korovinis_papazoglou1

Νίκος Παπάζογλου, Θωμάς Κοροβίνης, «Θεατράκι», Θεσσαλονίκη, 1997. (Η φωτογραφία –αρχείο Θωμά Κοροβίνη– είναι από το βιβλίο του «Όμορφη νύχτα», εκδόσεις Άγρα, 2008). «Στο πέρασμά σου φτερούγιζες, θύμιζες πως δε γίνεται ο έρωτας να πεθάνει ποτέ», γράφει ο Κοροβίνης. «Κοιμήσου γλυκά, αγγελέ μου».

Σε είδα και σε έμαθα μικρός, ήσουνα διαλεχτός, από τα πρώιμα νιάτα σου σε φλέρταραν οι μύθοι. Ένιωθα πάντοτε μαζί σου εκλεκτική συγγένεια, ασκούσες πάνω μου ακαταμάχητη έλξη. Όταν γνωριστήκαμε πολλά χρόνια πριν, αγαπηθήκαμε. Σε πίστευα. Πολλές φορές τραβιόσουν από όλους κι από όλα, δεν ήταν από πόζα, ήταν από άμυνα κι από ανάγκη για περισυλλογή. Πώς θα ’βγαιναν χωρίς σοβαρή δουλειά αυτά τα λυρικά διαμάντια; Πώς θα τσαλαπατούσες την προπέτεια των μεταλλαγμένων «καλλιτεχνών»; Με τα πρωτόπλαστα μονάκριβα τραγούδια σου που γεννούσε μια ατόφια νταλγκαδιάρα ψυχή. Δεν κλονίστηκε η πίστη μου.

Κρατούσες μέσα στα χρόνια. Πέρα και συχνά κόντρα στους συρμούς, τα δίχτυα των ευκαιριακών σειρήνων, τις πλεκτάνες. «Είναι μάγκας και θα μας ξελασπώσει ο χαριτόβρυτος», έλεγα στους άλλους· «θα βάλουμε ένα χέρι κι εμείς. Θα τα καταφέρουμε». Μεγάλη η συμβολή σου στην τέχνη. Ξεχωριστό παλικάρι. Ένας καρντάσης μου, ένα καρντάσι. Άξιος καπετάνιος και άξιος ψαράς. Παιδί της αλάνας, του μεροκάματου, της χειρωνακτικής αγωγής, του Κουλέ καφέ, της λαχαναγοράς και της Τούμπας· του παιχνιδιού και της φιλίας· των συμποσίων και της κραιπάλης· του πιοτού και του γλεντιού. Αβρός και σεμνολόγος. Φιλόκαλος και φινετσάτος. Με νόστιμα χωρατά και γουστόζικα καλαμπούρια. Πολυμήχανος. Παις ωραίος.

«Κοιμήσου, ασίκη και κιμπάρη μου. Φωνή μεστή, γήινη, τραγανή, γλυκόπιοτη και εκμαυλιστική, πολύχρωμη με μια βραχνή μελανάδα να τη διαπερνά, σα μπόλι για άκαρπα δεντριά…»

Εκδηλώσεις λατρείας σε ακολούθησαν. Η μάνα σου, μου ’λεγες, σε σταύρωνε, μη σε ματιάσουν. Καμιά φορά έδειχνες πως ήξερες καλά ότι μετρούσες. Σε παρεξηγούσαν. Δεν αναγνώριζαν ότι, αν ήθελες, μπορούσες να παίξεις σε άλλα γήπεδα· να παίξεις σε πολλά κόλπα· να τους παίξεις. Δεν το έκανες. Ήσουν πανέξυπνος και με αρχές. Είχες τη μοίρα ενός πολύ σπάνιου τάλαντου που διάλεξες να το διαθέτεις όποτε κι όπως γούσταρες. Από τα λίγα μας ταλέντα. Κάθετος. –Τραγούδησέ μας, Νίκο. –Εγώ θα πω αν και πότε θα τραγουδήσω. Κρατούσες καραούλι στη βίγλα σου, χρόνια και χρόνια, χωρίς εκπτώσεις, επιμένοντας μαγκωμένος σε μια Θεσσαλονίκη αγνώριστη και σχεδόν ξεπουλημένη πια, συχνά βρίζοντας τα κατευθυνόμενα πεπρωμένα της φαρμακωμένος.

