glass4

«Θέλω να φτάσω στην απαρχή της μουσικής εμπειρίας, στην αφετηριακή ευαισθησία που αφυπνίστηκε στο εδεμικό ανθρωποειδές, στις αρχέγονες αλχημείες τού εγκεφάλου των ανώτατων θηλαστικών…» (Φωτογραφία: University of Virginia)

Στη διάρκεια της επαγγελματικής μου θητείας ως μουσικοκριτικός, είχα την τύχη να συναντήσω κορυφαίους δημιουργούς, από τον Γιάννη Ξενάκη και τον Γκιέργκι Λίγκετι, έως τη Λόρι Άντερσον και τον Μπράιαν Ίνο. Ωστόσο, ίσως και λόγω των προσωπικών μου εμμονών, τις περισσότερες και εκτενέστερες συζητήσεις (πάνω από επτά, πολλές ακόμη αδημοσίευτες εν μέρει ή εν όλω, όπως η συζήτηση που ακολουθεί) τις μοιράστηκα –το 2007– με τον συνθέτη Φίλιπ Γκλας. Τον, κατ’ εμέ, πιο ευνοημένο αλλά και πιο ευφυή μινιμαλιστή του 20ού αιώνα.

Κατά την προσωπική μου άποψη, ο Φίλιπ Γκλας είναι χωρίς αμφιβολία «ο Χένρι Φορντ της μουσικής βιομηχανίας». Ως γνωστόν, ο Φορντ σχεδίασε την πρώτη κινητή γραμμή παραγωγής το 1913, φέρνοντας επανάσταση στην κατασκευαστική διαδικασία με το Ford Model T. Σκοπός του ήταν να παραγάγει το μεγαλύτερο αριθμό αυτοκινήτων, με το απλούστερο σχέδιο, εξασφαλίζοντας το χαμηλότερο δυνατό κόστος χάρη σε μια επαναληπτική διαδικασία συναρμολόγησης πανομοιότυπων επιμέρους τμημάτων του τελικού προϊόντος.

«Εσείς οι Έλληνες έχετε πει κάτι πολύ εύστοχο, ότι γηράσκουμε αεί διδασκόμενοι».

Κάτι ανάλογο ξεκίνησε και ο Φίλιπ Γκλας στη δεκαετία του 1960. Αντλώντας μαθήματα κυρίως από την απλότητα των μελωδιών του Ερίκ Σατί (ο οποίος θεωρείται ο πρώτος δυτικός μινιμαλιστής στη νεότερη μουσική ιστορία, αφού τόσο το βυζαντινό μέλος όσο και το διάδοχο γρηγοριανό μέλος υπήρξαν εκ φύσεως «μίνιμαλ» μορφές μυστικιστικής τελετουργίας) αλλά και από τον παλμό των παραδοσιακών ινδικών ράγκας, διδαγμένων στον Γκλας από τον Ραβί Σανκάρ, δημιουργεί ή δανείζεται (ως πρωτοπόρος του sampling) ελάχιστα μοτίβα ρυθμομελωδιών, τα οποία συναρμολογεί κατά το δοκούν, αυτοσχεδιαστικά, κρατώντας τα ανέπαφα ή μεταλλάσσοντάς τα αμυδρά όπως ένα δέντρο τα φύλλα του, συναρμολογώντας με το ίδιο ή παρεμφερές θεματικό υλικό μια πανσπερμία διαφορετικών έργων. Φυσικά, σήμερα, το σύστημά του (εξ ου και ο χαρακτηρισμός του έργου του και ως system music) έχει εξελιχθεί στο έπακρο, εμπλουτισμένο με οικουμενικές μουσικές αναφορές και ενταγμένο συνειδητά στον μεταμοντέρνο μελωδισμό, ενώ έχει αμβλυνθεί καταλυτικά τόσο σε ακαδημαϊσμό όσο και σε φουτουρισμό υπέρ ενός συμβατικά ρέοντος συναισθήματος.

