Πορτραίτο του συγγραφέα Max Porter (photo: Lucy Dickens).

Το κοράκι, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, έχει πυκνή παρουσία στην παγκόσμια λογοτεχνία, πολύ περισσότερο μάλιστα στην ποίηση. Ο Ρέιμοντ Κάρβερ έχει επιχειρήσει να συνοψίσει σ’ ένα του ποίημα την παρουσία αυτή, προσθέτοντας με αυτό τον τρόπο ένα ακόμη κοράκι στην ποίηση των αιώνων. Γράφει: “Ένα κοράκι πέταξε στο δέντρο έξω από το παράθυρό μου. / Δεν ήταν του Τεντ Χιουζ το κοράκι ή του Γκάλγουεϊ το κοράκι. / Ή του Φροστ, του Πάστερνακ ή του Λόρκα το κοράκι. / Ή κάποιο από τα κοράκια του Ομήρου, χορτασμένο πηχτό αίμα / μετά τη μάχη. Ήταν απλώς ένα κοράκι. / Που ποτέ στη ζωή του δεν χώρεσε κάπου, / ούτε έκανε τίποτε αξιομνημόνευτο. / Κάθισε εκεί στο κλαδί για λίγα λεπτά / κι ύστερα τα μάζεψε και όμορφα πέταξε / έξω από τη ζωή μου”.

O μοντέρνος άνθρωπος δεν έχει ούτε τα ψυχικά και νοητικά εφόδια ούτε τα πρακτικά εργαλεία, που είχε κατά το παρελθόν η ανθρωπότητα για να αντιμετωπίζει την απώλεια..

Ο Αμερικανός ποιητής ξεχνάει ή παραλείπει, παραδόξως, ένα από τα πιο γνωστά λογοτεχνικά κοράκια, αυτό του Έντγκαρ Άλαν Πόε, και εκλαμβάνει συλλήβδην τα διάφορα σαρκοβόρα όρνεα που αναφέρει ο Όμηρος ως κοράκια. Έχει σημασία, ωστόσο, ότι ξεκινάει την απαρίθμησή του με το κοράκι του Τεντ Χιουζ, γιατί η ομώνυμη ποιητική συλλογή αυτού του ποιητή αποτελεί την πλέον εμβληματική αναφορά στο πτηνό αυτό. Το “Κοράκι” του Χιούζ κατάγεται από τον ζωόμορφο κόσμο των πανάρχαιων μύθων και από την παράφορη φαντασία των υπερρεαλιστών και των κινουμένων σχεδίων και ενσαρκώνει μια δύναμη που υπερβαίνει τον Θεό και τον θάνατο, την κοινή λογική και την ανθρώπινη ηθική, το καλό και το κακό· αθώο και ταυτόχρονα διεστραμμένο, καταστροφικό και μαζί λυτρωτικό, μοιάζει με αλληγορία ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας.

Εκτός από τους συγγραφείς και ποιητές, ο μύθος του κορακιού ενέπνευσε και τους κινηματογραφιστές. Εδώ, μια φωτογραφία από την διασημότερη ίσως ταινία της “σειράς”, το “The Crow” του 1994 με τον Brandon Lee.

Όχι τυχαία, ο πρωταγωνιστής του ιδιόμορφου μυθιστορήματος του Max Porter “Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά”, που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου από τις εκδόσεις Πόλις, είναι μελετητής του ποιητικού έργου του Τεντ Χιουζ και ετοιμάζει ένα βιβλίο γι’ αυτόν με τίτλο “Τεντ Χιουζ, το Κοράκι στο ντιβάνι: μια Άγρια Ανάλυση”. Τότε όμως συμβαίνει το πάντα αναπάντεχο, το αναπότρεπτο και τετελεσμένο γεγονός του θανάτου. Πεθαίνει η γυναίκα του και τον αφήνει μόνο με τους δύο μικρούς τους γιους, και ο καιρός κόβεται στα δύο, στο πριν, που είναι η ζωή όπως την ξέρει, και στο μετά που είναι ένα κενό το οποίο γεμίζει με μηχανικές κινήσεις και αυτοματοποιημένες αντιδράσεις απέναντι στην καλοσύνη των οικείων και των ξένων.

Γιατί ο μοντέρνος άνθρωπος δεν έχει ούτε τα ψυχικά και νοητικά εφόδια ούτε τα πρακτικά εργαλεία, που είχε κατά το παρελθόν η ανθρωπότητα για να αντιμετωπίζει την απώλεια. Χωρίς καμιά μεταφυσική παρηγοριά, η οποία στην πραγματικότητα ελάχιστη ανακούφιση φαινόταν να προσφέρει στους ζωντανούς, αλλά πάντως υπήρχε πάντα στο βάθος του μυαλού τους, και χωρίς τις ποικίλες τελετουργίες που βοηθούσαν στη βίωση του πένθους και στη σταδιακή μετάβαση του αγαπημένου τεθνεώτος από την κατάσταση της παρουσίας σ’ εκείνη μιας μόνιμης απουσίας, ο άνθρωπος σήμερα δεν ξέρει τι να κάνει μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι, οι ιατροδικαστές και οι εργολάβοι κηδειών μεσολαβούν και απομακρύνουν ταχύτατα το νεκρό σώμα, έτσι που για τους ζωντανούς δεν μένει άλλη στάση από την απορρύθμιση, την αβουλία και την παθητικότητα: “Τέσσερις ή πέντε μέρες μετά τον θάνατό της, ήμουν μόνος στο σαλόνι και αναρωτιόμουν τι να κάνω. Σερνόμουν περιμένοντας να περάσει το σοκ, περιμένοντας ν’ αναδυθεί ένα συγκροτημένο συναίσθημα, οποιοδήποτε, από την οργανωτική φενάκη των ημερών μου. Αισθανόμουν σαν κρεμασμένος, σαν άδειο σακί“.                  

