Η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθετεί για πρώτη φορά έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, με τον Νίκο Κουρή και τον Ορφέα Αυγουστίδη, κεντρικά πρόσωπα στη σκηνή. (photo: Πάνος Γιανακόπουλος).

Σε μία διαρκή ενδοσκόπηση δίχως τέλος, ο Νίκος Κουρής ζει τη ζωή, εντός και εκτός σκηνής. Άμεσος μα και απροσπέλαστος, είναι μία σπάνια προσωπικότητα που σε εισάγει σε κόσμους μαγικούς με τους ρόλους του και σε κόσμους σκοτεινούς δια ζώσης. Το περίπλοκο της ανθρώπινης ύπαρξης και ψυχής τον απασχολεί, καθώς φαίνεται, έντονα και χωρίς ελαφρυντικά όταν αυτολογοκρίνεται. Δεν υπεκφεύγει και δεν λιποψυχά – όμως είναι ένας άνθρωπος σε εγρήγορση για όλα. Είναι ένας άνθρωπος που βουτά χωρίς προστασίες, παλεύει χωρίς πανοπλίες αλλά έχει μάτια ανοιχτά, καθαρά, φλογισμένα, όπως ομοίως και ματιά.

Φέτος στην «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» του Σαίξπηρ μία φάρσα υψηλών προδιαγραφών, ένα κέντημα γραφής, μέσα από παρεξηγήσεις – που μοιάζει να λύνονται αλλά τελικά ξαναγεννιούνται, ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα των δύο εαυτών του καθενός μας. Έτσι, εκείνος και ο Ορφέας (σ.σ. Αυγουστίδης) είναι τέσσερις άνθρωποι που κυκλοφορούν με την καθοδήγηση του Κατερίνας Ευαγγελάτου σε δύο χαρακτήρες, σε δύο συμπεριφορές, με ακραίο τρόπο.

-Μήπως με τη δεύτερη παρεξήγηση, αυτή του τέλους, θέλει ο Σαίξπηρ να μας πει ότι τελικά τα πράγματα δεν μπορούν να λυθούν πάντα;

Δεν ξέρω αν το λέει ο Σαίξπηρ, το λέει η ίδια η ζωή, με την έννοια ότι τίποτα δεν λύνεται αλλά τα πάντα αλλάζουν, εξελίσσονται, δεν τελειώνουν. Και παρότι μπορούμε να θεωρήσουμε τον θάνατο σαν ένα τέλος, παρ’ όλα αυτά όλα συνεχίζονται και μετά θάνατον.

«Ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, όπως και ο μοναδικός μας σύμμαχος».

-Αλλάζουν οι άνθρωποι ή μόνο οι συνθήκες γύρω μας; Εσείς νιώθετε να αλλάζετε;

Ναι, βεβαίως αλλάζω – τουλάχιστον προσπαθώ να εξελίσσομαι, να αιφνιδιάζομαι, δηλαδή να μην βαριέμαι με τον εαυτό μου. Νομίζω ότι ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, όπως και ο μοναδικός μας σύμμαχος. Εμένα τουλάχιστον, δεν υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή μου που να με εμποδίζει ή να με ελευθερώνει, από τον ίδιο μου τον εαυτό.

-Είπατε τη λέξη «βαριέμαι». Άρα η συνήθεια δεν είναι φίλος σας…

Δεν έχω πρόβλημα με τη συνήθεια, είμαι άλλωστε άνθρωπος της συνήθειας. Έχω πρόβλημα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει κάποιος τη συνήθεια. Το θέμα δεν είναι να αλλάζεις κάθε μέρα μέρη και τόπους και συμπεριφορές, το θέμα είναι να «κουνάς» την καθημερινότητα με έναν τρόπο που να σου φαίνεται ενδιαφέρουσα η ίδια  η καθημερινότητα – κι αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα. Εξάλλου, ακόμη και την πιο περιπετειώδη ζωή να κάνεις, κι αυτό μια ρουτίνα θα γίνει με την έννοια της επανάληψης, όχι με την έννοια της βαρεμάρας.