Απόηχοι των φάσεων της μετεξέλιξης της μουσικής σκέψης του Γκλας ανιχνεύονται εύκολα στο έργο τού Ντέιβιντ Μπόουι, του Μπράιν Ίνο, του Μάικλ Όλντφιλντ, όπως και στο έργο των Κράφτβερκ και των κληρονόμων της ρομποτικής τους εμμονής: αν ακούσετε τα δύο πρώτα άλμπουμ του Φίλιπ Γκλας, το «Music With Changing Parts» και το «Music In Similar Motion / Music In Fifths», των ετών 1971 και 1973 αντιστοίχως, θα καταλάβετε τι εστί σκληροπυρηνικός εμβιομηχανικός ρομποτισμός. Αμφότερα, ηχώντας σαν συρραμμένα σε μονότονη ροή στιγμιαία όνειρα –αντανακλαστικές στικτές νότες– των ρομπότ συναρμολόγησης από τα εργοστάσια των διαδόχων του Χένρι Φορντ, είναι μακροσκελείς ιδεοληπτικοί ηχομονόλιθοι τελείως ξένοι προς την αφουγκράσιμη ανθρώπινη ρυθμολογία ή τη λυρική έκφραση χιλιετιών – στα αυτιά μου έμοιαζαν και εξακολουθούν να μοιάζουν με ψυχαναγκαστική μουσική μαθηματικών όντων από το υπερδιάστημα!


Διαβάστε ακόμα: Brian Eno – Καθέλκυση Ship, ανέλκυση Ambient


Άλλες προφανείς συγγένειες με την «κουρδιστή» μουσική του Φίλιπ Γκλας αναγνωρίζονται εξίσου εύκολα στις αμιγώς μίνιμαλ συνθέσεις τής Λόρι Άντερσον ή του Βιμ Μέρτενς και του Μάικλ Νάιμαν, αλλά ακόμα και σε οικείους σε όλους συνθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου, όπως ο Χανς Ζίμερ (πιο πρόσφατο παράδειγμα, το σάουντρακ της ταινίας «Interstellar»).

Αλλά ιδού τι μου είπε ο ίδιος ο Γκλας για το ύφος και το ήθος της μουσικής του, για την Ελλάδα, για τους συνθέτες μας και τους ερμηνευτές μας, αλλά και για την παγκοσμιότητα της τέχνης ως τελετουργία επικοινωνίας με το μακρινό παρελθόν της πνευματικότητας.

glass2

«Σας το λέω με πάσα ειλικρίνεια, αισθάνομαι πολίτης του κόσμου, με τις ρίζες μου, ως ύπαρξης και ως δημιουργού, να απλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη». (Φωτογραφία από τη σελίδα του Philip Glass στο Facebook)

Η συνέντευξη

Κύριε Γκλας, μας επισκέπτεστε πλέον πολύ συχνά…
Ναι, η αλήθεια είναι ότι αγαπώ την Ελλάδα, αλλά και οι Έλληνες με αγαπούν, το έργο μου τουλάχιστον…

Τι σας συγκινεί περισσότερο στη χώρα μας;
Η φιλοξενία σας, ο ελληνικός μεσογειακός χαρακτήρας, η άνεσή σας στην επικοινωνία, ο αυθορμητισμός. Και βέβαια τα όμορφα μνημεία σας. Ο Παρθενώνας, το Σούνιο, η Ολυμπία, οι Δελφοί… Και τα νησιά του Αιγαίου, επίσης, είναι υπέροχα…

Είναι κολακευτικό να εκτιμάτε εσείς ειδικά, ένας από τους πιο κοσμογυρισμένους συνθέτες, τη σύγχρονη Ελλάδα. Η ίδια η μουσική σας μοιάζει να είναι το συναισθηματικό απόσταγμα των αέναων ταξιδιών σας σε όλες τις ηπείρους της Γης.
Δεν έχετε άδικο. Και αυτοί οι κύκλοι αναζητήσεων και συναντήσεων ανά τον κόσμο δεν λένε να κλείσουν. Ανανεώνονται διαρκώς. Μου θυμίζουν τις σπείρες της ανατολίτικης φιλοσοφικής σκέψης ή τα αρχαία περσικά ζιγκουράτ, εκείνα τα κτίσματα που τυλίγονταν ιλιγγιωδώς προς τον ουρανό. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πού θέλω να φτάσω…!