Αλλά εσύ εκεί, δεμένος με τον πόνο των πρώτων προσφύγων, να σου δαγκώνουν την ψυχή η καραντίνα της Αρετσούς και τα λασπόνερα του Χαρμάνκιοϊ. Κι ο αδερφός σου, ο Ζαφείρης, να χαϊδεύει τον μπαγλαμά σου και να καμαρώνει: «Να ρωτήσεις τον Νίκο, ν’ ακούσει το τραγούδι και να σου πει». Δεν σου ’πρεπε τέτοιος Γολγοθάς· στον προθάλαμο του τέλους βασανίστηκες, φίλε. «Χρόνε άστατε, μπαμπέση, που στο δίχτυ σου όποιος πέσει χάνεται για τα καλά, πέταξέ μας ένα γάντζο…» Πώς να μη σε κλάψουμε;

Ο θάνατός σου με βρήκε στην Πόλη. Σε μνημόνευσα στην ομογένεια. Σε τραγούδησα ξημερώματα με μαύρο καλπάκι και κάρβουνο ψυχή στα κούρδικα στέκια της επανάστασης, στο «Μουνζούρ» και στο «Μαβί», με τον Τσε, τον Χικμέτ και τον Γκιουνέι στα γρανιτένια πορτρέτα τους παραστάτες. Έγινα ένα κουβάρι που σπαράζει. Δεν είμαι ο τύπος του καλού χριστιανού που τοποθετεί αυτομάτως την απώλεια των προσφιλών στο εικονοστάσι της ψυχής του, προσδοκώντας μακάριος την Ανάσταση. Είμαι παιδί της ζωής, σαν και σένα κι εγώ και πονάω. Ξέρω πως δε θα ξαναβρεθούμε, δε θα ξαναδώ το ζωγραφισμένο σου χαμόγελο. Βίωσαν κι άλλοι, πολλοί, τη συντριβή. «Υποκλίνομαι και προσκυνώ», μου ’στειλε μήνυμα ο φίλος Γιάννης Μακριδάκης απ’ τη Χίο.

NIKOS-PAPAZOGLOU1

«Αντίο, τραγουδισταρά μου. Είχες πάθος απροσμέτρητο για τα άσματα του λαού μας, έβγαζες ερμηνεία σαγηνευτική των παραδοσιακών, συνταρακτική των ρεμπέτικων. Κρίμα που δεν τα τραγούδησες σε δίσκο· ίσως από σεβασμό στους πρώτους εκτελεστές». (Φωτό Γιάννης Μαργετουσάκης, 2007).

Ανταμώναμε τυχαία στην παλιά παραλία, τυλιγμένοι μέσα στο χειμωνιάτικο πούσι που άχνιζε πάνω απ’ τα νερά τού Θερμαϊκού, ή την άνοιξη, σε μιαν απόλυτη διαφάνεια, πασίχαροι, σχολιάζοντας τις απέναντι λεπτομέρειες απ’ την κορυφή του Μύτικα ή τα σπαραγμένα αρχαία της Μεθώνης. Αριστερά μας το Καραμπουρνάκι. Γνώριζες λεπτομέρειες, για το βυθό, τις τράτες, την παράδοση της Θεσσαλονίκης, τους προσφυγικούς καταυλισμούς, τους παλιούς μουσικούς, τα μπητς πάρτυ, τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ήμουν τσιγαρισμένος από άλλες διαβολικές φωτιές, από κείνες που δεν σβήνουν, και το ’ξερες. Διάβαζες τα σεκλέτια μου και με πονούσες. Μ’ έπαιρνες στα χέρια σου και με κανάκευες μερακλίδικα. Και για αντιχάρισμα σού τραγουδούσα τούρκικα σαρκιά.*Αντίο, τραγουδισταρά μου.

Είχες πάθος απροσμέτρητο για τα άσματα του λαού μας, έβγαζες ερμηνεία σαγηνευτική των παραδοσιακών, συνταρακτική των ρεμπέτικων. Κρίμα που δεν τα τραγούδησες σε δίσκο· ίσως από σεβασμό στους πρώτους εκτελεστές. Αρνήθηκες την καθημερινή φθορά, απαξίωνες την υποκουλτούρα. Η κουβέντα σου είχε βάρος, οι συμβουλές σου πειθώ. Ευτύχησα να τραγουδήσεις ένα τραγούδι μου στο δίσκο Περιθώριο, σε ηχογράφηση στη Γερμανία: «Έλα κι εσύ, σκληρέ Γαρμπή, και τι θα βρεις να πάρεις; Μας έπνιξε η μοναξιά, μας σκόρπισε ο Βαρδάρης». Σε μεγάλες παρέες διάλεγες και καθόσουν στο πλάι μου. Και μου ’λεγες λόγια αξέχαστα.

(Ακούστε εδώ το τραγούδι «Βαρδάρης» -σε στίχους Θωμά Κοροβίνη- από τον Νίκο Παπάζογλου και τη Μαρία Θωίδου).