-Ορίζετε πάντα με τέτοια σαφήνεια κάθε λέξη και έννοια;

Πολλές φορές λέμε μια λέξη κι ο άλλος καταλαβαίνει κάτι διαφορετικό, γιατί αλλιώς τη χρωματίζει. Υπάρχει ένα πρόβλημα με τις λέξεις: πρέπει να εκφράσεις ένα πράγμα τόσο προσωπικό, με κάτι τόσο κοινόχρηστο. Αυτό το αντιμετωπίζω και στο θέατρο. Βλέπεις ένα μονόλογο με σήματα που τα αναγνωρίζουμε όλοι, αλλά που τα περιεχόμενα είναι μόνο προσωπικά. Έχεις πάλι ένα κοινόχρηστο υλικό, με λέξεις που τις λένε όλοι, που πρέπει να ηχήσουν με έναν προσωπικό τρόπο. Αυτό είναι το πιο δύσκολο στο θέατρο, στα όρια του αδύνατου. Κι αυτή είναι η τερατώδης πρόκληση για τον ηθοποιό. Το θέατρο είναι λόγος, με την έννοια ότι ο μόνος τρόπος που έχεις για να εκφραστείς είναι οι λέξεις – με τη βαρύτητά τους, την ομορφιά, την ποίησή τους.

«Ξέρεις, τώρα είναι η εποχή που σηκώνει μια «Αντιγόνη». Τέτοιες φράσεις μπορούν και να τον διαλύσουν ή να τον κάνουν να πεθάνει από βαρεμάρα. (Photo: Γιώργος Κατσανάκης).

-Σε ένα έργο εσείς νιώθετε κάτι για το κείμενο ή σας καθοδηγεί αποκλειστικά ο σκηνοθέτης;

Είναι όλα μαζί. Και βεβαίως δεν μπορείς να βρεις τι ακριβώς σκέφτεται ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης. Εξάλλου τώρα ας πούμε, ο Σαίξπηρ αναπτύσσεται και αποκαλύπτεται μέσα από το δικό μου βλέμμα και το βλέμμα της σκηνοθεσίας. Ο Σαίξπηρ είναι αυτός που είναι, εννοώ το έργο και τις λέξεις του, γιατί τον ίδιο δεν τον ξέρουμε. Λέμε ο «Άμλετ» ή η «Αντιγόνη» και κάτι εννοούμε αλλά μια μυθολογία είναι και αυτό. Εννοώ ότι κάθε φορά, ανάλογα με τη φάση που βρίσκεσαι τη στιγμή που σκύβεις πάνω σε ένα πράγμα, σου αποκαλύπτει κάτι διαφορετικό και μετά αναρωτιέσαι πώς δεν το είχες καταλάβει νωρίτερα. Διαβάζω την «Αντιγόνη», που έχω φάει τη ζωή μου με αυτό το κείμενο – από το σχολείο ακόμη και μετά από σκληρή δουλειά δύο ετών με τον Λευτέρη Βογιατζή -, και φέτος το καλοκαίρι διέτρεξα πάλι το κείμενο και είπα… «καλά, τελικά τίποτα δεν είχες καταλάβει τόσο χρόνια;».

-Άρα είναι μόνο θέμα οπτικής γωνίας;

Μα αυτό ισχύει για όλους. Εξάλλου τα σπουδαία κείμενα σού επιτρέπουν να κυκλοφορείς μέσα τους σε κάθε στιγμή της ζωής σου. Δεν εξαντλούνται δηλαδή, αλλά ούτε κι εσύ, που επαναφορτίζεσαι. Η ιστορία είναι απλώς ένα πρόσχημα, όσον αφορά τα μεγάλα βιβλία, όπως το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι π.χ..  Δεν το καταφέρνουν πολλοί αυτό – οι συγγραφείς που έχουν μείνει στην ιστορία είναι σπουδαίοι ακριβώς επειδή κατάργησαν αυτή την επίφαση. Χρησιμοποίησαν κάτι και το μετάφεραν στην αιωνιότητα του είδους, σε μια διαδρομή που δεν τελειώνει ποτέ. Δεν πρόκειται ποτέ για κάτι επίκαιρο ή μη επίκαιρο, αλλά για ένα κείμενο που είναι πάντα εδώ, επειδή είναι πάντα αλλού. Δεν μπορώ να ακούω να λένε, ας πούμε, «ξέρεις, τώρα είναι η εποχή που σηκώνει μια «Αντιγόνη». Διαλύομαι και πεθαίνω από βαρεμάρα όταν ακούω κάτι τέτοια.