Πού θέλετε να φτάσετε;
Ίσως όχι προς τα επάνω αλλά προς τα κάτω, στην απαρχή της μουσικής εμπειρίας, στην αφετηριακή ευαισθησία που αφυπνίστηκε στο εδεμικό ανθρωποειδές, στις αρχέγονες αλχημείες τού εγκεφάλου των ανώτατων θηλαστικών… Ουσιαστικά αναμετρώμαι με τις βαθύτερες, τις βαθύτατες, ανάγκες μου και με τις βαθύτερες, τις βαθύτατες, ανάγκες των άλλων…

Δεν σας αρκεί η πλούσια παιδεία και η καθημερινή σας εμπειρία στη Νέα Υόρκη ώστε να εμπνέεστε και να πλάθετε μουσικές εσαεί;
Εσείς οι Έλληνες έχετε πει κάτι πολύ εύστοχο, ότι γηράσκουμε αεί διδασκόμενοι. Αλλά, πώς να το πω, ίσως ένα είδος αποδημητικού ενστίκτου να με καλεί από τη μια γωνιά του κόσμου στην άλλη. Και όχι απλώς οι συμβατικές επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Κάποτε μάλιστα διατηρούσα έξτρα κατοικίες εκτός ΗΠΑ, στη Βραζιλία και στον Καναδά. Σας το λέω με πάσα ειλικρίνεια, αισθάνομαι πολίτης του κόσμου, με τις ρίζες μου, ως ύπαρξης και ως δημιουργού, να απλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Η μουσική μου, λοιπόν, ως αυθεντική προσωπική έκφραση, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό. Ωστόσο στο επίκεντρό της αναπνέει η Δύση, οι ανταύγειες του πολιτισμού της και της τεχνοκρατίας της είναι νομίζω κυρίαρχες…

Μας είχε εκπλήξει ευχάριστα η συμμετοχή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη στο έργο «Ωρίων», μια παραγγελία της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας Αθήνα 2004. Πώς την επιλέξατε; Την είχατε θαυμάσει κι εσείς στο διεθνές φεστιβάλ Womad;
Όχι, για να είμαι ειλικρινής, δεν την είχα συναντήσει από πριν. Δυστυχώς δεν γνώριζα ούτε την καταπληκτική φωνή της ούτε το ποια θέση κατέχει στο ελληνικό μουσικό στερέωμα, ούτε το πόσο εντυπωσιακή γυναικεία παρουσία είναι! Όλα συνέβησαν δια της τυπικής οδού. Πήρα δηλαδή στα χέρια μου καμιά εικοσαριά CD από την Ελλάδα, τα άκουσα όλα πολύ προσεκτικά και, πριν το πολυσκεφτώ, το «Τζιβαέρι», αυτό το παραδοσιακό μελωδικό αριστούργημα τραγουδισμένο από την Ελευθερία Αρβανιτάκη, έμελλε να μου κλέψει την καρδιά. Μου άρεσε περισσότερο απ’ όλο το άλλο μουσικό υλικό, μου άρεσε περισσότερο κι από τα τρία-τέσσερα έξτρα τραγούδια που μου έστειλε η ίδια, καθώς επιπλέον ταίριαζε τέλεια σ’ αυτό που είχα κατά νου να προσφέρω στην Ολυμπιάδα της Αθήνας. Να φανταστείς δεν γνώριζα καν πως ήταν παραδοσιακό τραγούδι, μετά το έμαθα και αυτό με χαροποίησε ιδιαίτερα. Αναζητώντας μια αυθεντική ελληνική αναφορά για τον πολυπολιτισμικό «Ωρίωνα», η διαίσθησή μου δεν λάθεψε. Γενικώς, σε ό,τι δημιουργώ, έστω και αν εργάζομαι συστηματικά, ίσως κάποτε και εξαντλητικά, πάνω σε μια ιδέα, ακολουθώ πάντα το ένστικτό μου, το εμπιστεύομαι απόλυτα. Το «Τζιβαέρι», όμως, αποδείχθηκε η κορωνίδα του έργου «Ωρίωνας», η πιο πετυχημένη μου επιλογή. Ήταν απίστευτο το τι συνέβαινε κάθε βράδυ στο άκουσμά του, στο διεθνή κύκλο συναυλιών για την παρουσίαση του έργου και της ολυμπιακής ιδέας. Το κοινό, για παράδειγμα, στη Λυών ή στο Λονδίνο, χωρίς να γνωρίζει ελληνικά, πραγματικά συνεπαρμένο, στην αρχή ψιθύριζε και μετά τραγουδούσε μαζί μας τα λόγια, ζητώντας μας να το ξαναπαίξουμε. Στιγμές μεγάλης συγκίνησης, που θα μου μείνουν αξέχαστες. Πιθανώς, σε αντίθεση με μένα, γνώριζαν ήδη αυτό το τραγούδι και το λάτρευαν…

