Ο Γιάννης Νικολαϊδης με τον Κώστα Γιαννίδη

Ο Γιάννης Νικολαϊδης με τον Κώστα Γιαννίδη (δεξιά).

Υπάρχουν μερικές προσωπικότητες που θαρρείς σε όλη τους τη ζωή περνούσαν από μια χαραμάδα. Και στους οποίους λέξεις όπως «συνήθως» δεν ταιριάζουν. Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν και ο συνθέτης, πιανίστας, μαέστρος Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε την ασυνήθη ιδέα να αντιστρέφει το όνομά του και να παρουσιάζεται ως Κώστας Γιαννίδης όταν συνέθετε τραγούδια του ελαφρού ρεπερτορίου. Σαν μια υγιώς διχασμένη προσωπικότητα.

Η προσωπικότητα αυτή πέθανε αφανής. Τόσο αφανής που μέχρι και η ακριβής ημερομηνία του θανάτου του πέρασε από μια χαραμάδα. Άλλοι λένε στις 17 Ιανουαρίου, άλλοι στις 18 του 1984. Συμβολική, καλλιτεχνική ή απλώς μοιρολατρική η συγκυρία; Σαν να μουρμουρίζει κάποιος από ψηλά την αλήθεια, συνθέτοντάς την για μια ορχήστρα.

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1903 στη Σμύρνη, από όπου και έφυγε μετά την Καταστροφή, αρχικά για την Ελλάδα και μετά για το Βερολίνο και τη Δρέσδη για ανώτερες σπουδές μουσικής. Τον φανταζόμαστε σε ένα παλιό τρένο με ένα καλόγουστο κουστούμι και παπιγιόν. Σίγουρα φορούσε παπιγιόν. Και σίγουρα ήταν καλόγουστα ντυμένος. Και σπούδασε μαζί με τον Σκαλκώτα εκεί στα ξένα. Ποιος από τους δυο τους να είχε καλύτερους βαθμούς; Να έκαναν παρέα, ή μήπως μεταξύ τους υπήρχε ανταγωνισμός; Να φορούσαν μονόκλ;

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, λένε, ήταν «επηρεασμένος από τον ύστερο γαλλικό ιμπρεσιονισμό, αλλά και από μια απαράμιλλη λιτότητα μέσων, μια λιτότητα γραμμών και ύφανσης». «Σεμνός, ακριβής, λακωνικός», λένε ξανά. Τέτοια λόγια χρησιμοποιύν οι κομφορμιστές λόγιοι συνθέτες –φαντάζομαι τον Κωνσταντινίδη να θέλει να χωθεί σε μια χαραμάδα να μην ακούει τα τετράγωνα κουτάκια, τα χωρισμένα τόσο τακτικά, με τις περγαμηνές και τους τίτλους, να μιλάνε.

Είχε την ασυνήθη ιδέα να αντιστρέφει το όνομα του και να παρουσιάζεται ως Κώστας Γιαννίδης όταν συνέθετε τραγούδια του ελαφρού ρεπερτορίου.

Γύρισε λοιπόν μια μέρα από τα ξένα, με γνώσεις, ταλέντο και όρεξη για δουλειά. Για να προσφέρει στην πατρίδα. Άρχισε να γράφει για ορχήστρες, να διευθύνει, μαζί με τους άλλους λόγιους της εποχής του (Καλομοίρη, Σκαλκώτα, Σακελλαρίδη), ήθελε όμως να γράφει και τραγούδια (για βιοποριστικούς λόγους, θα συμπληρώνουν πάντα οι λόγιοι, αλλά ας αφήσουμε την αιτία αναπάντητη για να είμαστε δίκαιοι) και σκέφτηκε να αντιστρέψει το όνομά του για να μην τον καταλαβαίνουν. Γουστόζικο, θα έλεγε κανείς! Οι περαιτέρω ιστορίες από την πατρίδα όμως αργότερα άρχισαν να γίνονται άβολες.

Γεννήθηκε το 1903 στη Σμύρνη.

Γύρω στο 1965 στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων (ΡΣΔΕ που αργότερα μετονομάστηκε σε Υ.ΕΝ.Ε.Δ, μετά έγινε ΕΡΤ2, μετά ΝΕΤ, τώρα είναι μια μπλε ανάμνηση και αύριο τι;) ο ήρωάς μας, ανάμεσα στα υπόγεια γραφεία, στα ιδια κτήρια που λειτουργούν ακόμη και σήμερα ως τμήμα ραδιοφώνου δίπλα στις πρώην εγκαταστάσεις της Στρατιωτικής Σωματικής Αγωγής, στη γωνία Μεσογείων και Λεωφόρου Καρέα, μέσα στο δάσος, εργαζόταν διορισμένος για να συμπληρώσει ένσημα που του έλειπαν για τη σύνταξη του.

