Μέσα από το νέο του βιβλίο «Τεμπέλης Κομπλέ» ο Πέτρος Αυλίδης μας ταξιδεύει στην Ελλάδα του Euro, των Ολυμπιακών Αγώνων και το τελευταίο μεγάλο φαγοπότι, μέσα από μια διαφορετική οπτική ματιά. (Φωτογραφία: εκδόσεις Γαβριηλίδης)

Η ΦΑΣΗ ΠΡΙΝ

1.0 (σελ. 15)

Η ζωή του αρσενικού έχει δύο φάσεις…
Η μία είναι πριν να το γνωρίσεις και η άλλη μετά…
Έτσι κατάλαβα απ’ τη δικιά μου μέχρι τώρα δηλαδή…
Για το μουνί μιλάω…
Οπότε, αυτές ξέρω, αυτές θα πω…
Άμα προλάβω και ψοφήσω πρώτα ως αρσενικός, θα δω τι γίνεται πιο μετά, αν προκύπτει κι άλλη φάση δηλαδή, μέχρι να ψοφήσω και ως ον και να γίνω πνεύμα…
Ή ό,τι άλλο…
Θα το διαπιστώσω σύντομα και θα την πω κι αυτήν
άμα τη ζήσω…
Κι άμα προφτάσω…

Νά μια αρχή για το βιβλίο μου. Έχουμε και τον εκδότη έτοιμο να μας το βγάλει, αυτόν με το σκεμπέ. Να το πάρουν συγγενείς και φίλοι,  έχουμε  και  μπόλικους. Αυτοί  βέβαια  δεν  θα  το διαβάσουν, καταπώς λέει ο μπαμπάς, εξόν της Διανοούμενης, κι άμα το διαβάσουν δε θα τους αρέσει μάλλον, άλλο τι θα μας πουν.

Εξόν της Διανοούμενηςεπίσης. Αλλά να τα πω με τη σειρά, μπορεί να το πάρει και κάνας ξένος να το διαβάσει, συμβαίνουν και τέτοια.

Πού ξέρεις; Να βγάζει άκρη.

 

1.2 (σελ. 25)

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Πέτρου Αυλίδη «Τεμπέλης Κομπλέ» που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

«Κορίτσια, μην τον έχετε όλη την ώρα στο κρεβάτι σας, να τον βάζετε στο δικό του, να μη μάθει μέσα», ο μπαμπάς το ’λεγε και το ξανάλεγε κάθε φορά που μ’ έβρισκε σε κρεβάτι δικό τους. Με βουτούσε απ’ το σβέρκο, με πήγαινε στην βεράντα, «έξω εσύ, ρε», έσκυβε και με πετούσε από χαμηλά στο καλάθι μου.

Τα κορίτσια έλεγαν «εντάξει» και μόλις έφευγε ο μπαμπάς με ξαναπαίρναν μέσα, εγώ έκανα τον χαζό κι ο μπαμπάς ξανατσεκάριζε την κατάσταση και με ξανάβγαζε στη βεράντα. «Βρε, άσ’ το γατί στην ησυχία του, μια σταλιά είναι ακόμα, πού να το βγάλουμε έξω, θα το φάν οι άλλοι γάτοι», η μαμά διαμαρτυρόταν.

«Άμα τον φάνε τώρα, να δεις τι θα τον κάνουνε όταν μεγαλώσει λίγο και βγει  την πρώτη τσάρκα, φλώρος από σπίτι», ο μπαμπάς μου επέμενε. «Θα τον στειρώσουμε, να μη βγαίνει τσάρκες», τα κορίτσια πρότειναν λύση για το μέλλον μου. Η αρραβωνιαστικιά, η μαμά τους, συμφώνησε. «Όποιος τον πειράξει, πάνω απ’ το πτώμα μου», ο μπαμπάς σαφής. «Tο ζώο θα ζήσει τη ζωή του με όλα τ’ αξεσουάρ του, όπως το έκανε ο Θεός», έριξε και μια ματιά στον περίγυρο. Αγριεμένη.