«Το “Τζιβαέρι”, αυτό το παραδοσιακό μελωδικό αριστούργημα τραγουδισμένο από την Ελευθερία Αρβανιτάκη, έμελλε να μου κλέψει την καρδιά».

Συνθέτες όπως τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Σαββόπουλο, τους γνωρίζετε; Είστε εξοικειωμένος με το έργο τους; Έχετε ενημερωθεί για τη σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή;
Είναι γεγονός πως κάθε φορά που επισκέπτομαι την Ελλάδα γνωρίζω συνθέτες, συναντώ σπουδαίους μουσικούς, σολίστ κ.λπ. Ωστόσο, λυπάμαι, δεν μπορώ να πω πως είμαι στ’ αλήθεια εξοικειωμένος με τη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία, την έντεχνη ή τη λαϊκή, πόσο μάλλον να ισχυριστώ ότι γνωρίζω σε βάθος το έργο κάποιου από τους κορυφαίους εκπροσώπους της, αν και έχω πλέον ακούσει μερικά χαρακτηριστικά τραγούδια τους, με τη βοήθεια των εν Ελλάδι συνεργατών μου…

Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, στη Μεσόγειο, αλλά και στην Αφρική ή στην Ασία, διακρίνετε μουσικές ομοιότητες ανάμεσα στα παραδοσιακά μουσικά συστήματα στα οποία βασίζονται τα τραγούδια τα δικά μας και των γειτόνων μας;
Ασφαλώς και ακούω πολλές ομοιότητες, αλλά ακούω και διαφορές. Μάλιστα οι περισσότερες διαφορές είναι σε επίπεδο ερμηνείας. Το σημαντικό στους παραδοσιακούς πολιτισμούς είναι όντως ο τρόπος της ερμηνείας, το ιδιαίτερο παίξιμο των λαϊκών μουσικών. Η ίδια μελωδία μπορεί να αποκτήσει εντελώς διαφορετική ταυτότητα στα χέρια διαφορετικών δεξιοτεχνών, μουσικών από διαφορετικά σημεία μιας χώρας, πόσο μάλλον από γειτονικούς ή απομακρυσμένους μεταξύ τους μουσικούς πολιτισμούς. Καταγράφεις δηλαδή μερικές νότες σε μια παρτιτούρα και κάθε φορά μπορείς να τις ακούς να ηχούν διαφορετικά, να βγάζουν άλλο συναίσθημα, άλλη ατμόσφαιρα, να ταξιδεύουν με άλλο τρόπο, πότε στα χέρια ενός Έλληνα οργανοπαίχτη, πότε στα χέρια ενός Τούρκου, πότε στα χέρια ενός Άραβα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι συμβουλευτήκαμε κορυφαίους Έλληνες μουσικούς προκειμένου να αποδώσουμε όσο πιο σωστά γίνεται το «Τζιβαέρι»…

