«Από εδώ, τις Σπέτσες, είναι πιο ανάγλυφο το μέγα ελληνικό παράδοξο: να απέχει τόσο άδικα η θέση τής Ελλάδας από τις δυνατότητες τών Ελλήνων».

«Ελλάς, Οδηγίες Χρήσης»

 

Το βιβλίο του Πέτρου Χαριτάτου (εκδόσεις Περισπωμένη) ξεκινά ως κοινωνιολογική μελέτη αλλά σύντομα αποκαλύπτεται στον πυρήνα του ως μια σειρά στοχασμών ηθικής φιλοσοφίας που εξετάζουν το εξής: τη μετάπτωση από τον αυτοδοξασμό της ελληνικής αρχαιολατρείας στη γενική κατάθλιψη που συνόδευσε τη Μικρασιατική καταστροφή, και ό,τι επακολούθησε ψυχολογικά, που εν πολλοίς το ζούμε ως τις μέρες μας.

Αυτή η κατάθλιψη είχε ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα (που δεν αναιρέθηκε με την επίπλαστη ευμάρεια αργότερα): το πλεονέκτημα ότι μπορούσαμε πλέον να παριστάνουμε μονίμως το θύμα. Εν ολίγοις, μεταφέραμε την απόδειξη της αξίας μας από την απτή, πρακτική διάσταση στην άπιαστη, ηθική σφαίρα όπου διαπρέπουμε ως σήμερα με τους ανίκητους μύθους μας. Και τώρα; Μπορούμε να επιστρέψουμε από τα σύννεφα στη γη χωρίς να γκρεμιστούμε απότομα; Στο παρελθόν, όπως υπενθυμίζει ο συγγραφέας, τα απότομα γκρεμίσματα ενίσχυσαν αντί να διαλύσουν τους μύθους…

Η “θυματολαγνεία” μας εμπεριέχει τη λύπηση αλλά και ένα είδος διεστραμμένης ευχαρίστησης για την απότομη προσγείωση απο το μεγαλοϊδεατισμό στην ήττα του ’ 22 (ή, τηρουμένων των αναλογιών, από το 2004 στη σημερινή κατάντια): «Δεν μπορούσαμε να είμαστε ηρωικοί νικητές; Ε, τότε θα είμαστε ηρωικοί ηττημένοι». Και έτσι συναντούνται η λαϊκή «κλάψα» και το ελιτίστικο αυτομαστίγωμα, σε μια κοινή θυματοποιητική συνισταμένη.

Το δοκίμιο τού Πέτρου Χαριτάτου επισημαίνει και μιαν άλλη συνέπεια: ότι έχει γίνει σχεδόν ταμπού να αναφέρουμε και τα καλά της κοινωνίας μας. Ότι αισθανόμαστε την υποχρέωση υπακοής στην ορθοδοξία του αυτομαστιγώματος. Αφού πάντα θα συγκρινόμαστε με το αρχαίο κλέος ή με τη διεθνή πρωτοπορία και πάντοτε θα υστερούμε.

Και έτσι, με την ενοχή που διαδίδουν ελιτιστές σχολιαστές με μεγάλη επιρροή και στα social media πλέον, καθίσταται πιο απρόσιτος ένας απενοχοποιημένος, σύγχρονος πατριωτισμός.

Όπως η ελληνική κοινωνία χρειάζεται εκσυγχρονισμό, έτσι και η παγκόσμια κοινωνία διψά για εξανθρωπισμό.

Η βασική απάντηση που δίνει το δοκίμιο είναι το κενό που επισημαίνει στον περίφημο συλλογισμό του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου για την ηθική του νεοέλληνα. Ο Χαριτάτος δείχνει πως ο γνωστός εκπαιδευτικός συνέκρινε άνισα πράγματα – τα ελαττώματά του έλληνα με τα προτερήματα του ελβετού, καταλήγοντας σε μια στρεβλή εικόνα για τον έλληνα.

Ο συγγραφέας θεωρεί ως μέγιστη αρετή μας τη “δίνοια”, το δικό μας πνευματικό γιν-γιανγκ, θα μπορούσε να πει κανείς. Που ξεκινά από βαθιά, ανθίζει ξανά στην εποχή του Παναγιώτοπουλου και του Πάτρικ Λη Φέρμορ, και συνεχίζει να αναγεννιέται όσο πιέζεται ο πολίτης να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα.

