μεγάλη της αναχώρησής του μελαγχολία, ακόμα και στο πώς και πού εκείνος αποφάσισε να κηδευτεί, την ίδια απαρέγκλιτη πορεία ακολούθησε. Κι εγώ, παρόλο που έζησα από πολύ κοντά τις περιπέτειες της υγείας του των τελευταίων χρόνων, πάντα με χαμόγελο θέλω να τον ανακαλώ στη μνήμη μου, έτσι όπως τον αντίκρισα για τελευταία φορά, στα δικά μου γενέθλια στις 3 Ιουνίου του 1994, δώδεκα μέρες πριν φύγει, τότε που σαν να μ’ αποχαιρέτησε με τη φράση: «Να προσέχεις τώρα»…

Θυμάμαι, λοιπόν, πριν απ’ όλα, και μια φορά στα γενέθλιά του, που του τηλεφώνησα για να του ευχηθώ, και σαν τα είχε κι ο ίδιος ξεχάσει, αλλά και για κάποιον λόγο παράξενο σχεδόν κι οι δικοί του όλοι. Τότε, καταλήξαμε οι δύο μας εντελώς μόνοι στον Μαύρο Γάτο την ταβέρνα, για μία νομίζω και μοναδική φορά, εκτός από εκείνες της συνεργασίας μας για τη μελοποίηση της Σαπφώς μου, που τελικά ποτέ δεν είδε το φως, στο σπίτι του και στο πιάνο. Κι είδα εκεί εγώ έναν ακόμα Χατζιδάκι, ακόμα πιο τρυφερό και προσηνή, ακόμα πιο ανθρώπινο του συνήθους. Εκείνο το βράδυ με ρώτησε κι αυτός πολλά για το πώς είμαι και πώς τα πάω, αν στης Ποίησης το δρόμο αντέχω, αν, αν, αν… Και τον ρώτησα κι εγώ πολλά για πολλά, και μου είπε. Και στο τέλος αυτών των λιτών και μοναχικών του γενεθλίων, μας πιάσανε και τα γέλια, γιατί τότε μου πρωτο-διηγήθηκε εμένα, πάλι θυμάμαι, την ιστορία με την Κάλλας και τα Παιδιά του Πειραιά του.

Που είχανε βγει οι δυο τους, καλή ώρα, μια φορά στο Παρίσι, και πήγανε σ’ ένα εστιατόριο με κάποια ορχήστρα μάλλον ελληνική, κι όταν οι μουσικοί αναγνωρίζοντάς τον του παίξανε τα Παιδιά του Πειραιά, που ο Χατζιδάκις καθόλου πια δεν τα ήθελε, η Κάλλας τότε έγειρε προς εκείνον και του τα τραγούδησε σαν δώρο, η Κάλλας η μεγίστη. Κι όταν τέλειωσε, ο Χατζιδάκις λέει της είπε: «Πρώτη φορά ακούω αυτό το τόσο απαίσιο τραγούδι τόσο απαίσια τραγουδισμένο!…»

Διαβάστε ακόμα: Οι αλήθειες για την Κάλλας

Ο Μάνος Χατζιδάκις προσερχόνος στο GB της Μεγάλης Βρεταννίας. Δεξιά ο φωτογράφος Τάσος Βρεττός. (Αρχείο Σωτήρη Κακίση)

Ο Μάνος Χατζιδάκις προσερχόμενος στο GB της Μεγάλης Βρεταννίας. Δεξιά ο φωτογράφος Τάσος Βρεττός. (Αρχείο Σωτήρη Κακίση)

