Ο Παπαϊωάννου χρησιμοποιεί τον γνωστό πίνακα του Ρέμπραντ «Μαθήματα Ανατομίας» με ιδιαίτερα εικαστικό και συμβολικό τρόπο. Ολη η παράσταση είναι αποσπάσματα του Αρχέγονου Δράματος (Max Gordon/BAM).

Στο γκρι και σχετικά υποφωτισμένο σκηνικό της Τίνας Τζόκα, το κοινό της Νέας Υόρκης στο κατάμεστο Peter Jay Sharp Building της Μουσικής Ακαδημίας του Brooklyn, καλούνταν από την αρχή να εξοικειωθεί με μια από τις δυνατές, ενίοτε και προβοκατόρικες σκηνές της εικονογραφίας του Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Ένα γυμνό αντρικό σώμα, στην αρχή θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ήταν και νεκρό, κείτονταν στη μέση της σκηνής με έναν άνδρα να τον σκεπάζει με ένα σεντόνι και έναν άλλον να ρίχνει μια από τις πλάκες του σκηνικού με τρόπο που το ρεύμα αέρα που δημιουργείται να τον ξεσκεπάζει. Η αρχική αυτή εικόνα η οποία επαναλήφθηκε αρκετές φορές, ήταν η πρώτη από τις πολλές που ακολούθησαν. Παρέπεμπε, στο πιο βασικό από τα αρχετυπικά μοτίβα, τα οποία κυριαρχούσαν στη δίωρη δημιουργία του Παπαϊωάννου, αυτό το θανάτου.

Ενα από τα αρχετυπικά θέματα του Παπαϊωάννου είναι ο θάνατος (Max Gordon/BAM).

Ο «Μεγάλος Δαμαστής» δεν έχει σε πρώτη ματιά μια ρητή υπόθεση, ενώ στο πρόγραμμα δεν επιδιώχθηκε καν, προφανώς ενσυνείδητα, να δοθεί στο θεατή κάποια κατεύθυνση για το τι θα παρακολουθήσει. Η όποια ενότητα θα πρέπει να αναζητηθεί στη βαθιά καλλιτεχνική ματιά του Παπαϊωάννου που διέπει τις εικόνες αυτές.

Το γυμνό, πότε ωμό και βίαιο, πότε αισθαντικό, ενίοτε προβοκατόρικο, κυριαρχεί.

Ένα άλλο είδος ενότητας αυτών των πολλαπλών κόσμων δημιουργεί όμως η επαναλαμβανόμενη, στη σκηνή όσο και γενικότερα στο έργο του Παπαϊωάννου, πραγμάτευση βασικών θεμάτων της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο θάνατος, ο έρωτας, η σχέση του υποκειμένου με το σώμα του, τα φύλα, η αέναη εναλλαγή της φύσης, η σχέση του ανθρώπου με τη γη, το χρόνο («πανδαμάτωρ» κατά τους αρχαίους) τα βασικά αρχέγονα και αιώνια υλικά στοιχεία της ύπαρξης, το χώμα, οι πέτρες, το νερό, τα στάχυα. Εικονογραφούνται επίσης το «νείκος» και η «φιλότης», η φυγή, το ευάλωτο της ανθρώπινης ύπαρξης, ο έρωτας, οι καρποί της γης. Το γυμνό, πότε ωμό και βίαιο, πότε αισθαντικό, ενίοτε προβοκατόρικο, κυριαρχεί. Σε αυτό αντιπαραβάλλεται ένα μάλλον ουδέτερο, σκούρο ντύσιμο.

Οι εξαιρετικές χορεύτριες: Παυλίνα Ανδριοπούλου, Ιωάννα Παρασκευοπούλου και Ευαγγελία Ράντου (Max Gordon/BAM).