Τίποτα λοιπόν δεν έχει χαθεί. Οι συνθήκες, πιστεύει ο Χαριτάτος, μπορούν ν’αλλάξουν και πάλι προς το καλύτερο, όπως έγινε και μετά τον πόλεμο όπου δύο γενιές ανοικοδόμησαν την Ελλάδα, και την έβαλαν στη λέσχη των προηγμένων εθνών. Αλλά μπορούν και προς το χειρότερο. Ως μέλος αυτής της μεταπολεμικής γενιάς, ο συγγραφέας διαπιστώνει την προσκαιρότητα πολλών πραγμάτων που τα θεωρούμε δεδομένα.

Γι’αυτό προτείνει – ως μέρος μιας ελληνικής ηθικής φιλοσοφίας – μια «τραγική αντίληψη της ζωής», τη συνειδητοποίηση του φθαρτού των πάντων, ως απάντηση στις αυταπάτες των ιδεολογιών και τών ανέφικτων προσδοκιών. Που να λειτουργεί ως αντίδοτο στους εγωιστικούς κοινωνικούς αυτοματισμούς και τους ανεφάρμοστους πολιτικούς μεσσιανισμούς. Και να αναχθεί σε ένα νέου είδους κοινωνικό συμβόλαιο στοιχειώδους αρμονικής συνύπαρξης. Αυτή τη φιλοσοφία μάλιστα την θεωρεί παγκόσμιας εμβέλειας και εφαρμογής.

Το δοκίμιο κλείνει αναπάντεχα αισιόδοξα, με ένα “μυστικό όπλο” της ελληνικής κοινωνίας – ορατό σε όσους έχουν ανοιχτά τα μάτια – απέναντι στα αδιέξοδα της ανθρωπότητας. Εξηγεί ότι όπως η ελληνική κοινωνία χρειάζεται εκσυγχρονισμό, έτσι και η παγκόσμια κοινωνία διψά για εξανθρωπισμό. Η τραγική αντίληψη για τη μοίρα τού πλανήτη και των ανθρώπων που ζητούν μια θέση στον ήλιο θα μπορούσε να αποτελέσει έναν “τρίτο δρόμο”, έναν ελληνικό “τρόπο”, που να λειτουργήσει οικουμενικά.

«Την Ελλάδα τη στραγγαλίζει μια αναστρέψιμη ανθρώπινη βούληση: τα ισχυρά συμφέροντα τών επιστατών και τών νοηματοδοτών μας».

«Οι επιστάτες ασκούν εξουσία, για ένα διάστημα, στο τιμόνι τής χώρας. Αλλά πόσο καλύτερη την αφήνουν από ό,τι την παρέλαβαν;»

Συνέντευξη με τον Πέτρο Χαριτάτο.

 

-Τι σας έκανε να γράψετε το δοκίμιο “Ελλάς Οδηγίες Χρήσης”, μετά το “Ανεξερεύνητες Σπέτσες” και την “Κίνηση τής Σύμφυσης”;
Από εδώ, τις Σπέτσες, είναι πιο ανάγλυφο το μέγα ελληνικό παράδοξο: να απέχει τόσο άδικα η θέση τής Ελλάδας από τις δυνατότητες τών Ελλήνων. Με τα χρόνια – και με τις εναλλαγές τών κυβερνήσεων – άρχισα να καταλαβαίνω σε τι οφείλεται, χάρη σε άπειρα ζωντανά παραδείγματα: από τις νοοτροπίες τών πολιτικών μας εκπροσώπων και από την απαθή ανικανότητα τής εξουσίας απέναντι στις υποδομές, την εργασία, την εκπαίδευση και την υγεία. Όλα τέλεια στο χαρτί και στραβά στην πράξη.

-Πιο συγκεκριμένα, πού εντοπίζετε το πρόβλημα;
Το εντοπίζω στους επιστάτες που μάς εκμεταλλεύονται και στους νοηματοδότες που παραμορφώνουν τα κριτήρια μας. Και που για τώρα, έχουν το πάνω χέρι.

-Χρησιμοποιείτε στο δοκίμιο μια ιδιαίτερη ορολογία – επιστάτες, νοηματοδότες. Γιατί;
Διότι θυμίζει την ευθύνη που αναλαμβάνουν. Κανείς δεν τους αναγκάζει ν’αναλάβουν δημόσιο ρόλο ως πολιτικοί κι ως διανοούμενοι. Ο επιστάτης ζητά να διαχειρίζεται την περιουσία μας και οφείλει να λογοδοτεί στους εντολείς του. Ο νοηματοδότης – διαφημιστής, δημοσιογράφος, καθηγητής – ζητά να μπαίνει στα μυαλά μας, να πλάθει κατανόηση η μίσος, αυτογνωσία ή αυταπάτη.
Διότι, από που αντλούν τον αυτοσεβασμό τους, αν όχι από τη βαριά ευθύνη τους; Από την ισχύ που αποκτούν και το γλείψιμο που δέχονται;