Θυμάμαι και στη Ρηγίλλης, σ’ εκείνο το για κάποιον εύθυμο πάλι λόγο σχεδόν επίσημο μεσημεριανό μας γεύμα, με τον Νίκο τον Χουλιαρά, με τον Τζίμη τον Πανούση, με πολλούς άλλους φίλους, που ο Χατζιδάκις μας μιλούσε για τη Λιλή Μαρλέν και το πόσο μετά τον Πόλεμο ήθελε κι αυτός να γράψει μια ελληνίδα Λιλή Μαρλέν, ένα τραγούδι τόσο νοσταλγικό για όλον τον κόσμο. Και κάθισε στο πιάνο, και μας είπε: «Κι έγραψα τότε αυτό…» Και μας έπαιξε αφηρημένος τη Λιλή Μαρλέν την ίδια! Εγώ τότε που δεν δίσταζα, ενώπιον της γενικής ξαφνικά αμηχανίας του είπα: «Μάνο, αυτό ΕΙΝΑΙ η Λιλή Μαρλέν!» «Α!», είπε ο Χατζιδάκις σαν ξυπνώντας από όνειρο. Και μας έπαιξε τότε το γνωστό του αριστούργημα «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς», το τόσο, κατ’ εμέ, ανώτερο από τη Λιλή Μαρλέν, πάλι γελώντας.

«Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι και θα μείνει πάνω από της παρουσίας του εδώ στη Γη τις γήινες και κατώτερές του συχνά συμπεριφορές, και το έργο του πάντα προς τ’ άστρα θα συνεχίζει».

Και μια άλλη στιγμή που θυμάμαι τώρα ήταν πάλι ένα μεσημέρι, στον Φλόκα (πριν ακόμα μεταφερθούν στο «GB»), που είχε έρθει ο Ταχτσής να συνεννοηθούν για την ανάγνωση του Τρίτου του Στεφανιού στο Τρίτο Πρόγραμμα, κι έλειπε πάλι για κάποιο λόγο εκείνη τη μέρα κι ο Γκάτσος, κι εγώ βρισκόμουν ανάμεσα στης δύσκολης σχέσης τους τις διαφωνίες, κι έλεγε το ένα ο ένας, κι έλεγε το άλλο ο άλλος. Κι εγώ, βέβαια, δεν μίλαγα, πού να μιλήσω, και τι να πω; Και σαν να φτάσανε σε πλήρες αδιέξοδο κάποια στιγμή, και θυμωμένοι αμφότεροι σαν μικρά παιδιά δεν μιλούσαν, και τότε μόνο κι είπα κι εγώ, με όσο θάρρος είχα και με τους δύο τους: «Μα, αν δεν διαβαστεί το Τρίτο Στεφάνι στο Τρίτο, τι θα διαβαστεί; Τι καλύτερο υπάρχει;» Κι εξερράγη ο Ταχτσής τότε, και μου λέει: «Επιτέλους! Κάθεσαι τόσην ώρα αμίλητος και δεν βοηθάς καθόλου! Επιτέλους!» Λες και περιμένανε από μένα τη λύση στο μπρα-ντε-φερ τους αυτό το απροσδόκητο, λες κι εγώ ήμουνα το ξίφος για τον Γόρδιο Δεσμό τους…

Ανώγεια, 1979, παρακολουθώντας μια από τις εκδηλώσεις για τη γλώσσα, στο ίδιο κάδρο, ο Γιώργος Χρονάς (μπροστά αριστερά), ο Γιώργος Μαρκόπουλος (δεύτερη σειρά αριστερά) και ο Σωτήρης Κακίσης (τελευταία σειρά δεξιά)

Ανώγεια, 1979, παρακολουθώντας μια από τις εκδηλώσεις για τη Γλώσσα, στο ίδιο κάδρο, ο Γιώργος Χρονάς (μπροστά αριστερά), ο Γιώργος Μαρκόπουλος (δεύτερη σειρά αριστερά) και ο Σωτήρης Κακίσης (τελευταία σειρά δεξιά)

Τ’ Ανώγεια θυμάμαι επίσης πολύ, του ’79, μ’ ένα σωρό κόσμο εκεί από την Αθήνα και όχι μόνο, με στιγμές και γεγονότα σημαντικά κι ασήμαντα, με τους Ανωγειανούς πιο ουσιαστικούς απροόπτως των περισσοτέρων μας, με τον Χατζιδάκι ευτυχή και χαρούμενα περιφερόμενο, με μουσικές και τραγούδια και λυράρηδες να επισκιάζουν ευτυχώς κάθε τι από καθέδρας βαρετό κι ανούσιο.