Οι δικές σας μελωδίες, πάντως, όσο και αν φιλτράρουν στοιχεία από ξένες κουλτούρες, εξωδυτικές, στην πραγματικότητα δεν απομακρύνονται από τα πρότυπα τις παιδείας σας, από τις τεχνικές βάσεις που έχετε διδαχτεί. Τελικά, γράφετε πιο κοντά στο πνεύμα του κλασικισμού παρά στο πνεύμα του ρομαντισμού ή της αβανγκάρντ…
Επιτέλους και κάποιος που το λέει! Αν μη τι άλλο, οι τεχνικές λεπτομέρειες της μουσικής μου «προδίδουν» τη σχέση μου με τον 17ο και τον 18ο μάλλον παρά με τον 19ο αιώνα. Εξάλλου, είναι γεγονός πως θαυμάζω απεριόριστα την απόλυτη διαύγεια της κλασικής μελωδίας, της κλασική φόρμας γενικότερα, στο ύψος της οποίας προσπαθώ και ελπίζω να σταθώ κάποτε επάξια… (γελάει).

«Σημασία έχει ποιο μονοπάτι σού ταιριάζει πραγματικά, ποιο οδηγεί στην καρδιά σου, στη χώρα των συναισθημάτων, και όχι στους ακαδημαϊκούς θώκους ή στις κλίκες των σνομπ…»

Η άμβλυνση του επαναστατικού πνεύματος στη σύγχρονη έντεχνη αναζήτηση, η απομυθοποίηση της ψυχαναγκαστικής ρήξης με το παρελθόν, η θριαμβευτική επιστροφή της μελωδίας και των ethnic παλμών στην έντεχνη δημιουργία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όλα αυτά τι φανερώνουν, τι είδους μονοπάτι επικοινωνίας είναι;
Όλα αυτά φανερώνουν προφανώς την κόπωση, όχι μόνο του κοινού αλλά και των ίδιων των δημιουργών, από το ιδεολογικό κλισέ της «επανάστασης για την επανάσταση» και από το άγχος της καριερίστικης ακαδημαϊκής παραδοξολογίας. Όμως και αυτά μονοπάτια είναι τελικά όπως το μονοπάτι της μελωδίας ή το μονοπάτι των έθνικ συναντήσεων. Σημασία έχει ποιο μονοπάτι σού ταιριάζει πραγματικά, ποιο μονοπάτι οδηγεί στην καρδιά σου, στη χώρα των συναισθημάτων, και όχι στους ακαδημαϊκούς θώκους ή στις κλίκες των σνομπ…

glass1

«Το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου, άμεσα ή έμμεσα, σχετίζεται με εικόνες εν κινήσει, με δράση, με δράμα. Η μεγάλη μου αγάπη είναι το μουσικό θέατρο. Γράφω συστηματικά όπερες, μουσική για θέατρο, μουσική για μπαλέτο…» (Φωτογραφία από τη σελίδα του Philip Glass στο Facebook)