Σπαθάτος και βεργολυγερός, περπατούσες πάντα αλέγρος και τριζάτος, σχεδόν χορεύοντας. Χαριτωμένος, αέρινος, με κέφι δαιμονικό, σαν εωθινή δροσιά καλοκαιριού, με το δικό σου μπαϊράκι κατακόκκινο ν’ ανεμίζει ψηλά και μιαν ανάταση στο βλέμμα που τη γεννούσαν η αγάπη σου για τους ανθρώπους και το πάθος για την πόλη μας, «αλλιώς ωραίος». Με κελαριστό γελάκι κι ένα «τι γίνεται, καρντάση;» που σου έπαιρνε την ψυχή. Σ’ αγκάλιαζα κι ήταν σα ν’ αγκάλιαζα όλη τη Σαλονίκη. Πώς να μη σε κλάψω; Ήσουνα μέσα κι έξω σου Ολύμπιος. Αιώνια νιάτα. Τα κορίτσια σε ονειρεύονταν, τα αγόρια σε αγαπούσαν ή σε κρυφοζήλευαν. Η αύρα σου χάραζε ένα νοερό φωτοστέφανο από αγριολούλουδα, έταζε βουτιές στην αλμύρα, και νύχτες ηδονικής ραστώνης.

Η φωνή σου, είτε κουβέντιαζες είτε κελαηδούσες, με ταξίδευε σε βυζαντινά αναλόγια, πανηγύρια των τσιγγάνικων καραβανιών, ξεφαντώματα γύρω από θεσπέσιες κακκαβιές, ξέφρενους μπάλλους, λουλουδιασμένους επιτάφιους, ανοιχτόκαρδους σεβντάδες και δαιμονικούς ροκ εκστασιασμούς· ρακοκατανύξεις στο στούντιο «Αγροτικόν»· συμπόσια στην «Τομπουρλίκα»· ηλιοψημένα κορμιά που κουτρουβαλάν μπερδεμένα σε πυρωμένους αμμόλοφους· νεανικά πάρτυ με καρπουζοφάναρα· σονάτες από ουράνια κλειδοκύμβαλα· η «Λοξή Φάλαγγα»· ερωτιάρικα μπλου τζην με ανεξίτηλους λεκέδες τσίπουρου, στα γόνατα φθαρμένα απ’ τα λιγωμένα χάδια, στο καβάλο απολιθωμένες εκχυμώσεις· αγαπησιάρικα ζευγαρώματα· ανακραυγάσματα αισθησιακού αποκαρώματος το μήνα Αύγουστο –χωρίς έγνοια για το Χαράτσι που χρωστάμε όλοι μας στο Χάρο που παραφυλά· ταξίμια κάτω απ’ την Ακρόπολη· παρέα με τον Καζαντζίδη στο τζουκ μποξ, στου «Τζότζου» στα Κάστρα· οδοιπορικά σε απερπάτητα γκρέμια που βγάζουν σε ολόλαμπρα ξέφωτα· ιστιοφόρα για την άγονη γραμμή με συνοδεία κητών και αφρόψαρων· νησιωτικά προσκυνήματα· μορφές στερνών ακηλίδωτων Ρωμιών· φεγγαρόλουστα λαϊκά κοντσέρτα στη Μύρινα και τη Σκόπελο· μακροβούτια στις βάθρες του Φονιά της Σαμοθράκης· μάγισσα Κως, μάγισσα Νίσυρος· μάγισσα Κίρκη, μάγισσα Σελήνη.

«Κοιμήσου, δερβισόπαιδο. Κρατάμε τα μεράκια σου. Δε θα σωπάσουν τα τραγούδια σου, οι ρυθμοί και τα λόγια τους με όχημα τα μελίσματά σου, βάλσαμο θα ’ναι παντοτινό».

Κοιμήσου, ασίκη και κιμπάρη μου. Φωνή μεστή, γήινη, τραγανή, γλυκόπιοτη και εκμαυλιστική, πολύχρωμη με μια βραχνή μελανάδα να τη διαπερνά, σα μπόλι για άκαρπα δεντριά, σαν το κρασί το κρητικό το μανδηλάρι, που το ανακατεύουν μ’ άλλες ποικιλίες για να τις ζωντανέψει με το ρουμπινοκονιακίσιο χρώμα του. Στο πέρασμά σου φτερούγιζες, θύμιζες πως δε γίνεται ο έρωτας να πεθάνει ποτέ. Κοιμήσου γλυκά, άγγελέ μου. Έτσι κι αλλιώς, σκορπίσαμε, χαθήκαμε, λουφάξαμε, δε βαστιέται αυτό το βάσανο, βάλανε ξένους στο ωραίο μας περβόλι και το ρημάζουν. Κοιμήσου, δερβισόπαιδο. Κρατάμε τα μεράκια σου. Δε θα σωπάσουν τα τραγούδια σου, οι ρυθμοί και τα λόγια τους με όχημα τα μελίσματά σου, βάλσαμο θα ’ναι παντοτινό.