-Θυμώνετε εύκολα;

Όχι, δεν θυμώνω εύκολα –  βαριέμαι εύκολα, με τον εαυτό μου.

-Κάνετε όμως μια δουλειά που δεν σας αφήνει να βαρεθείτε, κάθε χρόνο κάνετε κάτι διαφορετικό.

Δεν είναι ακριβώς έτσι. Έχω δει φουρνάρηδες που περνάνε δέκα φορές καλύτερα από εμάς τους καλλιτέχνες. Δεν είναι θέμα ρόλων ζωής αλλά ανθρώπων. Και πιστεύω ότι είναι θέμα ταλέντου – χρειάζεται ταλέντο, για να είναι η ζωή σου ενδιαφέρουσα στο θέατρο.

-Τι ονομάζετε λοιπόν εσείς ταλέντο;

Ένα ταλέντο που χρειάζεται το θέατρο, και η ζωή, είναι η επανεκκίνηση. Η «επανόρεξη». Δηλαδή, τι είναι πιο ενδιαφέρον στη ζωή και τι κρατάει περισσότερο; Η προετοιμασία για κάτι ή το ίδιο το πράγμα; Ο κόσμος αναλώνεται στην παράσταση, γιατί η παράσταση είναι αυτό που φαίνεται, αλλά εμένα με ενδιαφέρει το πριν. Θα σας φέρω το παράδειγμα της σεξουαλικής πράξης – με γοητεύει χίλιες φορές περισσότερο η προετοιμασία. Η σεξουαλική πράξη αυτή καθαυτή σπανίως είναι πολύ καλή, αλλά έχει τέτοια δύναμη, που είναι σαν να φωτίζει και όλες τις άλλες φορές. Η προσμονή αυτής της επανάληψης είναι που σε κινεί. Έτσι συμβαίνει και με τις παραστάσεις: η προετοιμασία τους είναι όλα τα λεφτά.

Μαζί με τον Ορφέα Αυγουστίδη πρωταγωνιστούν στην «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» του Σαίξπηρ στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου. (photo: Πάνος Γιανακόπουλος).

-Στο θέατρο πώς φτάσατε, πώς κάνατε αυτή την επιλογή;

Πήγα στο Θέατρο Εμπρός, είδα μια παράσταση, έπιασα τον Τάσο Μπαντή και του είπα ότι θέλω να ασχοληθώ με αυτό το πράγμα. Δεν είχα συγκεκριμένη φιλοδοξία, και μπορώ να πω ότι ακόμα δεν έχω. Έχω περίεργες φιλοδοξίες, δικές μου, κι αυτό είναι και καλό και κακό. Δεν έχω φιλοδοξίες του τύπου να φαίνομαι ή να πρωταγωνιστώ – το ψώνιο μου είναι πολύ πιο κρυφό. Δηλαδή, έχω μια φιλοδοξία να γίνει μια αποκάλυψη σε ένα έργο ή μια μεταμόρφωση. Να γίνουν τα πράγματα με τον τρόπο που ονειρεύομαι εγώ.

-Το έχετε ζήσει αυτό κατά καιρούς;

Όχι, γιατί το όνειρο, όταν γίνεται πραγματικότητα, είναι κάτι άλλο – αλλάζει μορφή από το αρχικό. Εξάλλου, σπανίως απολαμβάνω πράγματα, σπανίως ευχαριστιέμαι, είναι η φτιαξιά μου έτσι, η χημεία μου. Και με τις ηδονές είμαι έτσι, όπως με το φαγητό ή το ποτό. Δεν μου συμβαίνει να φάω κάτι ιδιαίτερο και να πω αυτό που λένε οι άνθρωποι «Πω, πω έφαγα και το ευχαριστήθηκα». Ζω τη ζωή μου λίγο αποκομμένος από την ευχαρίστηση – δεν το λέω ως καλό αυτό, αλλά δυστυχώς έτσι είμαι, δεν μπορώ να το αλλάξω.