«Ναι, εντάξει, αλλά άκουσα πως οι στειρωμένες γάτες ζούνε παραπάνω» είπε η μεγάλη, η Μοντέλα, και η μικρή, η Διανοούμενη, συμφώνησε, τα κορίτσια είχαν γενική μόρφωση. «Παραπάνω μπορεί, καλύτερα δεν ξέρω, είναι μεγάλη η κουβέντα περί καλού και καλύτερου, πάντως ζωή γατιού δε ζούνε, φυσιολογικού εννοώ», ο μπαμπάς βοήθησε κι αυτός να μορφωθούν παραπάνω, «εξ άλλου, φαντάζεστε τη γειτονιά χωρίς αλητόγατες;», τις έδωσε θέμα να σκέφτονται, «να γίνουμε σαν πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης θέλετε, που δεν έχουν ούτε τη λέξη στη γλώσσα τους;».

Αυτές κοιτάχτηκαν. Μπορεί και να προσπάθησαν να φανταστούν. «Δεν έχει  αλητόγατες στην Ευρώπη;» ρώτησε η μικρή. «Σας λέω, δεν υπάρχει η λέξη αφού. Μπορεί δηλαδή να τη βρεις σε κάνα λεξικό ως κατάλοιπο από παλιές εποχές, αλλά ο κοσμάκης που δε διαβάζει λεξικά δεν την ξέρει», ο μπαμπάς αγρίεψε, «τέρμα, ο Πάοκ δεν ευνουχίζεται, να το ξεχάσετε», έκλεισε το θέμα με αρραβωνιαστικιά και κορίτσια. Με βούτηξε απ’ το σβέρκο και με σήκωσε στον αέρα, «ό,τι θες κάνεις, όπου  θες  πας, λογαριασμό δε δίνεις κι έχεις και τ’ αξεσουάρ σου», μου εξήγησε τα προσόντα του λάιφ στάιλ μου. «Ενώ ο γάτος της θείας Βάσως, να πούμε, σπίτι τρώει, χέζει και  κοιμάται, άντε να βγει στο μπαλκόνι για χέσιμο το καλοκαίρι, ενάμισι επί τρία, και να κοιτάει από ψηλά το δρόμο και τ’ άλλα μπαλκόνια. Και ούτε βόλτες ούτε τίποτα» με κοίταξε συνωμοτικά, «άσε που μουνί δεν ξέρει τι θα πει ο φουκαράς, ούτε καψούρα ούτε άλλα παρεπόμενα» ψιθύρισε. Και πέταξε κι ένα ρητό, το ’λεγε ο φίλος του ο ψυχίατρος, «όταν δε σε νοιάζονται, είσαι πιο ελεύθερος». Πιο φωναχτά αυτό.

Δε τα ’πιανα αυτά τότε. Ούτε τα περί αξεσουάρ ούτε τα περί μουνιού. Για το ρητό να μην πω, μια χαρά περνούσα που με νοιαζόντουσαν. Το γυναικομάνι.

«Τι κάνεις, Πασοκάκι μου;», η γιαγιά με χάιδεψε. Έτσι το έπιασε τ’ όνομά μου. Ή έτσι της άρεσε. Μπορεί και να μην ήξερε περί Πάοκ, της ομάδας, με την μπάλα δεν είχε πολλά παρεδώσε, «ο Γιαννάκης μου ήταν ποδοσφαιριστής του  Παναθηναϊκού στα νιάτα του» έλεγε μόνο για τον μακαρίτη τον παππού, δε τον γνώρισα, όποτε υπήρχε αναφορά στο  συγκεκριμένο σπορ.

