Ο Πέτρος Μπιρμπίλης έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων, «Έχω μόνο εσένα» και «Ξυπόλητος», τη βιογραφία της Μαλβίνας Κάραλη και την ποιητική συλλογή «Η Μέρα που χάθηκε μέσα σε μια άλλη».

Καθόντουσαν φρόνιμες. Η κάθε μια στο κρεβάτι της.

– Καλησπέρα, μπήκε βάρια κι ασήκωτη η νοσηλεύτρια.

Είχε έρθει, για να φέρει τα φάρμακα τους, όπως και χτες, και προχτές, και χιλιάδες άλλα πρωινά και απογεύματα, την ίδια πάντα ώρα.

– Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Τα δικά σου είναι εδώ, είπε πλησιάζοντας προς τη Μέμη.

Τη βοήθησε ν’ ανασηκωθεί και της έδωσε το πλαστικό ποτηράκι.

– Τώρα, μη με ρωτήσεις ποιο είναι ποιο και τι κάνει, γιατί είναι τόσα πολλά που θα μπερδευτώ.

Στον αέρα μιλούσε, το ’ξερε. Δεν μπορούσε να συνεννοηθεί. Τόσο η Μέμη όσο και η Μαργαρίτα είχαν χάσει την επαφή με τον κόσμο, εδώ και πολλά χρόνια. Βαριαναστέναξε. Δεν είχε τα κέφια της. Ήταν στραβωμένη, όλα της έφταιγαν. Είχε κι αυτή τα δικά της. Κάτι οι περικοπές στο προσωπικό, κάτι οι μειώσεις στους μισθούς… Πόσα ν’ αντέξει; Απ’ το κακό στο χειρότερο πήγαιναν όλα. Στο τέλος θα τρελαινόταν κι αυτή. Τρεις μήνες απλήρωτη. Άσε δε τις εφημερίες. Με δύο μικρά παιδιά, τον άντρα στο Ταμείο Ανεργίας και με τις Τράπεζες να τηλεφωνούν κάθε τόσο για τα δάνεια, ανεξαρτήτως ώρας, πόσο ν’ αντέξει; Από μια άποψη είναι τυχεροί όσοι είναι στα τρελάδικα, σκεφτόταν, όποτε τα άγχη της χτυπούσαν κόκκινο. Καλυτέρα να μην ξέρεις τι γίνεται.

Πάλι της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Η πίεση της μπορεί να είχε φτάσει στο 19. Έτσι, απροειδοποίητα, της έρχονταν. Μαζεμένα. Ώσπου… πάρε ένα ωραίο εγκεφαλικό κάποια στιγμή. Αυτό φοβόταν.

– Έλα, κατάπινε τα! Μπράβο! επιβράβευσε τη Μέμη, λες κι απευθυνόταν σε κανένα παιδάκι.

Εκείνη έβαλε τα χαπάκια στη χούφτα της και τα κατέβασε όλα μονομιάς. Όχι, δεν έφερνε αντιρρήσεις ούτε δυσανασχετούσε. Είχε εξοικειωθεί με τις πολύχρωμες “καραμελίτσες” της, που σε λίγο θα διαλύονταν στο στομάχι της, απ’ όπου η κάθε μια ξεχωριστά κι όλες μαζί θα ταξίδευαν μες στις φλέβες της, ακολουθώντας τη συνηθισμένη διαδρομή, μέχρι να φτάσουν στην καρδιά και στο κεφάλι της.

