Τη φιγούρα του Peter Handke θα μπορούσες κάλλιστα να την απαντήσεις στην αρχή κάποιας ταινίας του φίλου του Βιμ Βέντερς (Photo by Johannes Simon/Getty Images).

Μια μυθοπλασία που αφηγείται 24 ώρες από τη ζωή ενός αργόσχολου ηθοποιού έτοιμου να διαπράξει ένα έγκλημα, αλλά τυχαίνει να ερωτευτεί μια γυναίκα. Εντωμεταξύ, «περιπλανιέται σε μια ακατονόμαστη μεγαλούπολη το καλοκαίρι (ίσως το Παρίσι), από τις παρυφές μέχρι τα σπλάχνα της. Συναντήσεις με δρομείς, αστέγους, ιδιότυπα ζευγάρια, έναν ιερέα, αστυνομικούς. Μια πορεία μέσα από διαμάχες και εχθροπραξίες γειτόνων, μπρος σε τεράστιες οθόνες με πολιτικούς, έπειτα ανάμεσα σε επιβάτες του μετρό από κάποιον άλλο κόσμο». Ως τη νύχτα της «Μεγάλης Πτώσης», που δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει παρά μόνο ότι παραπέμπει στο Great Falls του Μιζούρι όπου το έργο γράφτηκε το 2010. Και, ευτυχώς, μόλις μεταφράστηκε από την Εστία.

Απόσπασμα: «Ένας χοροπηδούσε με πολεμικές ιαχές πάνω σ’ ένα πράγμα σαν ανεμολόγιο που είχε ξεκολλήσει με τη βοήθεια ενός λάσου από το πιο ψηλό δοκάρι στη στέγη του γείτονα. Ένας άλλος εξασκούνταν στον πολεμικό χορό πάνω στο γιγάντιο θερμόμετρο κήπου του γείτονα. Κάποιος σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα κατουρούσε στο εχθρικό παρτέρι με τα κολοκυθάκια. Ένας χοροπηδούσε στο όριο του οικοπέδου του και λιάνιζε την εχθρική ατμόσφαιρα μ’ έναν βούρδουλα που σφύριζε πιο δυνατά κι από μαστίγιο τσίρκου. Ένας άλλος πάλι είχε ανάψει δίπλα στη γραμμή του μετώπου μια φωτιά με ένας θεός ξέρει τι είδους σκουπίδια και εκσφενδόνιζε τον βρομερό καπνό προς την κατεύθυνση του εχθρού με μια από κείνες τις μηχανές της κολάσεως, που συνήθως στροβιλίζουν για άγνωστους λόγους στους δρόμους, και όχι μόνο εκεί, τα ξερά φύλλα μαζί με τη σκόνη και κάθε είδους σκουπίδια και τα εκτινάσσουν στην ατμόσφαιρα. Ήταν μια εποχή συντέλειας. Αλλά την είχαν συνηθίσει. Δεν θα τελείωνε ποτέ».

Τα βιβλία του όλα έχουν να κάνουν με την απουσία, την απώλεια, τον ελαφρύ ίλιγγο και την απογραφή της μοναξιάς.

Τη φιγούρα του Peter Handke θα μπορούσες κάλλιστα να την απαντήσεις στην αρχή κάποιας ταινίας του φίλου του Βιμ Βέντερς. Εξάλλου, το σενάριο για τα Φτερά του Έρωτα (1987) είναι δικό του. Ένας άνδρας με στρογγυλά γυαλιά, κοντό ταγιαρισμένο μουστάκι, μαλλί που φέρνει στο νου Ματίας Γκρύνεβαλντ, γκριζογάλανα μάτια που κοιτούν πέρα από σένα, χαμένος στις σκέψεις του την ώρα που τον κατακλύζουν οι νότες από την κιθάρα του Bill Wymans. Ακούγοντας το Satisfaction, το στάνταρ των Rolling Stones, από το ραδιόφωνο ενός άδειου λεωφορείου, σε μια ερημική εξοχή, μακριά από τους θορύβους ενός κόσμου σε πλήρη αταξία, ο άνδρας αυτός θυμάται ξαφνικά το όνομά του και ότι είναι συγγραφέας.

Ο νομάδας που γεννήθηκε στην Καρινθία το 1942, που έφυγε τρέχοντας απ’ τη γενέτειρά του Αυστρία, ο εξορισμένος. Ένας Κοντορεβυθούλης που αφήνει πίσω του μικρά πετράδια. Γράφει για τα ρωμαϊκά γλυπτά, τα παπούτσια πεζοπορίας, την κούραση («Αναρωτιέμαι γιατί ποτέ κανένας καλλιτέχνης δεν σκάλισε έναν άνθρωπο κουρασμένο»), το τζουκ μποξ, το λευκό κρασί. Καθένας με τις μυθολογίες του. Ο Ρολάν Μπαρτ είχε μανία με την DS 19, ο Άρθουρ Αντάμοβ με τους αυτόματους πωλητές, τους οποίους μετέτρεψε σε θεατρικές ηρωίδες. Νιώθω μια συγγένεια με τον Χάντκε. Αν κι εκείνος είναι περισσότερο Μπρους Τσάτουιν κι εγώ περισσότερο Πασκάλ (θά ‘θελα).