Καθ’ όλη τη διάρκεια υπάρχει, με το μοτίβο του θανάτου και αυτό της περατότητας και του «εύθραυστου» της ανθρώπινης ύπαρξης πάντα να κυριαρχεί, μια, θα λέγαμε, «γηγενής εμμονή» στο memento mori – με την κυριολεκτική σημασία της λέξης «γηγενής». Όλα βγαίνουν από τη γη και επιστρέφουν σε αυτή. Χαρακτηριστικά γι’ αυτό και τα παπούτσια που έχουν από κάτω ρίζες.

Τα σώματα , τα μέλη των σωμάτων, αναδύονται μόνα τους ή έλκονται από άλλα, βγαίνουν στην επιφάνεια, αργοσέρνονται επώδυνα στο έδαφος, κινούνται και συμπλέκονται με άλλα σώματα με κινήσεις στα όρια των αντοχών τους, με χαρακτηριστικές, για τον Παπαϊωάννου, σκηνές (θυμηθήκαμε και το «Primal Matter”, που είχαμε παρακολουθήσει πριν μερικά χρόνια στο Town Hall).

Πολλές από τις σκηνές θα μπορούσαν να είναι από τη σκηνοθεσία κάποιων από τα πιο αρχετυπικά αρχαία δράματα (Max Gordon/BAM).

Φαίνεται να βγαίνουν πότε από την πολύ προσωπική του δημιουργία και τον «διάλογο» του με το παρελθόν εντός της τέχνης του χορού, πότε από ένα κόσμο εσωτερικό, ονειρικό, έναν κόσμο ονείρων, συνειρμών ίσως εμμονών και φαντασιώσεων, και πότε από την επαφή του με τις άλλες τέχνες.

Οι αναφορές σε έργα τέχνης άλλων εποχών είναι πότε υπόρρητες και πότε σαφείς. Όπως στο παράδειγμα της σκηνής μιας εγχείρησης ή νεκροψίας πάνω σε ένα χειρουργικό τραπέζι.

Το χιούμορ και η ειρωνεία, όπως και απομυθοποίηση, δίπλα στην τελετουργία, δείχνουν να είναι βασικά στοιχεία του ιδιαίτερου σύμπαντος του Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Και εκεί που ο θεατής προσπαθεί να ταυτίσει την πολύ γνωστή σκηνή (πρόκειται για τον πίνακα «Μαθήματα Ανατομίας» του Ρέμπραντ), η σκηνή μεταβάλλεται ξαφνικά με τους συμμετέχοντες να κάθονται στο τραπέζι και να αρχίζουν να τρώνε τα μέλη και τα σωθικά σε μια εξόχως αποτροπιαστική και γκροτέσκ σκηνή, η οποία όμως «νερώνεται» ελαφρώς, όπως και σε άλλα σημεία με μια δόση χιούμορ! Γενικά το χιούμορ και η ειρωνεία, όπως και απομυθοποίηση, δίπλα στην τελετουργία, δείχνουν να είναι βασικά στοιχεία του ιδιαίτερου σύμπαντος του Δημήτρη Παπαϊωάννου και το κοινό στο κατάμεστο BAM ξέσπασε αρκετές φορές σε γέλια.

Οι συνδαιτυμόνες κάθονται στο τραπέζι και αρχίζουν να τρώνε τα μέλη ενός ανθρώπινου σώματος σε μια εξόχως αποτροπιαστική και γκροτέσκ σκηνή (Max Gordon/BAM).

Όμως αυτό που στον υπογράφοντα έμοιαζε να είναι η βασική πηγή αυτών των εικόνων είναι η αρχαία τραγωδία ή ίσως θα μπορούσαμε να πούμε λόγω του αποσπασματικού χαρακτήρα των σκηνών, τα διονυσιακά τελετουργικά δρώμενα που φέρονται να οδήγησαν στη γέννηση της τραγωδίας. Πολλές από τις σκηνές θα μπορούσαν να είναι από τη σκηνοθεσία κάποιων από τα πιο αρχετυπικά αρχαία δράματα, όπως για παράδειγμα η Αντιγόνη για την αρχική σκηνή του σώματος που καλύπτεται και αποκαλύπτεται. Η αέναη και πολύ σωματοποιημένη, η επώδυνη αναζήτηση ταυτότητας, στην οποία παρέπεμπαν κάποιες άλλες σκηνές, μάς έφερε στο νου τον Οιδίποδα.

