«Για πρώτη φορά μετά από όλους αυτούς τους μήνες, ο Αλί έμοιαζε να θέλει να εκθέσει δημόσια εκείνο το φόβο που θα πρέπει να τον κυρίευε στα όνειρά του».

Το καμαρίνι ήταν ζοφερό. Έμοιαζε μάλλον με δημόσιο αποχωρητήριο του υπόγειου σιδηρόδρομου της Μόσχας. Μεγάλο, με στρογγυλές λευκές κολόνες αλλά και λευκή ταπετσαρία. Κάτι σαν χειρουργείο. Μέσα λοιπόν σε αυτό το νεκροτομείο κάθε στεναγμός αμβλυνόταν. Το λευκό πλακάκι κυριαρχούσε. Τι τόπος προετοιμασίας!

 Οι παρευρισκόμενοι δεν έδειχναν περισσότερο πρόσχαροι από το ντεκόρ. Ο Νταμπί, ο Πατσέκο, ο Πλίμπτον, ο Μέιλερ, ο Ουόλτερ Γιάνγγκμπλαντ, ο Πατ Πάτερσον, ο Χάουαρντ Μπίνγκαμ, ο αδελφός του Αλί ο Ραχμάν, ο μάνατζέρ του ο Χέρμπερτ Μοχάμεντ, ο Τζιν Κίλροϊ, ο Μπουντίνι, ένας κοντός χοντρός Τούρκος με το όνομα Χασάν και ο Ρόι Ουίλιαμς ο παρτενέρ του στο σπάρινγκ, όλοι βρίσκονταν στο δωμάτιο και κανείς δεν είχε κάτι να πει. «Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» είπε μπαίνοντας ο Αλί. «Γιατί είστε όλοι τόσο φοβισμένοι; Τι πάθατε;» Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του και μένοντας μόνο με ένα σπασουάρ άρχισε σύντομα να χοροπηδά στο δωμάτιο σκιαμαχώντας με τον αέρα.

«Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» είπε μπαίνοντας στο καμαρίνι ο Αλί. «Γιατί είστε όλοι τόσο φοβισμένοι; Τι πάθατε;»

Ο Ρόι Ουίλιαμς, έτοιμος να μπει στο ρινγκ για τον ημιτελικό με τον Χένρι Κλαρκ, καθόταν στον πάγκο των εντριβών. Εξαιτίας λανθασμένων υπολογισμών που έκαναν άλλοι, εκείνος έφτασε στο στάδιο με την πομπή, συνεπώς πολύ αργά για τον ημιτελικό των δέκα γύρων. Έτσι σχεδίαζαν να τον καθυστερήσουν αφήνοντάς τον για μετά το κύριο γεγονός, καθυστέρηση κάθε άλλο παρά εύκολη για έναν πυγμάχο.

«Φοβάσαι, Ρόι;» ρώτησε ο Αλί χορεύοντας γύρω του. «Καθόλου», απάντησε ο Ουίλιαμς με μεστή ήρεμη φωνή. Ήταν ο πιο μαύρος από όλους και ο πιο ευγενικός.

«Θα χορέψουμε», φώναξε ο Αλί καθώς γλιστρούσε δεξιά αριστερά, απολαμβάνοντας τις παραλίγο συγκρούσεις κάθε κολόνας με την πλάτη του. Σαν μικρό παιδί, είχε μια αντίληψη των αντικειμένων που βρίσκονταν πίσω του, λες και το σύνολο των αισθήσεών του δεν σταματούσε στο πετσί του. «Α, ναι», κραύγασε, «θα τον στριμώξουμε». Και εκτόξευσε χαλαρές γροθιές στον αέρα.

Με την εξαίρεση του Ρόι Ουίλιαμς, εκείνος ήταν η μόνη χαρωπή παρουσία. «Νομίζω πως εγώ φοβάμαι περισσότερο από εσένα», είπε ο Νόρμαν, μόλις ο Αλί έμεινε ακίνητος.