– Έλα, έλα κι εσύ, πλησίασε η νοσηλεύτρια τη Μαργαρίτα προτείνοντας της το δεύτερο ποτηράκι με τα χάπια. Λευκά, μπλε, ροζ, πορτοκαλί… Χωρίς υπερβολή, το ένα δίπλα στο άλλο, όλα τα χάπια μαζί, της Μέμης και της Μαργαρίτας, μπορούσαν να σχηματίσουν δυο πανέμορφα, δυο ονειρεμένα ουράνια τόξα. Επιβράβευσε και τη Μαργαρίτα, σκουπίζοντας με μια χαρτοπετσέτα το βρεγμένο απ’ το νερό σαγόνι της, μιας που με δυσκολία έλεγχε το στόμα της. Ήταν μια από τις παρενέργειες της μακροχρόνιας λήψης αυτών των φαρμάκων.
– Μη μου κάνετε τίποτα τσίσα κι ακαθαρσίες πάλι. Ξέρετε ’σεις,… τις φοβέρισε, πριν κλείσει πίσω της την πόρτα, για να επιστρέψει στο πόστο της.

Η σκευωρία που είχε στηθεί σε βάρος της, έπρεπε ν’ αποκαλυφθεί. Δεν επρόκειτο για μια απλή παρεξήγηση, αλλά για ένα έγκλημα που της είχε στήσει η ίδια της η αδελφή.

Τις αγαπούσε αυτές τις δυο. Τόσα χρόνια τις ήξερε. Ήσυχες και καλόψυχες. Μακάρι να ’ταν όλες στην κλινική τόσο εύκολες και ήρεμες σαν αυτές. Υπήρχαν άλλες που της έβγαζαν τον αδόξαστο.

–Δε θα μου πείτε καληνύχτα;
–Καληνύχτα, μουρμούρισαν η Μέμη και η Μαργαρίτα. Και μετά, όλα ίδια πάλι στο θάλαμο. Νέκρα. Τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Γιατί η σημερινή μέρα δε θα είχε καμία σχέση με τις άλλες. Σήμερα, σε λίγο, αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, η Μέμη θα ’φευγε από την κλινική “Γαλήνη”. Τα βάσανα της θα τέλειωναν. Θα επέστρεφε στο σπίτι της. Αυτό, φυσικά, δε θα γινόταν με τη συγκατάθεση των γιατρών. Αυτοί δε θα επέτρεπαν, ποτέ, κάτι τέτοιο. Κανένας δε θ’ αναλάμβανε την ευθύνη.
– Είσαι σίγουρη γι αυτό που πας να κάνεις;

Ήταν πολύ στενοχωρημένη η Μαργαρίτα, που θα ’χανε τη φιλενάδα της. Την αισθανόταν σαν αδελφή της. Όμως, δε γινόταν αλλιώς. Από τότε που τη θυμόταν, την περίμενε αυτήν την ευκαιρία η Μέμη.

– Μαργαρίτα, αφού το ειδές με τα μάτια σου. Να, σήκω, πήγαινε στο παράθυρο. Σήκω να δεις τον τοίχο. Έχει πέσει. Ο Παντοδύναμος το έκανε. Ο καλός Θεούλης. Αυτός έστειλε τον εργάτη.

Το νέο βιβλίο του Πέτρου Μπιρμπίλη, που κυκλοφορεί στις 16 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Θράκα.

Η Μαργαρίτα έκανε το σταυρό της.

– Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου. Ο απεσταλμένος απ’ το Θεούλη, ο εργάτης, είχε έρθει το πρωί μ’ εκσκαφέα, για να ξεριζώσει απ’ τον αυλόγυρο μια συκιά που είχε ξεραθεί. Αν και ξεραμένη, είχε πλούσιες ρίζες, και νωπές, χωμένες βαθιά μες στη γη. Η μηχανή του εκσκαφέα πάλεψε μέχρι να τις ξεριζώσει, ο εργάτης αγκομάχησε. Τα κατάφερε τελικά, μονό που, την ώρα που τις τραβούσε, κάποιες απ’ αυτές, εκείνες που απλώνονταν στο χώμα κάτω απ’ τον αυλότοιχο, του προκάλεσαν μια ρωγμή. Μερικοί από τους τσιμεντόλιθους αποσπάστηκαν κι έπεσαν, σχηματίζοντας μια τρυπά, ένα κενό. Από κει θα το ’σκαγε η Μέμη.