Και ενώ πολλές από τις σκηνές έμοιαζαν να είναι βγαλμένες από την αρχαία τραγωδία, ο τρόπος που σε ορισμένες ο Παπαϊωάννου διαχειρίζεται τα σώματα παραπέμπουν στη γλυπτική της ελληνιστικής περιόδου, είναι έντονα και μυώδη (πρβλ. «ελληνιστικό μπαρόκ»), «έξεργα» θα λέγαμε, αν και δεν πρόκειται για ανάγλυφα, σχηματίζουν πολύπλοκα συμπλέγματα (πρβλ. Λαοκόων), ενώ «αναμειγνύονται» κατά κάποιο τρόπο τα φύλα (πρβλ. Ερμαφρόδιτος)! Κάποιες από τις εικόνες, και των σωμάτων, παραπέμπουν, αυτό και «επίσημα» κατά δήλωση του δημιουργού, στο έργο του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Και άλλες σκηνές και «τοποθετήσεις» των χορευτών και των αντικειμένων επί σκηνής θύμιζαν πίνακες, κάτι που μόνο τυχαίο δεν μπορεί να είναι αφού ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι ζωγράφος, μαθητής του Γιάννη Τσαρούχη και της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.

Σκηνή από την αναφορά στην ταινία: «Οδύσσεια του Διαστήματος» (Max Gordon/BAM).

Σαφής επίσης η αναφορά στην ταινία: «Οδύσσεια του Διαστήματος». Αρχικά ένας αστροναύτης και αργότερα ένας δεύτερος, πολύ πειστικοί ως προς την εξάρτηση (κοστούμια του Άγγελου Μεντή) αλλά και τις χορευτικές κινήσεις έλλειψης βαρύτητας, έρχονται στη σκηνή και αρχίζουν να βγάζουν και να περιεργάζονται πέτρες από το έδαφος, ενώ αργότερα ένας γυμνός νέος κάθεται στην αγκαλιά του ενός αστροναύτη.

Κοσμική κατά κάποιο τρόπο και ταυτόχρονα υπαρξιακή, η σκηνή με έναν νέο να προσπαθεί, μάταια όπως αποδεικνύεται στο τέλος, να ισορροπήσει πάνω σε μια μεγάλη υδρόγειο σφαίρα.

Κάποιοι χαρακτήρες μοιάζουν εύθραυστοι και ευαίσθητοι, κάποιοι κυριαρχικοί και βίαιοι. Μια σκηνή βίας και πάλης διαδραματίζεται μπροστά σε έναν λευκό τοίχο που δημιουργούν τα σηκωμένα πάνελ του σκηνικού με τη σώμα με σώμα μάχη να φαίνεται και ως σκιά.

Ένας γυμνός νέος κάθεται στην αγκαλιά του ενός αστροναύτη (Max Gordon/BAM).

 Η μουσική της παράστασης, εκτός από κάποια επιπλέον ηχητικά εφέ ήταν το πολύ γνωστό βαλς του Γιόχαν Στράους του Νεώτερου: «Στον ωραίο Γαλάζιο Δούναβη», το οποίο με την επεξεργασία του Στέφανου Δρουσιώτη, που επιβραδυνόμενο ή επιταχυνόμενο, πιο σιγά ή πιο δυνατά, πιο ελαφρά ή πιο εκφραστικά, ηχούσε πότε εύθυμα, πότε μελαγχολικά, πότε δραματικά ή και γκροτέσκ.

