«Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος; / Κοιτάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει / σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα; / Θες να σου πω το πώς μ’ έχει απαντήσει;».

«Γυρισμός»

Ήρθες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου
κι η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξει.
Ήρθες, όσο κι αν μάκρυνεν ο χρόνος,
ο ίδιος χρόνος την πόρτα σου ’χει ανοίξει.

Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κοιτάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει
σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;
Θες να σου πω το πώς μ’ έχει απαντήσει;

Μα τι σημαίνει. Φαίδρυνε τα χείλη
στης πάναγνης χαράς μου το μεθύσι..
Τι σημαίνει πως ο χειμώνας ήρθε
πριν τίποτε για μένανε ν’ ανθίσει.

Τώρα πια, όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.

Κοίτα πώς αγωνίζεται η ψυχή μου
τα στέρεα της ζωής δεσμά να λύσει·
ανέσπερον αστέρι να προφτάσει
το αργυρό μέτωπό σου να φιλήσει.

(Από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που σβήνουν», Ενότητα «Ο μοιραίος δρόμος», 1928)

 

Σημ.: Σύμφωνα με την άποψη της Λιλής Ζωγράφου το ποίημα γράφτηκε μετά την επίσκεψη του Καρυωτάκη στο σανατόριο «Σωτηρία», λίγο πριν εκείνος αναχωρήσει για την Πρέβεζα. (Ζωγράφου, σελ. 73-74).
* Η επιμελήτρια της έκδοσης Χριστίνα Ντουνιά αναφέρεται στο βιβλίο «Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα», επιμέλεια και εισαγωγή Λιλή Ζωγράφου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1961.

 

Στην επόμενη σελίδα: «Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής σου το ελεγείο».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top