-Γράφετε πως η Ελλάδα ΔΕΝ είναι μια δυσλειτουργική κοινωνία, ενώ οι πιο πολλοί λένε το αντίθετο. Πώς το υποστηρίζετε;
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι κάποια ανεξέλεγκτη δύναμη όπως σεισμός, λοιμός ή καταποντισμός. Ούτε είναι ο χαρακτήρας των Ελλήνων και η νοοτροπία τής κοινωνίας. Την Ελλάδα τη στραγγαλίζει μια αναστρέψιμη ανθρώπινη βούληση: τα ισχυρά συμφέροντα τών επιστατών και τών νοηματοδοτών μας.

-Σε τι φταίνε αυτοί οι “νοηματοδότες”, οι πολιτικοκοινωνικοί “Influencers” για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της εποχής;
Φταίνε διότι συντηρούν ένα βαθύ χάσμα. Από τη μια πλευρά, την πραγματικότητα που τη ζει στο πετσί της η ελληνική κοινωνία. Και από την άλλη, ο τρόπος που εκείνοι την περιγράφουν.
Πώς το κάνουν; Με την αυτομαστίγωση, πετώντας με την κάθε αφορμή ένα πικρόχολο “Ελλαδιστάν γειά σου!” Με το τσουβάλιασμα των σωστών με τους δόλιους. Με το σαρκασμό τού τύπου “αυτά είναι ελληνικά πράματα, τι περιμένεις;” Με το αφελές “…αν το επίπεδο τού ελληνικού λαού ήταν καλύτερο, τότε…”.

«Βοήθα κι εσύ να μιλάμε πιο σωστά, πιο δίκαια για τον τόπο μας. Αν γίνει συνήθεια και εξαπλωθεί, θα δούμε και πιο σωστές κυβερνήσεις».

-Έτσι, οι νοηματοδότες επηρεάζουν τους επιστάτες που παίρνουν τις αποφάσεις;
Ναι διότι η αρνητική εικόνα τής κοινωνίας ευνοεί τις κακές συμπεριφορές τής εξουσίας, διασπείρει τις ευθύνες σε όλους μας και έτσι προστατεύει τούς φαύλους επιστάτες. Που έχουν αυτοπαγιδευτεί στο παιχνίδι της εξουσίας, καθώς η μια παράταξη πλειοδοτεί κατά της άλλης. Και εγκλωβίζουν τους πολίτες σε αμυντικές συμπεριφορές που, πολύ πονηρά, τις καταγγέλλουν οι νοηματοδότες ως εθνικά ελαττώματα.

-Περιγράφετε ως “πρύτανη τών αυτομαστιγωτών” τον διακεκριμένο εκπαιδευτικό και διανοούμενο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο. Ισχυρίζεστε ότι, ως νοηματοδότης, υπερβάλλει τα ελαττώματα της ελληνικής κοινωνίας και αποσιωπά τις αρετές της;
Ναι διότι σ’ ένα από τα πιο όμορφα βιβλία του, “Ερήμην των Ελλήνων”, δείχνει πως είναι παιδαγωγικά ωφέλιμο το αίσθημα ενοχής που καλλιεργούν οι νοηματοδότες μας εδώ και αιώνες, και που εκφράζεται τώρα με την αυτομαστίγωση. Δηλαδή να κατηγορούμε τον εαυτό μας και τον εθνικό χαρακτήρα για τα δεινά τού τόπου. Στηρίζεται δε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στην εξής σοφιστεία: απομονώνει κάποιες κακές συμπεριφορές αγνοώντας τις πολύ περισσότερες καλές, τούς κολλά μια ταμπέλα που γράφει “Εμείς” και έτσι μάς ζητά να νιώθουμε ένοχοι γι’αυτή τη “νηπιακή”, “ανώριμη” και “παρακμασμένη” κοινωνία μας, όπως την χαρακτηρίζουν οι διάδοχοί του. Ενώ παραμερίζουν το γεγονός πως η ελληνική κοινωνία έχει πιο πολλά που αξίζουν να τα θαυμάζεις παρά να τα περιφρονείς.
Έτσι προτείνουν μια εικόνα τού συλλογικού εαυτού μας που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Και σκηνοθετούν μια παράσταση που κρύβει τις αρετές τής ελληνικής κοινωνίας και την απεχθή συμπεριφορά τών επιστατών. Δηλαδή τις δυό κεντρικές αλήθειες που, αν τις κοιτάς κατάματα, θα φέρεσαι πιο απαιτητικά απέναντί τους.