-Δηλαδή να μη μιλήσουμε καν για ευτυχία…

Όχι, δεν είναι το ίδιο, άλλο η ευτυχία, άλλο η ευχαρίστηση.

-Ναι, μα η ευχαρίστηση, η απόλαυση, η ικανοποίηση δεν είναι συστατικά της ευτυχίας;

Είναι δύσκολο να το ορίσεις. Είναι η ευτυχία μια στιγμή πλήρωσης, ικανοποίησης, ότι κάτι ήρθε στη σωστή του ώρα; Εγώ συναρτώ πάρα πολύ την ευτυχία από τη στιγμή, με την έννοια του χρόνου – λίγο μετά λίγο πριν, χάθηκε. Είναι όπως ο οργασμός. Γι’ αυτή τη μία στιγμή συνεχίζεις να ζεις – κι αυτό δεν είναι λίγο. Ούτε βέβαια πρέπει να απογοητεύεται κανείς που δεν του ξανατυχαίνει, γιατί η περιρρέουσα ζωή γύρω από αυτή τη στιγμή είναι το σημαντικό. Δηλαδή ο προσανατολισμός, μπας και ξανασυναντήσεις το σημείο αναφοράς. Και το σημείο αναφοράς ποτέ δεν είναι κάτι μάταιο και δυστυχές, προφανώς είναι μια πλήρης στιγμή. Μια στιγμή που δικαιώνει την ύπαρξή σου.

«Δεν ξέρω αν έχω επιλέξει αυτή τη δουλειά, ποτέ δεν ένιωσα κάτι τέτοιο, δεν τολμάω να το σκεφτώ, γιατί μου φαίνεται πολύ αλαζονικό».

-Έχετε παίξει πάντως σε εξαιρετικές παραστάσεις – δεν μπορείτε να το αρνηθείτε αυτό.

Ναι, δεν αντιλέγω, έχω σταθεί πάρα πολύ τυχερός για τις παραστάσεις όπου έχω υπάρξει και τους ανθρώπους που συνάντησα. Άλλωστε αυτό που λέω για τις στιγμές είναι κάτι πολύ βαθιά προσωπικό και πολύ δύσκολο να το ονομάσεις. Είναι υπαρξιακές στιγμές και εμένα μου αρέσει πολύ να φλερτάρω με αυτά τα στοιχεία της ψυχής μου, γιατί αυτά τα στοιχεία είναι που κάνουν κάτι λίγο πιο ενδιαφέρον. Με ενδιαφέρει, ας πούμε, η στιγμή που ο άνθρωπος αναμετριέται με την επιτυχία, κάτι που έχει δύο επιφάνειες, την εσωτερική και την εξωτερική. Υπάρχουν πάντα αυτές οι δύο όψεις. Είναι αυτό που βλέπουν οι άλλοι, αλλά κι εσύ εφόσον το βλέπουν οι άλλοι. Σου ανοίγεται ένας δρόμος, αναγνωρίζεσαι και ζεις τη ζωή σου μέσα από αυτό, με την ίδια έννοια που όταν αποτυγχάνεις, πάλι γυρίζει επάνω σου μια κοινωνική ματιά. Αυτό έχει πολύ μεγάλη δύναμη. Την ίδια στιγμή, όμως που ίσως είσαι αποτυχημένος, μπορεί να βρεις μια ευτυχία, μια δύναμη, έναν δρόμο που δεν υποψιαζόσουν. Αυτό είναι για μένα οι αποκαλύψεις της δουλειάς μου με τους ρόλους. Εκεί δηλαδή που σου φαίνεται ότι κατέχεις μια «επιφάνεια», αποκαλύπτονται στοιχεία που δεν τα περίμενες – κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.

