Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Αθηνά Παπαδάκη, Νίκος Καρούζος, Θάνος Σταθόπουλος, κάποτε στην Αθήνα.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Αθηνά Παπαδάκη, Νίκος Καρούζος, Θάνος Σταθόπουλος, κάποτε στην Αθήνα.

Τι ακριβώς είναι οι Ρασοευχήδες του τίτλου; Αν είσαι ευλαβικός, στο Όρος, σου δίνουν ένα ράσο και μιαν ευχή, και τότε λέγεσαι ρασοευχής. Είχαμε, για μερικές ώρες, κυριευτεί από την ανευλαβή φιλοδοξία να γίνουμε ρασοευχήδες, αλλά δεν τα καταφέραμε. Έτσι γίνεται πάντα με τις εφήμερες φιλοδοξίες.

Ποιοι είναι οι τέσσερις ποιητές που αναφέρονται στο βιβλίο; Καρούζος, Κακουλίδης, Σταθόπουλος, Μπαμπασάκης. Ο στάλκερ, αγέρωχος και σεβαστός, χωρατατζής και αυστηρός: ο Νίκος Καρούζος. Κι εμείς, οι τρεις σωματοφύλακες, μικρογραφίες του Φάλτσαφ, και παταγωδώς αποτυχημένοι θετοί γιοι.

Πότε και υπό τι συνθήκες αποφασίστηκε το ταξίδι στο Άγιο Όρος; Όπως είπε κι ο άλλος, ό,τι κι αν πω κάτω από μισό εκατομμύριο λέξεις θα είναι ανεπαρκής απόδοση της αληθείας. Ας το αφήσουμε έτσι. Στο βιβλίο εξάλλου υπάρχει η τηλεγραφική περιγραφή του όλου πράγματος.

Πώς εξελίχθηκε και πώς τέλειωσε άδοξα η περιπέτεια; Όχι κι άδοξα. Πήγαμε ίσαμε τη Στυλίδα. Γυρίσαμε. Σώοι. Και αβλαβείς, καίτοι βλαμμένοι από κούνια.

Για μια στιγμή, γράφετε, «ήμασταν όλοι τριπαρισμένοι με το Όρος, τη φυγή έτσι στα καλά καθούμενα»… Αλήθεια είναι. Καμιά φορά, δεν μας χώραγε ο χώρος. Και, κυρίως, δεν μας χώραγε ο χρόνος. Έπρεπε να φεύγουμε. Έστω για λίγο. Έπρεπε να φεύγουμε, για να μπορούμε να επιστρέφουμε.

«Η Μεγάλη Παρασκευή των Ρασοευχήδων», στο εξώφυλλο ο ποιητής Νίκος Καρούζος (Εκδόσεις Γαβριηλίδης).

Επρόκειτο ‒λέτε στον πρόλογο‒ για ένα «από εκείνα τα αναπάντεχα σκιρτήματα έλλογης τρέλας που ανθίστανται στην αδυσώπητη πορεία μας προς τον αφανισμό, προς την ανυπαρξία, προς το θάνατο… Η έλλογη τρέλα είναι ο σωσμός μας. Ό,τι πασχίζει να καταργήσει τα όσα μας καταργούν ανελέητα είναι ευπρόσδεκτη λύτρωση, είναι σωσμός. Αυτή είναι η διαλεκτική μας. Και όπως ξέρουμε από παλιά, και διαρκώς το επιβεβαιώνουμε, τα πάντα διευθετούνται με τη διαλεκτική. Ιδίως την αρνητική διαλεκτική.

Πόσο και για ποιο λόγο, νομίζετε, αξίζουν οι παλιές ιστορίες που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα; Οι παλιές ιστορίες είναι η μαγιά για τα μάγια των καινούργιων ιστοριών. Οι κοινωνίες είναι οι παρέες συν οι ιστορίες τους. Χωρίς τις ιστορίες δεν υπάρχουμε. Όλη μου η δουλειά είναι ιστορίες, και ιστορίες ιστοριών, και ιστοριών ιστορίες. Και stories. Περιπέτειες και ξανοίγματα. Και μετά, όλα να γίνονται λέξεις και σελίδες. Τα βιβλία μου μπορείς να πεις ότι είναι road movies δωματίου. Αντιλαμβάνεστε.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top