Και ενώ από το 1952 έως το 1960 διετέλεσε μουσικός διευθυντής αυτού του ραδιοφωνικού σταθμού, το 1965 έφτασα να μεταφέρει δίσκους και υπηρεσιακά έγγραφα. Σαν μια σκυφτή καφκική φιγούρα, χωρίς να έχει ούτε δικό του γραφείο. Μόλις πέντε χρόνια από όταν είχε βραβευτεί με το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ τραγουδιού της Βαρκελώνης για το τραγούδι του «Ξύπνα αγάπη μου».

Πόσο τραγικά αρχαιοελληνική φαντάζει η εικόνα του ξεπεσμού του! Ποιος ξέρει τι μεσολάβησε; «Η μοίρα των τραγουδιών είναι να διασκευάζονται όταν περνάει ένα μεγάλο διάστημα χρόνου, ώστε να δίνονται ευκαιρίες να τα γνωρίζουν κάθε φορά οι νέες γενιές», τον φανταζόμαστε να μουρμουρίζει σκυφτός περνώντας από τα κλειδωμένα δωμάτια που φυλάγονταν ανέγγιχτοι οι δίσκοι του Θεοδωράκη. Και να φοβάται μην περάσει κανείς και τον ακούσει.

Βλέπετε, τότε η λογοκρισία και η ηχοκρισία ήταν όπως είναι για μας τους τωρινούς η κρίση. Πρωινός καφές και άπλυτο ρούχο. «Η γοητεία της μελωδίας στα μουσικά έργα και ο απλός κόσμος και η επικοινωνία…» να μουρμουρίζει ακόμη και να ισιώνει το παπιγιόν του με χάρη, σαν σωστός τζέντελμαν που λένε πολλοί πως ήταν (όταν ήταν συναχωμένος, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αποτραβιόταν και, ζητώντας συγγνώμη από τον συνομιλητή του, φυσούσε διακριτικά τη μύτη του).

Ο Κωνσταντινίδης έψαχνε διαρκώς τρόπους να αποτινάξει από πάνω του τη στάμπα του λόγιου συνθέτη, να διαφοροποιηθεί από τους συγχρόνους του, τους στυλοβάτες της «Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών». Ας δούμε τι έλεγε ο τότε Πρόεδρος της Ένωσης, Μανώλης Καλομοίρης, ο οποίος αποδεχόταν τη διαφορετική «χρωματιά» των συναδέλφων του, «τις διαφορές της τεχνοτροπίας και της αισθητικής», ανεχόταν εκείνους που δεν ένιωθαν τη μουσική με «τον ίδιο τρόπο» και δεν εργάζονταν για «τον ίδιο σκοπό», όπως αυτός τον είχε προσδιορίσει, αλλά δεν ήταν με κανέναν τρόπο διαθετειμένος να θεωρήσει ως συναδέλφους του όσους «δε ζητάνε παρά κάποιο σκοπό να γαργαλάει το αυτί του ακροατή, δε βλέπουνε τη μουσική παρά ως κάτι καλό και χρήσιμο όσο και όπως αρέσει στο κοινό και ακόμη χειρότερα όσους δε ζητάνε από τη μουσική δημιουργία παρά πώς να τους βοηθήσει στο βιοπορισμό τους ή στον αριβισμό τους».

Δεν όργωσε μόνο στα χωράφια της ελαφράς μουσικής. Είχε και την τόλμη να γράψει και σττο ρεμπέτικο.

Σκληρά λόγια. Άδικα και προσβλητικά. Πώς να ένιωσε ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο οποίος, όπως και να είχε, ήταν ισότιμο μέλος της Ένωσης; Ενωτικοί αυτοί, σχισματικός εκείνος. Και δεν όργωσε μόνο στα χωράφια της ελαφράς μουσικής. Μα είχε και την τόλμη (ή το χιούμορ) να γράψει και σε ένα άλλο είδος, στο άκουσμα του οποίου όλοι αυτοί οι λόγιοι συνάδελφοί του συνθέτες σταυροκοπιούνταν. Στο ρεμπέτικο.

Ας θυμηθούμε λίγο εκείνη την εποχή. Το ρεμπέτικο έχει ζήσει το Διωγμό απο την μεταξική δικτατορία, την απαγόρευση από το καθεστώς την λογοκρισίας του κατοχικού καθεστώτος, και είχε βιώσει το μεγάλο παράδοξο του Εμφυλίου: ενώ το ρεμπέτικο μιλούσε εμφανώς στην καρδιά του λαού, ξαφνικά αποκηρύσσεται όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και από το ΕΑΜ και από την Εθνική Αντίσταση! «Για λόγους ήθους με την αρχαιοελληνική σημασία του έθνους», διέδιδαν. Επειδή οι στίχοι και η μουσική επηρεάζουν αρνητικά το θυμικό του ακροατή.