«Να μη φοβάσαι τίποτα», είπε ο πυγμάχος. «Είναι απλώς μια ακόμα μέρα στην επεισοδιακή ζωή του Μοχάμεντ Αλί. Για μένα είναι απλώς μια ακόμα προπόνηση». Στράφηκε στον Πλίμπτον και πρόσθεσε: «Εγώ φοβάμαι τις ταινίες τρόμου και τους κεραυνούς. Και τα αεροπλάνα με τρομάζουν λιγάκι. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι κάτι που μπορείς να ελέγξεις με τις ικανότητές σου. Γι’ αυτό και ο Αλλάχ είναι ο Ένας και μοναδικός που με τρομάζει. Ο Αλλάχ είναι ο Ένας και μοναδικός με τον οποίο η συνάντηση δεν εξαρτάται από τη θέλησή σου. Είναι Ένας και δεν έχει συνεργάτες».

Η φωνή του Αλί δυνάμωνε σε ένταση και ευλάβεια. Λες και ήθελε να προστατευτεί ενάντια στην υπερβολική δύναμη που ίσως να διέρρεε στο κήρυγμα, συνέχισε πιο ήπια: «Μη φοβάστε τίποτα. Ο Ιλάιτζα Μοχάμεντ έχει περάσει πράγματα που κάνουν αυτή τη νύχτα να μοιάζει ασήμαντη. Και κατά μία έννοια, έχω περάσει κι εγώ αντίστοιχα πράγματα. Η πρώτη φορά που μπήκα στο ρινγκ με τον Λίστον υπερβαίνει όλα όσα έχει κάνει ο Τζορτζ Φόρμαν ή όσα θα έπρεπε να ξανακάνω εγώ. Εκτός από το να ζω με απειλές για τη ζωή μου μετά το θάνατο του Μάλκομ Χ. Πραγματικές απειλές. Όχι, δεν φοβάμαι καθόλου απόψε». […]

«Η πρώτη φορά που μπήκα στο ρινγκ με τον Λίστον υπερβαίνει όλα όσα έχει κάνει ο Τζορτζ Φόρμαν ή όσα θα έπρεπε να ξανακάνω εγώ. Όχι, δεν φοβάμαι καθόλου απόψε».

Είχε έρθει η ώρα να αποφασίσει ποιο σορτς θα έβαζε. Δοκίμασε αρκετά. Ένα ζευγάρι ήταν τελείως λευκό χωρίς κανένα σχέδιο, καθαρό λευκό σαν τα ιερατικά ενδύματα του Ισλάμ. «Βάλε αυτό, Αλί», φώναξε ο αδελφός του, «βάλε το λευκό, είναι καλό, Αλί, βάλ’ το». Όμως ο Αλί, ύστερα από αρκετή περίσκεψη μπροστά στον καθρέφτη, αποφάσισε να φορέσει ένα λευκό σορτσάκι με μια κάθετη μαύρη ρίγα (και πράγματι στις φωτογραφίες του αγώνα που θα έβλεπε αργότερα κανείς, αυτή η μαύρη ρίγα αναδεικνύει κάθε του κίνηση από τον κορμό μέχρι τα πόδια).

«Ο Αλί, ύστερα από αρκετή περίσκεψη μπροστά στον καθρέφτη, αποφάσισε να φορέσει ένα λευκό σορτσάκι με μια κάθετη μαύρη ρίγα –και πράγματι στις φωτογραφίες του αγώνα που θα έβλεπε αργότερα κανείς, αυτή η μαύρη ρίγα αναδεικνύει κάθε του κίνηση από τον κορμό μέχρι τα πόδια» (© Bettmann / Getty Images / Ideal Image).

Τώρα ο Αλί κάθισε σε έναν πάγκο εντριβών κοντά στο κέντρο του δωματίου, φόρεσε τα λευκά πυγμαχικά του παπούτσια και σήκωσε τα πόδια στον αέρα, ενώ ο Νταντί έξυνε με ένα μαχαίρι τις σόλες για να τις αγριέψει. Ο πυγμάχος πήρε τη χτένα που του έδωσε κάποιος, μια ιδιαίτερη χτένα με ατσάλινα δόντια που χρησιμοποιούν οι μαύροι για το άφρο χτένισμά τους και χτένισε προσεκτικά τα μαλλιά του, ενώ του έγδερναν τα παπούτσια.

