«Τον έσωσα από βέβαιο θάνατο στα σκουπίδια / κι εκείνος με γλίτωσε / απ’ το χρόνιο πένθος για τα θύματα, / τα φολαρισμένα μου γατιά». (Balthus, «The Game of Patience», 1945–55).

Παυλίνα Μάρβιν, «Μαύρη μαγειρίτσα»

Με δυό μαχαίρια και με νεύρο τρελό
κόβω το φλεμόνι· δεκάρα δεν δίνω αν είναι
κατσίκας ή ταύρου:
απλά καταλαβαίνω ότι
η ιστορία με τον Ρομίλ με παλαβώνει ακόμη.
Ο Ρομίλ πρόλαβε να φάει φλεμόνι με όρεξη
εγώ, είκοσι χρόνια μετά,
δεν προλαβαίνω να το μαχαιρώσω
για τις ανάγκες της ανάστασης:
δαιμόνιες μητέρες κατσαρόλες
τσιρίζουν να επισπεύσω.
Τον έσωσα από βέβαιο θάνατο στα σκουπίδια
κι εκείνος με γλίτωσε
απ’ το χρόνιο πένθος για τα θύματα,
τα φολαρισμένα μου γατιά.
Τελικά, φιλάνθρωποι ή φιλόζωοι
κανείς δεν έσωσε ποτέ όσο χρειάζεται.
Τον αγαπούσα τον Ρομίλ
για τη μεγάλη παιδική κοιλιά μας,
αν είχε ζήσει,
θα την παίρναμε σε ύψος και οι δύο.

Η χύτρα που βράζει τα έντερα
μου θυμίζει τη φόνισσα γιαγιά μου.
Η αγάπη της για τις γάτες μας
δεν την εμπόδιζε να ελέγχει
τον υπερπληθυσμό στην αυλή
πνίγοντας τα νεογνά
στον κουβά και στη σακούλα
τις ώρες του σχολείου.
Μα η αγάπη της γιαγιάς μου για μένα,
της επέβαλε να αποτρέπει πάντοτε
τον ίδιο φόνο από άλλα χέρια:
αμέτρητα απογεύματα κλαίγοντας μέσα στα χαρτόκουτα,
με σύριγγες, κολλύρια, υπόθετα για δεκάδες μωρά γάτας
μωρά που έμελλε να σωθούν από εμένα
για να βαπτισθούν λίγο μετά απ’ τη γιαγιά μου
μόνο σε Ξένια, Ξενούλα, Πολυξένη, Ξενοφώντα,
ώστε να θυμούνται καλά σ’ ολόκληρη τη μικρή ζωή τους
πως είναι ξένα, όχι δικά μας
πως είναι τα παρ’ ολίγον νεκρά γατιά
της μιας και της άλλης γειτόνισσας,
όχι βέβαια τα δικά μας
πως μάλλον θα τα χαρίσουμε στον πρώτο τυχόντα πρόθυμο
που δεν βρέθηκε ποτέ
αλλιώς θα πεθάνουν από ρόδα, από φόλα
και σαν δικά μας τότε θα τα κλάψουμε.
Περάσαμε πολλά απογεύματα κλαίγοντας
και το φλεμόνι να σαπίζει στα σκουπίδια του κρεοπώλη
με το όνομα Λαμπερός
για τις ανάγκες της ανάστασης.

Το φλεμόνι, σφουγγάρι κρέατος πηγμένο στο αίμα,
κι όμως του Ρομίλ ο βουβός θάνατος
σταγόνα αίμα δεν κύλησε.
Εκτός τα τσόκαρά μου
που ξύλινα χτυπήθηκαν σκληρά
στην άκρη ποταμού που χτυπήθηκε κι αυτός
για να γίνει δρόμος
να παίζουν οι εχθρικοί μου φίλοι
Γιώργος και Γιώργος και Γιώργος
το παιδικό τους το ποδόσφαιρο
και για να προσγειωθεί μια τόσο μεγάλη μπάλα
στο πιο μικρό κεφάλι του κόσμου,
όταν έπεσε ξερό το κεφάλι, τίποτα δεν ήχησε
κι έγινε ο Ρομίλ μου από γατί, κάτι το στρόγγυλο,
μια νεκρή κοιλιά
που έτρεξε να τη θάψει η γιαγιά
για τις ανάγκες της ανάστασης.

Κανείς δεν μας ζήτησε συγγνώμη
ούτε στα ψέματα, μιας που ήμασταν γυναίκες,
μα τώρα μάθαμε και καθαρίζουμε τα κρεμμύδια της σούπας
με μάσκα θαλάσσης, πολλά μάθαμε
από μακριά τις χαιρετάμε τις γάτες, όλες ίδιες
και τηρούμε τα έθιμα
και ευλαβικά στεκόμαστε μπροστά στα Σβαρόφσκι
που λάμπουν στο κεφάλι του μητροπολίτη
Σύρου, Τήνου και λοιπών ξερονήσων
και αγωνιούμε
αν η μαγειρίτσα πέτυχε,
αν βάλαμε στην τσέπη μας κρυφά
το αυγό το ξύλινο
και μόνο στον ύπνο μας τώρα τραγουδάμε
το μαύρη να ’ναι η ώρα
μ’ έναν χαρούμενο σκοπό που δεν υπάρχει
και με φτυάρια φλοράλ, με τσαπιές
μέσ’ απ’ τα γιασεμιά
ξεθάβουμε τώρα τη γιαγιά
και ξεθάβουμε τον Ρομίλ
που είναι μια χαρά
φορούν τα καλά τους
φτύνουν άνοιξη
ω θεέ μου, ο Ρομίλ κι η γιαγιά
για τις ανάγκες της ανάστασης
έχουν πάρει τα πάνω τους.

 

(Από τη συλλογή «Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου», εκδ. Κίχλη, 2017)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Εγώ και η Γάτα μου»

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top