-Όλο αυτό που μου περιγράφετε, δείχνει ότι είστε μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει ή ερμηνεύεται αλλιώς μέσα από τον εκάστοτε ρόλο. Ίσως γι’ αυτό έχετε επιλέξει αυτή τη δουλειά.

Δεν ξέρω αν την έχω επιλέξει, ποτέ δεν ένιωσα ότι την επέλεξα, δεν τολμάω να σκεφτώ κάτι τέτοιο, γιατί μου φαίνεται πολύ αλαζονικό. Κι αυτό επειδή δεν αισθάνομαι κάποια δύναμη στην επιλογή μου. Όχι επειδή δεν έχει επιτυχία ή δεν τα πηγαίνω καλά. Αλλά έχω τόσο μεγάλη ανάγκη, είμαι τόσο επαίτης, με το χέρι απλωμένο για να πάρω κάτι από αυτά που ονειρεύομαι… Τελικά, νιώθω πως εγώ ευθύνομαι που δεν τα παίρνω. Στο θέατρο μάλιστα, επειδή το υλικό σου είναι ο εαυτός σου, η ψυχή σου, το σώμα σου, αυτά είναι τα εκφραστικά σου μέσα κι από εκεί έχεις να παίρνεις, σου δείχνει άμεσα πόσο υπολείπεσαι – σαν κατασκευή.

«Όταν ερωτεύεσαι, τότε σβήνει ο εαυτός σου. Και δεν το αντέχεις, είναι πολύ επίπονο. Το να σου ρουφά κάποιος ό,τι ξέρεις για σένα είναι συνώνυμο με τον θάνατο».

-Δεν νομίζω να το βλέπουν αυτό έτσι όλοι οι ηθοποιοί.

Αυτό είναι προσωπικό στοίχημα του καθενός. Αν και πιστεύω ότι πρόκειται για  άμυνα των ανθρώπων: δεν είναι ότι δεν το βλέπουν, αλλά ίσως αναπτύσσουν μια τεχνική για να περνάνε πάνω από τα πράγματα. Παλιά το κατέκρινα αυτό, αλλά τώρα το καταλαβαίνω γιατί κι εγώ το χρειάζομαι καμιά φορά. Χρειάζεται, δηλαδή, να λες και μερικά «ψέματα», σε δυναμώνουν.

Θεωρεί πως είναι σπουδαίο να μπορείς να ισοπεδώνεις τον κοινωνικό σου εαυτό κι όταν αυτό συμβαίνει είναι μεγάλη ελευθερία. (Photo: Γιώργος Κατσανάκης).

-Εγώ αντιθέτως νομίζω ότι πρέπει να είναι κάποιος πολύ δυνατός για να το κάνει αυτό κι όχι αδύναμος, όπως μου είπατε.

Είμαι αδύναμος σε σχέση με αυτό που ονειρεύομαι και σε σχέση με αυτό που ζητάω, για να μπορώ να λέω ότι επέλεξα αυτή τη δουλειά. Αισθάνομαι συνέχεια ότι δεν ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι, κάτι που ασφαλώς μ’ αρέσει να σκέφτομαι για τον εαυτό μου, γιατί έτσι είμαι. Δεν μ’ αρέσει καθόλου η σιγουριά, δεν μ’ αρέσει η αντιπαθητική φιλοδοξία. Δεν θέλω να λάμψω με αυτούς τους όρους. Θέλω να μετατοπιστώ, να μετατραπώ – κάτι βέβαια που ελλοχεύει βαθύ εγωισμό, απ’ ό,τι έχω καταλάβει με τα χρόνια και που μου επισήμαινε και ο Λευτέρης (σ.σ. Βογιατζής). Αλλά όλοι εγωιστές είμαστε, δεν σημαίνει κάτι αυτό. Εγωισμό εννοώ όσα είναι εσωστρεφή και αποκλείουν τους άλλους. Αυτού του είδους ο εγωισμός, που κάποιοι ας πούμε δεν μπορούν να ανοίξουν και να χωρέσουν άλλους ανθρώπους, χάνει το νόημά του στο θέατρο. Το πιο δύσκολο στο θέατρο είναι να «σβήσεις» τον εαυτό σου, να τον πετάξεις στα σκουπίδια. Είναι σπάνιο να μπορείς να ισοπεδώσεις τον κοινωνικό σου εαυτό – όταν όμως συμβεί, είναι μεγάλη ελευθερία – και νομίζω ότι αυτό είναι η υποκριτική. Να χαθείς μέσα στην ιστορία – υπέροχο! Στη ζωή αυτό συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι, τότε σβήνει ο εαυτός σου. Και δεν το αντέχεις, είναι πολύ επίπονο. Το να σου ρουφά κάποιος ό,τι ξέρεις για σένα είναι συνώνυμο με τον θάνατο. Αυτή την άβολη τρομακτική κατάσταση την αντέχουν μόνο οι πάρα πολύ τολμηροί, οι αφύλακτοι άνθρωποι, αυτοί που κάνουν ένα βήμα στο κενό πριν το σκεφτούν.