«Πάοκ τον λένε, μαμά», η μαμά, η δικιά μου, τη διόρθωσε. «Δεν είναι όνομα αυτό, Πασόκ μάλιστα», η γιαγιά επέμεινε. «Βέβαια, Πασόκ θα τον φωνάζουμε», από κοντά και η θεία, η μικρή. Η μεγάλη δεν ήταν παρούσα στην επίσκεψη, μαγείρευε πάνω για τις άλλες. Ούτε η Χοντρή, η αδερφή της μαμάς. Είχε μαλώσει με τη μαμά και την είχαμε χάσει εκείνες τις μέρες.

«Μη σας ακούσει ο άλλος μονάχα να τον φωνάζετε έτσι, ποιος τον ακούει μετά», η μαμά ανήσυχη. «Γιατί; Τι  πειράζει να  τον λέω “Πασόκ”, κακό είναι;» η γιαγιά τον χαβά της, «ένα σωρό καλά μας έκανε το  Πασόκ, το ψηφίζουμε τόσα  χρόνια, κι  ο Γιαννάκης μου το ψήφιζε, Θεός σχωρέσ’τον», σταυροκοπήθηκε κιόλας. Και η θεία.

«Σε παρακαλώ, μαμά, αρκετά έχω στο κεφάλι μου, κάντε μου τη χάρη, “Πάοκ” το έβγαλε ο άλλος το γατί, “Πάοκ’ να το φωνάζετε», η μαμά πήρε το σοβαρό της, «άκου που σου λέω, κάτι ξέρω», σήκωσε και τη φωνή.

Γιαγιά και θεία την κοίταξαν με απορία. Η γιαγιά το πήρε χαμπάρι πως το θέμα ήταν σοβαρό. Μπορεί να είχε το στιλ της και να έκανε του κεφαλιού της, απ’ αυτήν πήρε κι η μαμά, κατά τον μπαμπά, αλλά και κατά τη Χοντρή την αδερφή της, ήταν όμως μάνα κι αυτή και ξύπνια και καταλάβαινε πότε σοβάρευε η κατάσταση.

«Καλά καλά, μη φωνάζεις,“Πάοκ” θα τον λέμε», το αποφάσισε. Η θεία κοιτούσε. Με παραπάνω απορία. «Εγώ πειράζει να τον λέω“Πασόκ”;» ρώτησε  τη γιαγιά. «Τι να κάνουμε, τον θέλουμε γαμπρό και θα συμβιβαστούμε», η γιαγιά ρεαλίστρια, «θα  τον  λέμε “Πάοκ”» διέταξε. «Εγώ δεν μπορώ, άμα μου ξεφύγει;», η θεία ζορί-στηκε. «Να  προσέχεις να μη σου ξεφύγει, λέγε τον  αλλιώς, ψιψίνε μου, γατάκι μου, κάτι τέτοιο», η μαμά πρότεινε λύσεις.

«Τι ’ν’ αυτό το πράγμα τώρα, Παναγιά μου;» η θεία σταυροκοπήθηκε, «θα τρελαθώ, κι άμα ξεχαστώ;». «Να μην ξεχαστείς», η  γιαγιά σαφής,  «“Πάοκ” θέλει; “Πάοκ” θα τον λέμε, μπροστά του τουλάχιστον», σαφέστατη.

«Τι όνομα είν’ αυτό, βρε αυτή μου;» η θεία αντιστεκόταν. «Κοίταξα  στο  ιντερνέτ, είναι μια ομάδα απ’ τη Θεσσαλονίκη με μαυρόασπρη φανέλα και σύμβολο έναν δικέφαλο αετό», η Μοντέλα παρούσα, «πέρισι πήραν  το  κύπελλο στο  ποδόσφαιρο, οι  οπαδοί του έβγαλαν και κείνο το σύνθημα που έλεγε “σήκωσέ το το…” δεν λέγεται, “δεν  μπορώ  να  περιμένω”, αλλά πρωτάθλημα έχουν να πάρουν πολλά χρόνια», ενημερωμένη πλήρως. Καμάρωνε.

Εγώ άκουγα και μάθαινα περί Πάοκ.