Δεν ωφελούν οι υπομνήσεις των ιστορικών της ημερών αυτή την τσαλακωμένη πολιτεία καθώς εκπίπτει το ήθος της, σφραγίζονται τα στέκια της, χαραμίζονται τα ταλέντα της, αδειάζει απ’ τα πιο χαρισματικά της παιδιά. Εκείνους που τη σακατεύουν «μαλάκες» μού τους έλεγες, ανεβοκατεβάζοντας τις ανάσες σου με τσακισμένη αγανάκτηση. Και σάμπως δεν ήταν! Σε πρόλαβε ο Μανώλης μας, σαράντα μέρες πριν, και μας ρίξατε σε μια διπλή, αξεπέραστη ορφάνια: ενός πνευματικού κι ενός αγαπητικού φίλου. Σας θρηνούμε, αδέρφια, με όλα τα δάκρυα που αναβλύζουν απ’ το ντέρτι μας μέχρι που να στραγγίσει.

rasoulis papazoglou jpg1

«Σε πρόλαβε ο Μανώλης μας, σαράντα μέρες πριν, και μας ρίξατε σε μια διπλή, αξεπέραστη ορφάνια: ενός πνευματικού κι ενός αγαπητικού φίλου». (Στη φωτογραφία ο Νίκος Παπάζογλου και ο Μανώλης Ρασούλης στην ηχογράφηση του δίσκου «Πότε Βούδας, πότε Κούδας»).

Τώρα, στολίδι του Άδη θα ’σαι πια, στου ζόφου το βασίλειο τζοβαΐρι, εσύ που θάρρεψα πως ξόρκισες για μια στιγμή το θάνατο –και νόμισα για πάντα ο δυστυχής–, σε μιας συναυλίας σου το κρεσέντο, υψώνοντας το μπαγλαμαδάκι σου δεξιά με φόντο την αυγουστιάτικη πανσέληνο στα μεγάλα της κέφια. Κοιμήσου, μακρυμάλλη μου, μελαχρινέ, Ανατολίτη θεέ. Θα ανταμώσουμε κάποτε σε μακάριους λειμώνες, σ’ ένα ατέλειωτο ραβαΐσι με τα φιλαράκια μας, τους ποιητές και τους δερβίσηδες, τις χορεύτριες και τα αλητάκια, ανάμεσα σε ποτάμια από κρασί και ουίσκυ, λόφους από γόπες τσιγάρων και φιλντισένιους τζουράδες. Και τότε το τραγούδι και το τσιμπούσι θα ’ναι ατέλειωτο, χωρίς ραγίσματα της καρδιάς και τρακαρισμένα αισθήματα μέσω νεφών.

Πανέμορφε και λατρεμένε μου μάγκα, τους ασπασμούς στους συμπατριώτες αδελφούς που σε περιμένουν στην άλλη όχθη, τον Ιωάννου, τον Ασλάνογλου, τον Μοσκώφ, τον Αναγνωστάκη, τον Θασίτη, τη Σεβάς χανούμ, τη Λιλή, τον Χοντρονάκο, τον Κεφάλα, τον Κουγιουμτζή. Τρυφερέ, δοξασμένε και τυραννισμένε μου φίλε, σ’ αποχαιρετώ. Φιλώ τη γη που σε φιλοξενεί, το χώμα που σε σκεπάζει. Καληνύχτα, καρντάση μου, καληνύχτα.

* Σαρκί (τουρκ. şarkı): Τουρκικό λαϊκό τραγούδι.

//Το αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη που φιλοξενεί η στήλη, περιλαμβάνεται (με τίτλο Καληνύχτα, καρντάση μου –Αποχαιρετισμός στον Νίκο Παπάζογλου– στο βιβλίο του «Τι πάθος ατελείωτο και άλλες ιστορίες», εκδ. Άγρα, Δεκέμβριος 2014.

 

Ακούστε εδώ τον Νίκο Παπάζογλου στα νιάτα του («Αιώνια νιάτα. Τα κορίτσια σε ονειρεύονταν, τα αγόρια σε αγαπούσαν ή σε κρυφοζήλευαν», γράφει ο Θωμάς Κοροβίνης) να ερμηνεύει το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» –η μουσική δική του, οι στίχοι του Τάκη Σιμώτα. Πώς μπορούμε να τον ξεχάσουμε;

Διαβάστε ακόμα – Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Όταν ήμουν άφραγκος στη Θεσσαλονίκη του ’70».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top