Ο βιβλίο του Πέτρου Χαριτάτου «Ελλάς οδηγίες χρήσης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περισπωμένη.

-Οι επιστάτες, κατά τη γνώμη σας, ποιες “οδηγίες χρήσης” εφαρμόζουν;
Οι επιστάτες ασκούν εξουσία, για ένα διάστημα, στο τιμόνι τής χώρας. Αλλά πόσο καλύτερη την αφήνουν από ό,τι την παρέλαβαν; Μας παραμυθιάζουν με σπουδαίες υποσχέσεις, και πάντα καταλήγουν κατώτεροι τών περιστάσεων, με λίγες ατομικές εξαιρέσεις.
Διότι οι πιο πολλοί, εφαρμόζουν δοκιμασμένες οδηγίες χρήσης. Για παράδειγμα την παλιά οδηγία που λέει: “Βάζε το δικό σου συμφέρον πάνω από εκείνο τής χώρας.” Μόνο λίγοι την απορρίπτουν, και τότε το βλέπουμε σε χώρους τού Δημοσίου που λειτουργούν σωστά. Που δείχνουν, συγκριτικά, πόσο καλύτερα θα μπορούσαν να λειτουργούν και οι άλλοι.
Εφαρμόζουν μιαν άλλη δημοφιλή οδηγία: “Κοίτα να σε καλύπτει το γράμμα τού νόμου. Να εξασφαλίζεις την ασυλία σου, μήπως σού ζητήσουν να λογοδοτήσεις.” Και φέρονται ως Αφέντες τού παλιού καιρού που λαφυραγωγούν εναλλάξ το κράτος μας, όπως διαπίστωσε πικρά ο Ξενοφών Ζολώτας, εδώ και μια γενιά.
Και η χειρότερη απ’όλες τις οδηγίες χρήσης τους: “Να καλλιεργείς τη σύγκρουση, την πόλωση και το μίσος, πάντα γεννά ευκαιρίες για κέρδη σε σένα και ζημιές στον άλλο”.

-Και στους νοηματοδότες (διανοούμενους, δημοσιογράφους, δημοσιολογούντες), τι ακριβώς προσάπτετε;
Τους προσάπτω ότι θέτουν την πειθώ τους στην υπηρεσία τής φαυλότητας. Εφαρμόζουν, οι πιο πολλοί, την εξής οδηγία χρήσης: “Την ευθύνη για τα προβλήματα, να τη ρίχνεις στην ανώνυμη κοινωνία, όχι στους επώνυμους φταίχτες.”
Και τη συμπληρώνουν με κάτι χειρότερο: “Να στήνεις έναν καθρέφτη που ασχημαίνει όποιον τον κοιτάζει, για να νιώθει ποταπός και ένοχος. Και έτσι να ανέχεται, ως φυσικό επόμενο, τη φαυλότητα τού επιστάτη.”
Με τέτοια τεχνάσματα μεταφέρουν την ευθύνη για τα στραβά, στις δικές μας πλάτες. Σε πείθουν οι χρυσόστομοι να μη πιστεύεις αυτά που ζεις στο πετσί σου, αλλά εκείνα που αυτοί σού λένε.

-Στους ίδιους τους πολίτες οι οποίοι σίγουρα δεν είναι άμοιροι ευθυνών, ποιες “οδηγίες χρήσης” συνιστάτε;
Προτείνω τις εξής τέσσερις: Η πρώτη οδηγία λέει, “Οι φταίχτες είναι συγκεκριμένα πρόσωπα με φαύλες συμπεριφορές. Υπάρχουν σε όλα τα κόμματα. Μάθε να τους ξεχωρίζεις με βάση την προσωπική τους ευπρέπεια και όχι το κόμμα τους. Να χαμηλώνεις την ένταση κι αντί ν’ακούς τι λένε, καλύτερα να κοιτάς πώς φέρονται. Και να πιέζεις εκεί που πιάνει τόπο.”

Με μεγάλη προσοχή, να η δεύτερη οδηγία: “Δείχνε την αηδία σου εκεί που πρέπει, όχι στο σύνολο. Δίχως κομματισμό. Ευγενικά και σταθερά, ο αριστερός προς τον φαύλο αριστερό, ο δεξιός προς τον φαύλο δεξιό. Να τον ψέγει, να τον ειρωνεύεται, να ξυπνά τη ντροπή του. Μήπως έτσι ραγίσει η ομερτά ανάμεσα στους φαύλους και τους άλλους.”