«Το Πασόκ είναι ό,τι πιο βρομερό, ελεεινό και τρισάθλιο έχει εμφανιστεί σ’ αυτή τη χώρα, να μην πω στον κόσμο, γιατί δεν τον είδα όλο», ο μπαμπάς σε φόρμα, «αυτό κατάντησε την Ελλάδα έτσι».

«Ενώ αυτοί που έχουμε τώρα την ξεκαταντούν, είναι λουλούδια», η γιαγιά πήρε το ειρωνικό της. «Αυτοί είν’ αυτοί που είναι, γι’ αυτό δεν τους θέλαμε και φέραμε το Πασόκ, τότε που το φέραμε, να μας κάνει ανθρώπους», το πήρε κι ο μπαμπάς, το δικό του. «Γιατί; Μια χαρά είναι η Ελλάδα, ξέρεις πολλούς, να περνάνε τόσο καλά, εσύ που γυρνάς;» είπε η γιαγιά. Το «γυρνάς» το είπε με νόημα, αρνητικό. Κοίταξε και τη θεία με τρόπο. Η μαμά απούσα, μαγείρευε στην κουζίνα και δεν άκουγε. Ούτε έβλεπε.

«Το Πασόκ είναι ό,τι πιο βρομερό, ελεεινό και τρισάθλιο έχει εμφανιστεί σ’ αυτή τη χώρα, να μην πω στον κόσμο, γιατί δεν τον είδα όλο», ο μπαμπάς σε φόρμα, «αυτό κατάντησε την Ελλάδα έτσι».

«Άμα μιλάμε για παλάτια και λεφτά, πάω πάσο, όλοι οι κλέφτες και οι απατεώνες τέτοια ονειρεύονται», ο μπαμπάς πέρασε ντούκου το υπονοούμενο.

«Αυτό το κατάφεραν, ένα σωρό άχρηστοι πολιτικοί, γραμματείς και φαρισαίοι πληρωνόντουσαν απ’  το κράτος ένα σωρό παράδες για να το κλέβουν, αυτό και τον κόσμο», φόρτσαρε. «Ε, δεν έκλεβαν και όλοι αυτοί», η γιαγιά ψύχραιμη, «κάποιοι έκλεβαν, αλλά έδιναν και στον κόσμο».

«Κάποιοι ελάχιστοι αφελείς δεν έκλεβαν, εννοείτε. Και οι άλλοι, οι πολλοί,  σχεδόν όλοι δηλαδή, ακρίδες. Αχόρταγες. Κι έδιναν και σε μας, τον κόσμο, ναι, αλλά δεν είναι τα ψίχουλα, είναι το ελεύθερο που μας έδιναν να κλέβουμε και μεις, να είμαστε όλοι στη συμμορία συνένοχοι να μη μιλάμε», ο μπαμπάς ανέβαινε, «οι ξεφτιλισμένοι ξεφτίλισαν και μας, ρε», το «ρε»  ήταν γενικό, δεν  πήγαινε στη γιαγιά, που τον στραβοκοίταξε, στο σόι της  το «ρε» ήταν «μπας κλας» έλεγε. «Γέμισε ο τόπος χοντρούς, ρε», ο μπαμπάς απτόητος.

«Γιατί, χοντρός δε μας κυβερνάει και τώρα;» η θεία έκανε παρέμβαση, που λένε στην τηλεόραση.