Τα βιβλία του όλα έχουν να κάνουν με την απουσία, την απώλεια, τον ελαφρύ ίλιγγο και την απογραφή της μοναξιάς. «Είναι ένας θαρραλέος πιτσιρικάς, τρυφερός και αδύναμος, αλλά μιλάει συνέχεια για μοναξιά», έλεγε γι’ αυτόν ο συμπατριώτης του Τόμας Μπέρχαρντ. Και τό ‘λεγε δόλια, γιατί το άθλημα είναι εξαιρετικά διαδεδομένο στην Αυστρία.

Tο σενάριο της ταινίας του Βιμ Βέντερς «Φτερά του Έρωτα (1987)» είναι του Χάντκε.

Η περιπλάνηση είναι συνώνυμο του Χάντκε. Από πόλη σε πόλη, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, χωρίς διεύθυνση, χωρίς αποσκευές, για χρόνια, προσπαθώντας να περάσει μέσα απ’ τον καθρέφτη. Ώσπου να καταλήξει στη Γαλλία, στα περίχωρα του Παρισιού. Φοράει πάντα παπούτσια με χοντρές σόλες. Μιλάει με μια φωνή αποστασιοποιημένη και διάφανη, ελαφριά σαν θρόισμα για να διατηρήσει την απόσταση, αλλά σταθερή, μ’ ένα μειδίαμα στην άκρη των χειλιών. Σέρνοντας μαζί του το διακαή πόθο ν’ ανακαλύψει, να νιώσει το μυστικό των πραγμάτων. Δεν φοβάται τα «ίσως» και τα «δεν ξέρω». Του αρέσει η αποσπασματική γραφή, οι μικρές αφηγήσεις, οι μαίανδροι. Αφήνοντας ένα νήμα να πλανάται στον αέρα, ώστε να το αρπάξει κάποιος και να συνεχίσει…

Το βιβλίο του Πέτερ Χάντκε «Η μεγάλη πτώση» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία.

Διέτρεξε την Ιαπωνία, για το χειμώνα και το χιόνι της. Την Αλάσκα, για να δει πως είναι η άνοιξη εκεί. Την Ελλάδα, την Ισπανία, την Αίγυπτο, την πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν ήθελε τη διάλυσή της, δεν πίστευε ότι το φταίξιμο όλο έπρεπε να πέσει πάνω στους Σέρβους, υποστήριξε τον Μιλόσεβιτς. Το 2006 πήγε στην κηδεία του. Και το πλήρωσε ακριβά. Συκοφαντήθηκε, πολεμήθηκε. Στην Comédie-Française, το έργο του που ήταν προγραμματισμένο δεν ανέβηκε ποτέ. Και αντίο στο βραβείο Νόμπελ που του υπόσχονταν επί χρόνια. Αυτή είναι η πρώτιστη αρετή του Χάντκε: Ποτέ δεν δίστασε να αντιτεθεί στην κοινή γνώμη, στις καθιερωμένες απόψεις. Το θρυλικό θεατρικό Βρίζοντας το κοινό είναι δικό του.

Τον Χάντκε, τα κλειδιά στην τσέπη τον ενοχλούν, δεν μπορεί να τα συνηθίσει. Και γράφει μικρά βιβλία. Είναι ένας στοχαστής του ινσταντανέ. «Όλοι τους φιλοδοξούν να ξεπεράσουν τον Προυστ, τον Τολστόι, τον Τζόις. Εγώ θέλω τα δικά μου να είναι σαν τη βενζίνη της λογοτεχνίας. Δεν πιστεύω πια στα μυθιστορήματα, στις μεγάλες αφηγήσεις όπου αραδιάζεις γεγονότα, το δράμα. Προσπαθώ να μην πλησιάζω πολύ τους ήρωές μου. Να τους κρατάω σε απόσταση. Να γίνομαι ο θεατής της ταινίας την οποία παρ’ όλα αυτά σκηνοθετώ. Πρέπει να βλέπουμε το κενό μεταξύ των πραγμάτων. Όπως κάνει ο Σεζάν».

//«Η Μεγάλη Πτώση» του Πέτερ Χάντκε, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Δεκέμβριος 2018, Μτφ. Σπύρος Μοσκόβου, σελ. 192, Τιμή €17.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές για τα παιδικά παιχνίδια τους.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top