«Απ’ όλες τις φωτογραφίες του Μάνου Χατζιδάκι που έχω δει, εμένα πιο πολύ με διασκεδάζει εκείνη που ο ίδιος είναι ντυμένος τσολιάς κι η Ρένα Βλαχοπούλου στέκεται δίπλα του. Πολύ θα ’θελα να ήμουνα και τότε παρών...»

«Απ’ όλες τις φωτογραφίες του Μάνου Χατζιδάκι που έχω δει, εμένα πιο πολύ με διασκεδάζει εκείνη που ο ίδιος είναι ντυμένος τσολιάς κι η Ρένα Βλαχοπούλου στέκεται δίπλα του. Πολύ θα ’θελα να ήμουνα και τότε παρών…»

Απ’ όλες τις φωτογραφίες του Μάνου Χατζιδάκι που έχω δει, εμένα πιο πολύ με διασκεδάζει εκείνη που ο ίδιος είναι ντυμένος τσολιάς κι η Ρένα Βλαχοπούλου στέκεται δίπλα του. Πολύ θα ’θελα να ήμουνα και τότε παρών, να είχα δει κι άλλα, να είχα ακούσει από πρώτο χέρι κι ένα σωρό άλλες ιστορίες πρωθύστερες, να τον είχα γνωρίσει και πιο πριν, στη μεγάλη ποιητική των δικών του νιάτων αγωνία, από το ’74 και μετά που τον γνώρισα. Κι από τα τραγούδια του, που δεν υπάρχει άλλος συνθέτης τόσα πολλά του τόσο πολύ εφ’ όρου ζωής ν’ αγαπώ, αγαπάω, δικό μου πιο πολύ για κάποιο λόγο δικό μου, εσωτερικό, μαζί με το «Μικραίνει το Φεγγάρι» από τα τελευταία του με του Γκάτσου το «ζαρκάδι στον Άδη», είναι ο «Γλάρος» του με τον Σακελλάριο, ο δήθεν στιχουργικά και μουσικά αφελής. Ο –αντιθέτως, λέω εγώ– σε ανάταση ταυτόχρονα μουσικής και στίχων διαχρονικότατη. Και μου αρέσει αυτό το τραγούδι να το ακούω πια με του Φοίβου του Δεληβοριά τη φωνή, του φίλου μου, που κι αυτόν 15χρονο ο Χατζιδάκις τον ανακάλυψε, κι έβαλε το χέρι του στη φωτιά πάλι τόσο θαρραλέα.

Γιατί πολλοί και πολλά άλλα παιδιά του τον Χατζιδάκι δεν τον αντάμειψαν με τον σεβασμό και τις τιμές που του άξιζαν, δεν ένιωσαν την ευεργεσία του, αλλιώς, τελείως αλλιώς στις ζωές τους πορεύτηκαν, άνθρωποι που, κατά το λαϊκώς λεγόμενο, εκείνος τους είχε κάνει ανθρώπους, κι είχαν δει ένα άλλο στον κόσμο παράθυρο χάρη στον Χατζιδάκι μπροστά τους ν’ ανοίγει.

Ας είναι. Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι και θα μείνει πάνω από της παρουσίας του εδώ στη Γη τις γήινες και κατώτερές του συχνά συμπεριφορές, και το έργο του πάντα προς τ’ άστρα θα συνεχίζει. Γιατί θάλασσα πλατειά η σημασία του για την Ελλάδα και όχι μόνο, θάλασσα καθρέφτης επουράνιος της πραγματικής η μουσική του, και σπίρτο στο τραπέζι του μυαλού, της καρδιάς μας, τα τραγούδια του, που θα παίρνουν στον αιώνα τον άπαντα μόνα τους ωραία φωτιά.

Διαβάστε ακόμα: «Κυνηγώντας τον Θανάση Βέγγο!»

Ο Σωτήρης Κακίσης γράφει:

-Ο Φίλος από το Μέλλον Πάντα.
-Η Ιστορική Συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι στον Σωτήρη Κακίση.
-Πάλι ο Μάνος Χατζιδάκις.
-Όλο Αέρα.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top