Μια από τις πιο όμορφες και πιο δραματικές εικόνες είναι αυτή που ένας νέος γυμνός μπαίνει για να προστατευτεί κάτω από τη γη, ενώ γύρω πέφτουν πολλά ακόντια η βέλη τα οποία όμως είναι χρυσαφί και στέκονται όλα όρθια στο έδαφος γύρω του, η βίαιη εικόνα της ριπής των ακοντίων δημιουργεί μια δεύτερη ειδυλλιακή, αυτή τη φορά, εικόνα: αυτή μιας χρυσής ευεργετικής βροχής που γονιμοποιεί τη γη και τη μετατρέπει σε έναν όμορφο σιτοβολώνα τη στιγμή της ωριμότητας του σταριού.

Η γυμνότητα του ανδρικού σώματος είναι καθοριστικής σημασίας στο έργο του Παπαϊωάννου (Max Gordon/BAM).

Σε μια άλλη στιγμή διάδρασης-πτώσης ενός γυμνού σώματος πάνω στα στάχυα-βέλη ίσως να υπήρχε μια αναφορά στην εικονογραφία του μαρτυρίου του Αγίου Σεβαστιανού. Η αρχική σκηνή του σώματος που σκεπάζεται και ξεσκεπάζεται επανήλθε κάποια στιγμή προς το τέλος του -σχεδόν δίωρου- χοροδράματος, ίσως για να κλείσει τον κύκλο. Δεν ήταν, όμως, η τελευταία. Η παράσταση έκλεισε με δύο ακόμα πιο έντονες και πιο σαφείς εικόνες-αλληγορίες του θανάτου.

Στην πρώτη, δύο από τους βασικούς χαρακτήρες της παράστασης βγάζουν από τη γη ένα αρχαίο σκελετό, τον οποίο υψώνουν σταδιακά με τα κομμάτια του να κυλούν μέχρι τις πρώτες σειρές τον θεατών και όταν πια πλησιάζει η όρθια θέση και το κρανίο κυλά προς τις πρώτες σειρές της πλατείας με το «Γαλάζιο Δούναβη» να μετατρέπεται στο συγκεκριμένο σημείο σε Marcia Funebre! Στο τέλος, ο τελευταίος από τους χορευτές που έχει απομείνει στη σκηνή κατεβαίνει ή καταβροχθίζεται με αργό τελετουργικό τρόπο από τη γη.

Κάποιες από τις εικόνες, και των σωμάτων, παραπέμπουν στο έργο του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (Max Gordon/BAM).

Ο «Μεγάλος Δαμαστής» οποία ξεκίνησε αρχικά από την Αθήνα και τη Στέγη του Ωνασείου (συμπαραγωγή με κορυφαίους θεσμούς του εξωτερικού) μετά από δυόμισι χρόνια μιας παγκόσμιας περιοδείας με σταθμούς, μεταξύ πολλών άλλων, από την Αυστραλία και την Ασία, μέχρι το Λος Άντζελες αλλά και το Φεστιβάλ της Αβινιόν αλλά και τη Ρώμη, όπου απέσπασε το ειδικό Βραβείο των 16ων Ευρωπαϊκών Βραβείων Θεάτρου,  θα κλείσει τον κύκλο του και πάλι στην Αθήνα, αυτή τη φορά στο Μέγαρο Μουσικής για δύο μόνο παραστάσεις στις 29 και 30 Νοεμβρίου.

 //Οι χορευτές της παράστασης είναι οι: Παυλίνα Ανδριοπούλου, Αλεξ Βαγγέλης, Έκτορας Λιάτσος, Γιάννης Μίχος, Ιωάννα Παρασκευοπούλου, Ευαγγελία Ράντου, Δρόσος Σκότης, Χρήστος Στρινόπουλος, Γιώργος Τσιαντούλας, Κώστας Χρυσαφίδης. 

 

//Οι φωτογραφίες του Max Gordon από τον «Μεγάλο Δαμαστή» είναι μια ευγενική προσφορά της Μουσικής Ακαδημίας του Brooklyn (BAM).

 

Διαβάστε ακόμα: The Lighthouse – δύο άντρες, ένας φάρος κι ένα υπαρξιακό θρίλερ που σαρώνει.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top