«Αυτός είναι λίγο “γεμάτος” μπροστά στους άλλους του Πασόκ, και τη βγάζει με  σουβλάκια και κεμπάπ, οι άλλοι οι χοντροί λυσσάν για μεγαλεία κι εξουσία», ο μπαμπάς ανέβαινε παραπάνω, ήταν και απούσα η αδερφή της μαμάς που είχε τα κιλά της, και όσο να ’ναι μιλούσε πιο ελεύθερα περί χοντρών. «Τις προάλλες μου ’λεγε ο φίλος μου ο ψυχίατρος, “αυτού του είδους οι χοντροί είναι η χειρότερη φάρα, να τους προσέχεις, είναι οι πιο επικίνδυνοι, για τον εαυτό τους κυρίως. Δεν το ξέρουν, αλλά μέχρι να το μάθουν την πληρώνουν οι άλλοι” έλεγε ο γιατρός», είπε ο μπαμπάς, «άμα είναι και αλαζόνες από πάνω, καήκαμε», συμπλήρωσε. Δεν κατάλαβα αν ήταν του μπαμπά ή του φίλου του.

«Εγώ ξέρω ότι ο κόσμος είναι φχαριστημένος με το Πασόκ, κι αυτοί τώρα προσωρινοί είναι, στις επόμενες εκλογές πάλι Πασόκ θα έχουμε», η γιαγιά σίγουρη.

«Γιατί να μην είναι; Όλοι πλούσιοι, κλέβει ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί το κράτος», ο μπαμπάς σίγουρος κι αυτός, την έκανε για υπόγειο.

Μάθαινα και περί Πασόκ.

Ο Πέτρος Αυλίδης στο καφέ των εκδόσεων Γαβριηλίδης.

Η θεία της μάνας μου, που έμενε πάνω από μας, στον πρώτο, με είχε σε ιδιαίτερη συμπάθεια. Αγόραζε ψάρια απ’ τη λαϊκή, κάθε Τρίτη που είχε στη γειτονιά, τα έδινε στην άλλη παραπάνω για τηγάνισμα, τα καθάριζε ύστερα με τα χέρια, έβγαζε όλα τα ψαροκοκαλάκια, έβαζε τα φιλετάκια στο πιάτο και μου τα έφερνε στη βεράντα. Κάθε μέρα μια μερίδα, έφταναν συνήθως μέχρι και Παρασκευή.

Ο μπαμπάς δεν το είχε πάρει χαμπάρι, η θεία το έκανε μεσημέρια συνήθως, μετά τη μία, και την ώρα εκείνη αυτός έκανε τη βόλτα του και δεν ήταν σπίτι. Και η μαμά έλειπε, ήταν στη δουλειά της, αλλά είδε μια το πιάτο άδειο, το είδε δυο και την τρίτη φορά παραξενεύτηκε.

«Τι του ’δωσες του γατιού;» ρώτησε τη θεία. «Κάτι γοπίτσες…» είπε αυτή. «Και τα ψαροκόκαλα πού είναι;», ξανά η μαμά. Η θεία ξεροκατάπιε και είπε τις λεπτομέρειες. «Στα καλά σου είσαι, χριστιανή μου, καθάρισες τα ψάρια στο γάτο;», την κοίταξε σαν ούφο. «Να  του  τα  δώσω  ολόκληρα  και  να  πνιγεί;  Μια σταλιά είναι ακόμα…», η θεία ήταν ούφο. «Ήταν νόστιμα τα ψαράκια, Πασοκάκι μου;» με ρώτησε. Τσεκάρισε και τον περίγυρο μην την άκουγε κανένας που δεν έπρεπε.

Εγώ γλειφόμουνα χορτάτος και δεν απάντησα. «Αυτό έλειπε, να μην του άρεσαν κιόλας» έκανε η μαμά κι έφυγε φουριόζα. Με ζήλευε μάλλον. Και η θεία συνέχισε με το συγκεκριμένο μενού τις Τρίτες. Αλλά και κοτόπουλα μου έφερνε, κοκκινιστά και λεμονάτα, καθαρισμένα επίσης. Όποτε βόλευε.