– Όμως είναι όμορφα εδώ, Μέμη. Δεν περνάς καλά; κλαψούρισε η Μαργαρίτα μπας και την έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Ούτε κι αυτή ήθελε ν’ αποχωριστούν. Αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχή, θα επέστρεφε να την πάρει. Της το ’χε υποσχεθεί. Η Μαργαρίτα παρηγοριόταν μ’ αυτήν τη σκέψη.
– Αφού το ’χεις αποφασίσει… εντάξει. Μα θα μπορέσεις; Θα τα καταφέρεις;

Πως θα μπορούσε να ξέρει, αν θα τα καταφέρει; Είχε περάσει όλη της τη ζωή μαντρωμένη. Όμως, θα έπαιρνε το ρίσκο, γιατί, η σκευωρία που είχε στηθεί σε βάρος της, έπρεπε ν’ αποκαλυφθεί. Δεν επρόκειτο για μια απλή παρεξήγηση ούτε για μια αθώα κόντρα, αλλά για ένα έγκλημα που της είχε στήσει η ίδια της η αδελφή.

– Είναι άδικη κι αχάριστη. Τι άλλο να κάνω γι’ αυτήν; Πόσο άλλο να της σταθώ; Τέλεια μπορεί να μην ήμουν, όμως δεν είχα κανέναν ανάγκη, ενώ εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα δίχως εμένα. Εγώ μόνη μου πλενόμουν, μόνη μου ντυνόμουν, μόνη μου έφτιαχνα το φαγητό μου. Ενώ εκείνη;
– Μέμη, ποιος άλλος έκανε τόσα για την αδελφή του, όσα έχεις κάνει εσύ για την Αθηνά, σιγόνταρε η Μαργαρίτα και μετά τρύπωσε στην αγκαλιά της. «Θα μου μιλήσεις λιγάκι γι’ αυτήν τη μεγάλη αδικία; Θα μου τα πεις; Έλα, πες μου. Θέλω. Θέλω και μ’ αρέσει».
– Θα σου τα πω, Μαργαρίτα. Η Μαργαρίτα χαμογέλασε ευχαριστημένη.
– Είναι αμαρτία να στερείς στον άλλον το δικαίωμα να ζει, όλοι το ξέρουμε, ξεκίνησε την αφήγηση της. «Μπορεί να μην τα βρίσκουμε πάντα μεταξύ μας, έτσι είμαστε οι άνθρωποι, ο καθένας κοιτάζει τον εαυτούλη του και πως να εκμεταλλευτεί τον άλλον. Όμως, καλά με τους ξένους, αλλά και με τους δικούς μας; Με την οικογένεια μας; Με το αίμα μας; Να μην μπορούμε να τα βρούμε με το ίδιο μας το αίμα;» Από που ν’ άρχιζε και που να τελείωνε; Της χρωστούσε μια εξήγηση η Αθηνά. Ήταν και οι δυο μεγάλες. Όπου να ’ναι θα πέθαιναν. Δεν υπήρχε χρόνος. Έπρεπε να λύσουν τις διαφορές τους.
– Μέμη, είσαι σίγουρη ότι θες να την πεις πάλι την ιστορία ή το κάνεις μόνο για να μη μου χαλάσεις το χατίρι; Είναι πολύ λυπητερή. Εγώ… ακόμα δεν άρχισες και στεναχωρήθηκα. Αν δε θέλεις, άστο.

Η Μέμη τη χάιδεψε στο κεφάλι σα να της έλεγε να μην ανησυχεί.

– Εντάξει, Μέμη. Πες μου την.

//Ο Πέτρος Μπιρμπίλης έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων, «Έχω μόνο εσένα» και «Ξυπόλητος», τη βιογραφία της Μαλβίνας Κάραλη και την ποιητική συλλογή «Η Μέρα που χάθηκε μέσα σε μια άλλη». Στο παρελθόν, έχει σκηνοθετήσει την Έλενα Ναθαναήλ και τα βίντεο κλιπ των Stereo Nova.

 

Διαβάστε ακόμα: Στα χνάρια της Ρωσικής Επανάστασης του 1917

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top