Πορευτήκατε αισίως και στο λυρικό, σκιώδες όπως πάντα, αλλά βαθύτατα ερωτικό μονοπάτι του Λέοναρντ Κόεν. Πώς καταλήξατε σε αυτή την επιλογή, στη μελοποίηση ποιημάτων από «Το Βιβλίο του Πόθου»;
Πιστεύω ότι η συνεργασία μας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήταν αναπόφευκτη. Ανέκαθεν θαύμαζα απεριόριστα την τέχνη του Κόεν, την αυθεντικότητά του, τόσο ως μουσικού, τραγουδοποιού, τραγουδιστή, όσο και ως ποιητή. Και ο ίδιος εκτιμούσε τη μουσική μου… Δεν είμαστε ξένοι. Γνωριζόμαστε από παλιά και όλο αυτό το διάστημα κρατούσαμε επαφή. Η αλήθεια είναι ότι συχνά διαφωνούμε σε πολλά, αλλά οι διαφωνίες μας μας εμπνέουν, καταλήγουν άκρως δημιουργικές. Το ενδεχόμενο της συγκεκριμένης συνεργασίας, ακριβώς με βάση την εν λόγω ποιητική συλλογή, το είχαμε συζητήσει πριν από περίπου έξι χρόνια. Απλώς αργήσαμε να υλοποιήσουμε ένα προμελετημένο σχέδιο, αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ… Σημασία έχει ότι το τελικό οπτικοακουστικό αποτέλεσμα μας άφησε απόλυτα ικανοποιημένους και τους δύο…


Διαβάστε ακόμα: Λέοναρντ Κόεν – Για ποιον έγραψε το «Dance me to the end of love»;


Σας τρομάζει η λέξη Βαβέλ ως συνώνυμο του σύγχρονου κόσμου;
Αν δούμε τον κόσμο σφαιρικά, πολιτικά, γεωστρατηγικά, προφανώς ναι…. Οι συγκρούσεις δεν έχουν τελειωμό… Αν εξετάσουμε όμως τη μουσική του, τότε μάλλον όχι…. Οι μεγάλες επαναστάσεις, οι συγκρούσεις και οι προσμίξεις, ευτυχώς, περνούν από το σώμα της μουσικής εν είδει ίωσης!

Πιστεύετε ότι η μουσική είναι όντως μία;
Εδώ, χμ, θα πώ μόνο ότι μιλάμε για εμπειρίες που μπορεί να αγγίξουν τον καθένα ανάλογα με τη σφαίρα επιρροής τους. Οπότε πρέπει κανείς να αναρωτηθεί τι καθορίζει μια σφαίρα επιρροής. Ποιοι νόμοι καθορίζουν την έκταση και την έντασή της. Είναι σαν αυτό που δίδαξαν οι αρχαίοι λαοί, και που επιβεβαιώνει η σύγχρονη μουσική, ότι στην ίδια αλήθεια φτάνεις από διαφορετικούς δρόμους, αλλά ο κάθε δρόμος καθορίζει την όψη της αλήθειας που θα δεις….

«Στην ίδια αλήθεια φτάνεις από διαφορετικούς δρόμους, αλλά ο κάθε δρόμος καθορίζει την όψη της αλήθειας που θα δεις….»

Δηλαδή τα πράγματα δεν είναι μόνο ο εαυτός τους. Γίνονται γλώσσα αλληγορίας για τον κόσμο ως διαρκή αλλαγή…..
Δυο πολύ σωστές έννοιες: «αλληγορία» η μια και «αλλαγή» η άλλη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο κρυμμένο νόημα ή μήνυμα πίσω από μια μουσική πράξη που φέρει την υπογραφή μου, μια συμφωνία ας πούμε ή μια όπερα. Σίγουρα όμως το παιχνίδι ανάμεσα στην αλλαγή και τη μη αλλαγή, τη φαινομενική εξέλιξη και τη φαινομενική επανάληψη, είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει τη μουσική μου και τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι γενικά τη μουσική. Ένα θέατρο μικρών ρόλων, που η επανάληψή τους είτε τους γιγαντώνει είτε τους αποδυναμώνει, καθώς σε δεύτερο πλάνο ή με ανεπαίσθητες μετατοπίσεις τα πάντα έχουν αλλάξει. Συχνά μεταμορφώνονται ακόμη και στο αντίθετό τους…

Μια λυρική πιρουέτα παθαίνει ανακοπή, ένα μηχανικό μοτίβο αλλάζει ράγες, μια αρειανή άρια καταλήγει στο μπαλκόνι της Ιουλιέτας … (γέλια)
Αν σας δίνω τέτοιες εικόνες με τη μουσική μου, τότε έχω πετύχει το σκοπό μου!