Και επειδή σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο γίνονταν υπό την συνοδεία ρεμπέτικων. Παράδοξο και άδοξο. Και φτάνουμε στο 1965 να απαγορεύεται επισήμως η μετάδοση του ρεμπέτικου απο τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων (Υ.ΕΝ.Ε.Δ.), στον σταθμό που, όπως είδαμε, ο Κωνσταντινίδης έκανε θελήματα για τους κατώτερούς του.

Το ρεμπέτικο το αποκήρυξαν και οι μαυροφορεμένοι μουσουργοί, οι οποίοι το αισθάνονταν απειλή πολυπλόκαμη ενάντια στα αισθητικά τους θεωρήματα, τα επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα και τις επιδιώξεις τους για κοινωνική άνοδο. «Ασμάτια», «χασισοπότες», «υπόκοσμος», «φθοροποιά της λαϊκής ψυχής στιχοπλοκήματα» και άλλα τέτοια εμπνευσμένα συνέταξαν σε ένα κείμενο- οχετό στην Ένωση Ελλήνων Μουσουργών με σκοπό την αντίδραση «δια της νομίμου οδού».

Ευτυχώς το κείμενο εκείνο δεν υπεγράφη από κανέναν και «δεν εστάλη» ποτέ, όπως σημειώνει στην πρώτη σελίδα ο τότε Γεν. Γραμματέας, Αντίοχος Ευαγγελάτος. Και πρέπει να περιμένουμε μέχρι το 1949 για μια κάποιου είδους ανακωχή, όταν ο Χατζιδάκις με τη διάλεξη-συναυλία του στο «Θέατρο Τέχνης» εγκαινίασε την ανατροπή που έμελλε σύντομα να οδηγήσει στην αναγνώριση της σπουδαιότητας του ρεμπέτικου από μεγάλο μέρος της «ελεύθερης διανόησης». Και μετά από όλα αυτά, το 1961 ο ήρωάς μας συνθέτει εντελώς απρόσμενα ένα ρεμπέτικο τραγούδι για τη φωνή του Βαγγέλη Περπινιάδη: «Τα νέα της Αλεξάνδρας».

Διχασμός μεταξύ λαϊκής και ακαδημαϊκής κουλτούρας υφίστατο πάντα, καθώς φαίνεται. Διότι αυτό είναι το ενδιαφέρον της ιστορίας του Κωνσταντινίδη. Υπήρχε, βέβαια, και ο Θοδωράκης, ο οποίος έγραφε από τη μια συμφωνίες και από την άλλη τραγούδια, κανείς άλλος όμως δεν ένιωσε τον διχασμό τόσο ενοχικά ώστε να αναστρέψει το όνομά του. Πρέπει να θεωρείτο μεγάλη ρετσινιά για ένα συνθέτη να γράφει τραγούδια. Ο Στραβίνσκι και ο Χίντεμιτ επινόησαν μάλιστα τον όρο «Gebrauchsmusik» («χρηστική μουσική» σε ελεύθερη μετάφραση, ας σημειωθεί όμως ότι gebraucht σημαίνει «χρησιμοποιημένο», οπότε ο όρος αυτός αποπνέει και μια αίσθηση φτήνιας) για να συγκαλύψουν το συμβιβασμό.

Ευτυχώς σήμερα οι συνεχιστές του «διχασμένου» στη μουσική είναι πιο απενεχοποιημένοι. Μπορούν ελεύθεροι να συνδυάζουν όλες τις διφορούμενες ιδέες τους και τα αταίριαστα ερεθίσματά τους σε ένα κομμάτι, σε μια μπάντα, σε ένα όνομα. Το δικό τους. Ο Brian Wilson στο τραγούδι του «Surf’s up» εφαρμόζει το πρώτο ρουμπάτο στην ποπ μουσική, οι ανεξάρτητοι Deerhoof στο «Wither the invisible birds?» δεν φοβούνται να θυμίζουν το «City life» του Steve Reich στα πρώτα δευτερόλεπτα του κομματιού –και βέβαια ας μη παραλείψουμε αμίμητα crossovers όπως το «Pierre Boulez conducts Frank Zappa».

Χθες το βράδυ, στις 00.00 ακριβώς, ανάμεσα στις 17 και τις 18 Ιανουαρίου, σε εκείνο το ανεπαίσθητο κενό που υποτίθεται πως πέθανε (γιατί κανονικά ζει και βασιλεύει) ευχήθηκα χρόνια πολλά στον Γιάννη Κωνσταντινίδη-Κώστα Γιαννίδη. Ακούγοντας (όλοι μας οφείλουμε να του το αφιερώσουμε συμβολικά…) το τραγούδι του «Συγγνώμη σου ζητώ» με τη φωνή της παράνομης Μούσας του, Σοφίας Βέμπο.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top