«Ευγνωμονώ τον πατέρα μου και την αγαστή συμπαιγνία του με τον πλανόδιο βιβλιοπώλη, αφού, τη στιγμή που έπεφτα στον ωκεανό της πραγματικότητας, έστειλαν τον Νέμο με τον Ναυτίλο του για να με σώσει». Φωτογραφία: Πάνος Κέφαλος

«Ευγνωμονώ τον πατέρα μου και την αγαστή συμπαιγνία του με τον πλανόδιο βιβλιοπώλη, αφού, τη στιγμή που έπεφτα στον ωκεανό της πραγματικότητας, έστειλαν τον Νέμο με τον Ναυτίλο του για να με σώσει». Φωτογραφία: Πάνος Κέφαλος

Ο πατέρας πίστευε πως έπρεπε να διαβάζω «εξωσχολικά» βιβλία. Το πίστευε ακράδαντα κι ήταν έτοιμος να θυσιάσει ένα κομμάτι του πενιχρού μισθού του ως διανομέας στον ΟΤΕ, για να μην τα στερηθώ. Παράδοξο ή μήπως αναμενόμενο από κάποιον που δεν είχε ανοίξει βιβλίο στη ζωή του;

«Οι ήρωες των βιβλίων μου, ναυαγοί μέσα στο πλήθος, είχαν μακρινή πλην ευδιάκριτη συγγένεια με τον Νέμο…»

Ό,τι απ’ τα δύο κι αν ισχύει, σημασία έχει πως έκανε πράξη το πιστεύω του, όταν εκείνος έκρινε πως ήμουν έτοιμος –πάει να πει μόλις πήγα στην πρώτη δημοτικού. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε βιβλιοπωλείο στο Χαλάνδρι. Τα βιβλία τα αγόραζε από έναν πλανόδιο που περνούσε κάθε βδομάδα από τη γειτονιά –με δόσεις! Δεν έχω ιδέα πώς επέλεγε τα βιβλία που αγόραζε. Υποθέτω πως τον καθοδηγούσε ο δοσάς, ο οποίος με τη σειρά του ακολουθούσε την πεπατημένη.

Διαβάστε ακόμα: Τop 5 ποιήματα για τον Πατέρα.

«Υποθέτω πως ένας από τους λόγους που με έκαναν να θέλω να αφηγηθώ ιστορίες είναι ο Νέμο του Ιουλίου Βερν».

«Υποθέτω πως ένας από τους λόγους που με έκαναν να θέλω να αφηγηθώ ιστορίες είναι ο Νέμο του Ιουλίου Βερν».

Το πρώτο βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου ήταν το «20.000 λεύγες υπό την θάλασσα» του Ιουλίου Βερν από τις εκδόσεις Νικολάου Δαμιανού. Η εμπειρία της ανάγνωσης ήταν αποκαλυπτική. Ο σκοτεινός χαρακτήρας του πλοιάρχου Νέμο, ο οποίος διέπλεε με το υποβρύχιό του, τον Ναυτίλο, τους ωκεανούς εφοδιάζοντας με όπλα τους επαναστατημένους απανταχού της γης, χαράχτηκε ανεξίτηλα στο άγραφο ακόμα τότε αναγνωστικό μου υποσυνείδητο. Τον Νέμο τον ξανασυνάντησα αργότερα, με τη δέουσα συγκίνηση, στην εκπληκτική «Μυστηριώδη Νήσο», του Βερν και πάλι, όταν δίνει εντολή να ενταφιαστεί μέσα στο βυθισμένο Ναυτίλο, στην αδιέξοδη υποθαλάσσια σπηλιά, η οποία κάποτε υπήρξε το ορμητήριό του.

Υποθέτω πως ένας από τους λόγους που με έκαναν να θέλω να αφηγηθώ ιστορίες είναι ο Νέμο του Ι. Βερν. Όταν έγραφα το τρίτο μου μυθιστόρημα, την «Αγιογραφία», δοκίμασα να αφηγηθώ την πλοκή του σε έναν φίλο και υποψιασμένο αναγνώστη, επισημαίνοντάς του με καμάρι πόσο διαφορετικό θα ήταν από τα δύο προηγούμενα, το «Ο Ζίγκι απ’ τον Μάρφαν» και «Το γονίδιο της αμφιβολίας». Όταν ολοκλήρωσα την περιγραφή, εκείνος χαμογέλασε σαρδόνια. Μου εξήγησε πως στα δικά του μάτια τα τρία βιβλία αφηγούνταν όντως διαφορετικές ιστορίες με κοινό όμως υπόβαθρο: ένας μοναχικός ήρωας τα βάζει με τον κόσμο. Προς μεγάλη μου έκπληξη, είχε απόλυτο δίκιο. Μου αποκάλυψε πως οι ήρωές μου, ναυαγοί μέσα στο πλήθος, είχαν μακρινή πλην ευδιάκριτη συγγένεια με τον Νέμο.

Δεν μπορώ παρά να ευγνωμονώ τον πατέρα μου και την αγαστή συμπαιγνία του με τον πλανόδιο βιβλιοπώλη, αφού, τη στιγμή που έπεφτα στον ωκεανό της πραγματικότητας, έστειλαν τον Νέμο με το Ναυτίλο του για να με σώσει. Έκτοτε, ένας μικρός ναυτίλος κι εγώ, εξερευνώ τις –συχνά αφιλόξενες, άλλοτε συναρπαστικές– μυστηριώδεις νήσους της καθημερινότητας με σωσίβιο τα βιβλία.

//O Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Τελευταίο του βιβλίο «Τα Παιδιά του Κάιν», εκδ. Μεταίχμιο.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο φωτογράφος Γιώργης Γερόλυμπος και το road trip της ζωής του.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top