Με ένα νεύμα του δακτύλου του, κάποιος του έφερε ένα περιοδικό, ένα γαλλόφωνο ζαϊρινό έντυπο, όπου αναγράφονταν οι πλήρεις λίστες των αγώνων του Φόρμαν και του Αλί. Διάβασε μεγαλόφωνα στον Πλίμπτον και στον Μέιλερ τα ονόματα και συνέκρινε ξανά τον αριθμό των ασήμαντων που αντιμετώπισε ο Φόρμαν και τον αριθμό των σημαντικών που αντιμετώπισε αυτός. Λες κι έριχνε μια τελευταία ματιά στο μεδούλι της ζωής του. Για πρώτη φορά μετά από όλους αυτούς τους μήνες, έμοιαζε να θέλει να εκθέσει δημόσια εκείνο το φόβο που θα πρέπει να τον κυρίευε στα όνειρά του.

Ο Νόρμαν Μέιλερ ήταν ο σχολιαστής της τιτάνιας αυτής μάχης. Το βιβλίο του είναι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας του κόσμου των αθλημάτων.

Άρχισε να φλυαρεί σαν να μη βρισκόταν κανείς άλλος εκεί και να μιλούσε στον ύπνο του: «Πετώ σαν πεταλούδα, σαν μέλισσα τσιμπώ, αυτό που δεν θα δεις, να χτυπήσεις δεν μπορείς», επανέλαβε αρκετές φορές, λες και οι λέξεις χάνονταν αυτομάτως κι ύστερα μουρμούρισε: «Πήγα εδώ, πήγα εκεί, κι όλα πια τα έχω δει». Κούνησε το κεφάλι. «Θα πρέπει όλα να σκοτεινιάζουν όταν βγαίνεις νοκ άουτ», είπε σκεπτόμενος το δράκο του μεσονυκτίου. «Εγώ βέβαια δεν έχω βγει ποτέ νοκ άουτ», είπε. «Βγήκα νοκ ντάουν, αλλά ποτέ νοκ άουτ». Σαν ονειροπαρμένος που ξυπνά με την επίγνωση ότι το όνειρο είναι μονάχα ένα δίχτυ πάνω από το θάνατο, φώναξε: «Είναι παράξενο… αυτό το τέλμα». Κούνησε πάλι το κεφάλι. «Ναι», είπε, «άσχημη αίσθηση να περιμένεις να σε πνίξει η νύχτα». Και κοίταξε τους δύο συγγραφείς με τα άδεια μάτια ασθενή που αντίκρισε μια πραγματικότητα μέσα στο λαβύρινθο της κατάστασής του που κανείς γιατρός ποτέ δεν θα κατανοούσε.

«Θα πρέπει όλα να σκοτεινιάζουν όταν βγαίνεις νοκ άουτ», είπε. «Εγώ βέβαια δεν έχω βγει ποτέ νοκ άουτ. Βγήκα νοκ ντάουν, αλλά ποτέ νοκ άουτ».

Τότε μάλλον έφτασε στο τέλος αυτής της σύγκρουσης που σάλευε μέσα του σαν ομίχλη, διότι χρησιμοποίησε μια φράση που είχε να την πει μήνες, από τότε που έκανε παράπονα στους αξιωματούχους του Ζαΐρ: «Ναι», είπε σε όλους, «ας ετοιμαστούμε για τη ‘‘μάχη της ζούγκλας’’», και άρχισε να απευθύνεται σε διάφορους στο δωμάτιο.

«Έι, Μπουντίνι», φώναξε, «θα χορέψουμε».

Μα ο Μπουντίνι δεν απάντησε. Θλίψη πλανιόταν στο χώρο.

«Δεν με ακούει κανείς;» φώναξε ο Αλί. «Θα χορέψουμε;»

«Θα χορέψουμε για τα καλά», είπε θλιμμένα ο Τζιν Κίλροϊ.

«Θα χορέψουμε», είπε ο Αλί. «Θα χο-ρέ-ψου-με». […]

 

* Σ.τ.Μ.: «Η αραβική προφορά του ονόματος είναι Άλι, εδώ ωστόσο ακολουθούμε την προφορά που ισχύει στην Αμερική, χώρα καταγωγής του πυγμάχου αλλά και του συγγραφέα».

 

 

//Απόσπασμα από το βιβλίο του Νόρμαν Μέιλερ «Ο αγώνας» (από το κεφάλαιο με τίτλο «Το καμαρίνι», σελ. 176). Μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006.

 

Διαβάστε ακόμα: Στέλιος Καραγιάννης, «Η γάτα που το μήνυμα θα λάβει».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top