Μιλάμε για ένα κείμενο που δεν χωράει εύκολα στο καλούπι ενός λογοτεχνικού είδους.

Τότε είναι που ο Max Porter εισάγει το Κοράκι στην αφήγησή του. Στα όρια μεταξύ ρεαλισμού και ψευδαίσθησης, ένα κοράκι εισβάλλει στη ζωή των τριών προσώπων της οικογένειας, ένα κοράκι με πολλά από τα χαρακτηριστικά εκείνου που περιγράφει ο Τεντ Χιουζ, και αναλαμβάνει να δώσει σάρκα και οστά στον πόνο, να θέσει σε κίνηση τη λειτουργία του πένθους και να οδηγήσει τον πατέρα και τα δύο αγόρια πίσω στη ζωή. Με αναίδεια και σοφία, με σαρκαστική και στοχαστική διάθεση, το κοράκι σχολιάζει τις πράξεις και τα λόγια του πατέρα και των δύο αγοριών, την απώλειά τους και τους φόβους τους, αφηγείται κωμικές και τραγικές ιστορίες, ονειρεύεται τους δικούς τους εφιάλτες και καθοδηγεί πέρα από την κοινοτοπία και τη χλιαρότητα τη γραφή τόσο του πατέρα όσο και του ίδιου συγγραφέα.

“Μου λείπει τόσο, λέει ο πατέρας, που θα ήθελα να της φτιάξω ένα μνημείο τριάντα μέτρα ψηλό με τα ίδια μου τα χέρια. Θα ήθελα να τη βλέπω να κάθεται σε έναν τεράστιο πέτρινο θρόνο στο κέντρο του Χάιντ Παρκ και να ατενίζει το τοπίο. Όλοι οι περαστικοί θα καταλάβαιναν πόσο μου λείπει. Πόσο η έλλειψη είναι σωματική. Μου λείπει τόσο, είναι μια τεράστια ολόχρυση στήλη, μια αίθουσα συναυλιών, μια χιλιάδα δέντρα, μια λίμνη, εννέα χιλιάδες λεωφορεία, ένα εκατομμύριο αυτοκίνητα, είκοσι εκατομμύρια πουλιά κι ακόμα παραπάνω. Ολόκληρη η πόλη είναι η έλλειψή της”.

Το βιβλίο που έχει γίνει το κέντρο συζητήσεων, τις τελευταίες μέρες, στο λογοτεχνικό σινάφι.

Μπλιαχ, είπε το Κοράκι, όταν μιλάς ακούγεσαι σαν μαγνητάκι ψυγείου.         

Το “Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά” του Max Porter είναι ένα κείμενο που δεν χωράει εύκολα στο καλούπι ενός λογοτεχνικού είδους. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε μεταμοντέρνο αφηγηματικό κολάζ, το οποίο διαθέτει μεν μια ξεκάθαρη μυθιστορηματική αφήγηση, αλλά ταυτόχρονα ο λόγος του είναι μοιρασμένος σε τρεις διακριτές φωνές, του Μπαμπά, των Αγοριών και του Κορακιού, έτσι που προσεγγίζει το θεατρικό κείμενο. Και ενώ σε πολλά σημεία το ύφος του διαθέτει τις ποιότητες και την τόλμη της ποίησης, υπάρχουν κομμάτια που διαβάζονται σαν σύντομα εφιαλτικά διηγήματα. Και άλλα κομμάτια που δεν είναι παρά μια λίστα, τα πράγματα που φοβίζουν το Κοράκι, για παράδειγμα, ή μια ακολουθία ήχων χωρίς νόημα.

Ο Max Porter έχασε τον πατέρα του σε ηλικία έξι χρονών και χρειάστηκε σχεδόν τριάντα χρόνια για να κατορθώσει να μιλήσει, λογοτεχνικά, για αυτή την απώλεια. Γιατί ο θάνατος, όπως το Άουσβιτς κατά τον περίφημο αφορισμό του Αντόρνο, είναι το πράγμα μετά το οποίο η ποίηση δεν είναι πλέον δυνατή. Μέχρι τουλάχιστον να εμφανιστεί το Κοράκι.

 

 

//Max Porter, Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά, μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδόσεις Πόλις.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Νανόπουλος, «Οι δικοί μου φόροι τιμής».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top