Με ψυχραιμία, να η τρίτη οδηγία: “Μην τσουβαλιάζεις. Μην ταυτίζεις τους άθλιους με το πολιτικό μας σύστημα. Μην απαξιώνεις τη δημοκρατία και τους θεσμούς, επειδή τους διαστρέφουν κακοί επιστάτες. Διότι τότε δίνεις πάτημα στην ανομία και στο φασισμό.”

Και τέλος η τέταρτη οδηγία χρήσης: “Ν’αγαπάς την Ελλάδα, παρά τον ανάξιο επιστάτη και τον πονηρό νοηματοδότη που δήθεν μιλούν για λογαριασμό της. Τους φταίχτες να κακολογείς, όχι τη μάνα τους. Βοήθα κι εσύ να μιλάμε πιο σωστά, πιο δίκαια για τον τόπο μας. Αν γίνει συνήθεια και εξαπλωθεί, θα δούμε και πιο σωστές κυβερνήσεις.”

«Οι φταίχτες είναι συγκεκριμένα πρόσωπα με φαύλες συμπεριφορές. Υπάρχουν σε όλα τα κόμματα».

-Γιατί λέτε πως αξίζει ν’αγαπάς την Ελλάδα, είτε είσαι Έλληνας, είτε είσαι ξένος;
Υπάρχουν τρεις λόγοι: Πρώτον, η ελληνική “τέχνη τού βίου” σε εξασκεί σε κάτι πολύτιμο, πώς να ζεις με συνθήκες που στρέφουν ένα μέρος τού εαυτού σου εναντίον σου.

Δεύτερον, σού διδάσκει κάτι χρήσιμο, αφού εδώ μαθαίνεις πώς να συμβιώνεις με ισχυρότερες δυνάμεις, κρατώντας όμως απόσταση, διότι βλέπεις τους ψυχρούς υπολογισμούς πίσω από τις συμπαθείς προσόψεις.

Και τρίτον, σου μαθαίνει κάτι σοφό. Διότι οι εμπειρίες του Ελληνισμού για την τραγικότητα τής ιστορίας, σου προτείνουν μια στάση ζωής που έχει οικουμενική αξία: να κρατάς μιαν ειρωνική απόσταση απέναντι στις λαμπερές υποσχέσεις, και να προτιμάς τα όρια, το “μέτρον”, δηλαδή την ισορροπία τών πραγμάτων.

-Τελικά το δοκίμιο σας είναι ένα είδος διακήρυξης υπέρ ενός νηφάλιου πατριωτισμού;
Εμείς οι θνητοί είμαστε πιο πρόσκαιροι από τις ιδέες μέσα στις οποίες κολυμπάμε, ιδέες που μάς δείχνουν πώς να κοιτάμε τα πράγματα, πώς να κρίνουμε τους άλλους. Σε αυτόν τον κόσμο ιδεών υπάρχει ένας πόλεμος νοοτροπιών. Τελικά, όλο μας το πολιτικό πρόβλημα, νομίζω, ανάγεται σ’αυτόν τον πόλεμο νοοτροπιών.
Έχουμε δυό αφηγήσεις που διεκδικούν το νού και τη φωνή μας. Η μια – η στραβή – ζημιώνει την Ελλάδα και διευκολύνει την φαυλότητα. Προς το παρόν υπερισχύει. Η άλλη – η ρεαλιστική – είναι η αφήγηση που δεν ακούγεται αρκετά πλατιά. Διότι η νηφαλιότητα δεν παράγεται όπως η επιθετικότητα και η υστερία. Χρειάζεται συστηματική υποστήριξη για να διορθώσουμε τη βλαβερή ασυμμετρία.
Δεν μιλάω για πόλεμο ιδεολογικό όπως Πρόοδος με Συνητήρηση ή Κομμουνισμός με Καπιταλισμό κλπ. Εδώ έχουμε κάτι παραπάνω, ένα είδος δαρβινικού συστήματος. Μια οικολογία, όπου θες δεν θες συμμετέχεις, επηρεάζεις, επηρεάζεσαι. Αφορά πράγματα που δεν τα πολυσκέφτεσαι, όπως λ.χ. τα κριτήρια σου, τα όσα θεωρείς ως αυτονόητα. Όλα αυτά προσπαθώ να τα δείξω στο δοκίμιο και ελπίζω το εξής: πως θα βρεθεί κάποιος που να εξηγεί καλύτερα αυτό τον πόλεμο νοοτροπιών, από ό,τι έκανα εγώ.

 

Διαβάστε ακόμα: «Η ίδια η ζωή είναι το masterplan. Κάθε στιγμή που τρέχει είναι το “μεγάλο σχέδιο”».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top