Ο μπαμπάς μ’ έβλεπε να κοιμάμαι στο κρεβάτι μου στη βεράντα κι ήταν καταφχαριστημένος. «Μπράβο, Πάοκ, έτσι σε θέλω, μη μασάς…». Εγώ του τριβόμουν στη γάμπα, καταφχαριστημένος επίσης. Μια νύχτα γύρισαν από φαγητό. Παρκάρισαν στη γειτονιά κι ο μπαμπάς άρχισε τα «ψιτ ψιτ, Πάοκ, που είσαι ρε;» απ’ το δρόμο, το είχε συνήθεια. Εγώ έτυχε να είμαι κει κοντά, τον άκουσα κι εμφανίστηκα τρέχοντας, το είχα και ’γώ συνήθεια. «Νάτος ήρθε…» έκανε η μαμά με θαυμασμό. «Σε μένα γιατί δεν έρχεσαι, βρε, όταν σε φωνάζω;»  με ρώτησε ζηλιάρικα.

«Αυτός είναι δικός μου είπαμε, είμαστε σ’ επαφή απ’ την πρώτη στιγμή» έκανε ο μπαμπάς. «Κοίτα δω, ρε, τι σου ’φερα», κούνησε μια σακούλα στο χέρι του το δεξί, το αριστερό κρεμασμένο στον επίδεσμο ακόμα. «Είσαι τυχερός, ξέρεις πόσοι μαλάκες δεν τρώνε τα  ψαροκέφαλα, σου μάζεψα εδώ να  τρως για μέρες», την άνοιξε και μ’ άφησε να κοιτάξω μέσα. Φουλ κεφάλια, είχε και κάνα δυο στο μπόι μου, μπορεί και πιο μεγάλα, μοσχομύριζαν.

«Σιγά μη φάει ο γάτος τα κεφάλια» έκανε η μαμά, να του τη σπάσει. «Πλάκα κάνεις, σιγά μη δεν τα φάει, για χαζό τον έχεις;» ο μπαμπάς σίγουρος. «Δεν τον έχω για χαζό, γι’ αυτό μιλάω», η μαμά επίσης, «άμα ήξερες…» πέταξε με νόημα. «Τι εννοείς;» ο μπαμπάς τσίμπησε, σταμάτησε να κουνάει και τη σακούλα. «Ο γάτος σού», το τόνισε το «σου», «είναι καλομαθημένος, τα τρώει καθαρισμένα τα ψάρια, με το χέρι, μπουκιά μπουκιά», η μαμά τον έφτιαχνε, «τον περιποιέται η θεία», είπε και τις λεπτομέρειες.

«Από σήμερα τέρμα, να της το πεις» διέταξε. «Και συ», με κοίταξε βλοσυρός, «μη σε πιάσω να τρως φιλέτα, θα πάρεις δρόμο από τώρα, ακούς, ρε;» μου ’βαλε και τις φωνές. «Άντε και της το είπα, σιγά μη μ’ ακούσει», η μαμά διασκέδαζε. «Άμα το ξανακάνει πες της, τότε είναι που δε σε παντρεύομαι ποτέ να της πεις», ο μπαμπάς αγρίεψε, «κι άμα δεν της το πεις εσύ, θα το πω της μάνας σου, που την κάνει κουμάντο», ο μπαμπάς φτιαγμένος. Φουλ.

Έπιασε φαίνεται, τουλάχιστον όταν ήταν παρών. Τέρμα τα φιλέτα. Αλλά και τα  ψαροκέφαλα μια χαρά  ήταν, από κάτι ροφούς ειδικά, τα  μαγουλάκια τους, είχε δίκιο ο μπαμπάς με τους «μαλάκες». Που έλεγε.

Και μεγάλωνα. Και με τ’ αξεσουάρ μου.

 

//Το βιβλίο Τεμπέλης Κομπλέ του Πέτρου Αυλίδη θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 8 Μαρτίου στις 19:30 στο βιβλιοπωλείο ΠΛΕΙΑΔΕΣ, Σπύρου Μερκούρη 62, Παγκράτι, και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

 

Διαβάστε ακόμα: Χρήστος Χωμενίδης – «Από τη μια επαίτες και από την άλλη δήθεν επαναστάτες δε γίνεται»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top