«Κι εκείνος / πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος, / ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια, / σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος».

Γιάννης Ρίτσος, «Ο χώρος του ποιητή»

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, – ψιθύρισε μόνος του –
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».

 

(Από τη συλλογή «12 ποιήματα για τον Καβάφη», εκδ. Κέδρος, 1963. Περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα – Τόμος Θ’», εκδ. Κέδρος, 1989)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφοδρά συμπλέγματα».

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top