Για μένα είστε καθαρά ένας κινηματογραφικός συνθέτης που παλεύει με τον ακαδημαϊσμό και, στις καλές στιγμές, νικάει. Σας ταιριάζει δηλαδή αυτό το είδος οπτικής. Τα τράβελινγκ σε ανοιχτό ορίζοντα, οι μεταμορφώσεις μιας πάλης, η κίνηση των νεφών, η υπερένταση, η καρδιογραφία των ρυθμών του πλανήτη….
Καρδιογραφία, αυτό μου άρεσε ιδιαιτέρως…

Όχι πως δεν έχετε κατηγορηθεί και για μουσική που παραγίνεται μηχανιστική, μονολιθική, αδιέξοδη…
Εγώ δεν το βλέπω έτσι, αν και πολλές φορές νιώθω πως κάτι δεν πάει καλά στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά, εν πάσει περιπτώσει, έχω μάθει να κοιτάζω μπροστά και να προχωρώ. Μη μου πείτε ότι δεν αντιλαμβάνεστε τρομακτικές διαφορές ανάμεσα στο «Μουσική σε Δώδεκα Μέρη» και στο «Η Ωραία και το Τέρας», για να φέρω ένα παράδειγμα…

«Η πραγματική σου πρόσκληση ως δημιουργού είναι το μέτρο των δυνάμεών σου. Να αφήσεις το ξέφωτο και να ξαναμπείς στο δάσος, να ψαχτείς…»
tsanakas glass

Ο Χρήστος Τσανάκας με τον Φίλιπ Γκλας – «μια από τις προσωπικές μουσικές εμμονές μου», παραδέχεται ο ίδιος.

Πόσο ενδεικτικοί είναι και οι τίτλοι, ε; Ασφαλώς και τα δύο έργα τα χωρίζει μεγάλη απόσταση, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Και νιώθω ευτυχής γι’ αυτό, επειδή στις πρώτες σας δουλειές αισθάνομαι σαν φοιτητής ανατομίας, ενώ, από το «North Star» και μετά, αγοράζοντας ένα δίσκο σας είναι σαν να κόβω εισιτήριο για το σινεμά….
Μα αυτό ακριβώς κάνετε! Αφού το «North Star» ήταν soundtrack. Και το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου, άμεσα ή έμμεσα, σχετίζεται με εικόνες εν κινήσει, με δράση, με δράμα. Η μεγάλη μου αγάπη είναι το μουσικό θέατρο. Γράφω συστηματικά όπερες, μουσική για θέατρο, μουσική για μπαλέτο…

Φιλόδοξες multimedia κοσμολογίες! Στα «Τρομερά παιδιά», για παράδειγμα, ο συνθέτης σκηνοθετεί το ξύπνημα ενός κειμένου 66 ετών, δανείζοντάς του το σώμα επτά χορευτών, τη φωνή τεσσάρων τραγουδιστών όπερας, τον ήχο τριών πιάνων, τον χρόνο μιας ολοκληρωμένης παράστασης… Εκπληκτικές προκλήσεις υψηλών υποσχέσεων!
Οι υποσχέσεις, βέβαια, μετρούν στην πράξη. Υπόσχεση και όνειρο, για έναν δημιουργό, έχουν κάτι κοινό, αλλά η πραγματική πρόσκληση είναι το μέτρο των δυνάμεών σου. Να αφήσεις το ξέφωτο και να ξαναμπείς στο δάσος, να ψαχτείς…

Να ψάξεις ό,τι έχεις χάσει μέσα στη σιγουριά σου, να ρίξεις μια ματιά πίσω από τον καθρέφτη;
Και να ταξιδέψεις μόνος ή με άλλους –προσωπικά προτιμώ με άλλους– έως εκεί….

Στην επόμενη σελίδα: Philip Glass – Top 10. Ο Χρήστος Τσανάκας επιλέγει.

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top