«Η δουλειά μου ως γονιού δεν είναι να εκλιπαρώ την αγάπη του παιδιού, ούτε όμως να θέλω να κάνει αυτό που θέλω εγώ, ούτε να επιβεβαιώσει όσα δεν κατάφερα».

-Είμαι σίγουρη ότι δεν αφήνετε τον εαυτό σας ήσυχο καθόλου… Απορώ με τι βλέμμα σκεπάζετε την οικογένειά σας.

Δεν ησυχάζω. Επίσης, δεν αισθάνομαι ότι η οικογένειά μου, μου ανήκει – ούτε το παιδί μου, ούτε η γυναίκα μου. Δεν έχω αυτή τη σχέση με τους ανθρώπους. Δεν θεωρώ ότι αν αύριο με αφήσει η γυναίκα μου θα σημαίνει ότι με πρόδωσε, γιατί μου ανήκε. Ή αν, στην τελική, μου ανήκει κάτι – κι αυτό το πιστεύω βαθιά – τότε δεν χάνεται. Οι εμπειρίες μας, οι ευτυχίες μας, οι δυστυχίες μας, είναι δικές μας. Τι πειράζει αν τελειώσουν αύριο; Γιατί να αισθάνεται κάποιος ότι χάνει κάτι; Εγώ πιστεύω πολύ και στη φαντασία, σε αυτό που συνεχίζει να υπάρχει στο κεφάλι μου. Δεν μου απαγορεύει κανείς να σε φαντάζομαι, άμα σε χάσω. Αλλά και όταν είμαι μαζί σου, θέλω να σε φαντάζομαι, αλλιώς δεν μπορώ να είμαι ερωτευμένος. Δεν μ’ αρέσει η ασφάλεια της κτητικότητας. Ακόμη και το παιδί, πρέπει να ξέρει ότι ο γονιός του είναι εκεί, αλλά όχι με την έννοια του δούλου ούτε της θυσίας. Η δουλειά μου ως γονιού δεν είναι να εκλιπαρώ την αγάπη του παιδιού, ούτε όμως να θέλω να κάνει αυτό που θέλω εγώ, ούτε να επιβεβαιώσει όσα δεν κατάφερα. Ο κάθε γονιός έχει μόνο χρέος να το αγαπάει, που σημαίνει να είναι εκεί για ό,τι χρειαστεί, στην αρρώστια του, στη γιορτή, στην προσπάθειά του, αλλά μέχρι εκεί, χωρίς να περιμένει τίποτα πίσω. Μ’ αρέσει πολύ να το σκέφτομαι έτσι και ισχύει και με τους άλλους ανθρώπους. Μην περιμένεις να πάρεις, είναι πιο ωραίο να δίνεις. Αν το παιδί σου κάποτε δεν θέλει να σου δώσει τίποτα, σημαίνει πως μάλλον κάτι λάθος έκανες.

 

Info:
«Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου 
Στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, Προφήτη Δανιήλ 3-5 και Πλαταιών Κεραμεικός
Τηλ.: 211 013 2002

 

 Διαβάστε ακόμα – Σμαράγδα Καρύδη: «Τώρα μιλάνε όλοι, και ο καθένας λέει ό,τι του κατέβει».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top