«Θυμάμαι ακόμη το ύφος του όταν τον πρωτοσυνάντησα», γράφει ο Θανάσης Χατζόπουλος (φωτογραφία: Alexandros Hatzopoulos). «Πίσω από ένα μικρό συννεφάκι καπνού, και πίσω από τα βλέφαρα, σαν να κοίταζε από χαμηλά, να μου απευθύνει το βλέμμα και το χέρι όταν μας σύστησαν». (Δεξιά ο Κωστής Παπαγιώργης φωτογραφημένος από τον Δημήτρη Τσουμπλέκα).

«Ο εαυτός μονίμως χάσκει
και μονίμως ολοκληρώνεται».
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

Περισσότερο το εικάζω παρά το θυμάμαι, αλλά θα πρέπει να συναντηθήκαμε με τον Κωστή Παπαγιώργη περί τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, εποχή κατά την οποία και οι δύο κυκλοφορούσαμε στα γραφεία των εκδόσεων Εξάντας της Μάγδας Κοτζιά. Τότε ο Εξάντας στεγαζόταν στο ασοβάντιστο κτίριο στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλλα, λίγο πιο κάτω από την πίσω πλευρά του Χημείου, στον πρώτο όροφο. […] Είναι περίεργο αλλά εκτός από τον Θέμη Μπανούση, συνεταίρο τότε της Μάγδας, μια ψηλή φιγούρα που λειτουργούσε καταλυτικά για την ηρεμία του χώρου, δεν θυμάμαι άλλα πρόσωπα εκτός από τον Κωστή Παπαγιώργη. Προφανώς δεν είχα νου για κανέναν άλλον. Κι εκείνον, πριν να τον συναντήσω, τον γνώριζα από τις αναγνώσεις των λιγοστών μέχρι τότε βιβλίων του όπου το πάθος του για τη γνώση μέσω της φιλοσοφίας συναντούσε τις δικές μου ερωτοτροπίες με αυτήν. Θα πρέπει να ήταν η ίδια περίοδος που, με το γνωστό σκανδαλιάρικο ύφος του και την ελευθερία της κρίσης πέρα από τις συμβάσεις του λογοτεχνικού σιναφιού που τις έκανε να ξεχωρίζουν, είχε αρχίσει να γράφει κριτικές λογοτεχνικών βιβλίων χωρίς φόβο αλλά και με τη νηφαλιότητα της απόστασης στα περιοδικά του Γιάννη Πατίλη – πρώτα στο Κριτική και Κείμενα και στη συνέχεια στο Πλανόδιον.

«Σε αυτό το βλέμμα διακρινόταν ένα χαμόγελο στο οποίο μια πονηράδα κεντούσε θα ’λεγες τις σκέψεις του, κάτι σαν ζαβολιά παιδική, σαν να ήταν έτοιμος να μπει σε ένα παιχνίδι, αν παρουσιαζόταν η περίσταση».

Εκεί λοιπόν τον πρωτοσυνάντησα και θυμάμαι ακόμη το ύφος του. Πίσω από ένα μικρό συννεφάκι καπνού, και πίσω από τα βλέφαρα, σαν να κοίταζε από χαμηλά, να μου απευθύνει το βλέμμα και το χέρι όταν μας σύστησαν. Σε αυτό το βλέμμα διακρινόταν από την αρχή, αλλά και κάθε φορά που συναντιόμασταν στη συνέχεια, ένα χαμόγελο στο οποίο μια πονηράδα κεντούσε θα ’λεγες τις σκέψεις του, κάτι σαν ζαβολιά παιδική, σαν να ήταν έτοιμος να μπει σε ένα παιχνίδι, αν παρουσιαζόταν η περίσταση. Δεν σπινθήριζε διόλου μια ευφυΐα που επιδείκνυε τον εαυτό της αλλά το πνεύμα μιας σιωπηρής συνεννόησης ώστε να γίνει ένα λογοπαίγνιο, να καταστρωθεί μια ανατροπή. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες, των οποίων δεν θυμάμαι βέβαια το περιεχόμενο, αλλά υποθέτω πως θα συνδέονταν με τους λόγους της εκεί παρουσίας μας και για τους δύο. Ήταν η εποχή που με τον Εξάντα συνεργαζόμουν έχοντας αναλάβει να μεταφράσω, πρώτα τον Τσαλαπετεινό του Μισέλ Τουρνιέ και μετά τον Εμίλ Σιοράν, τον οποίο μοιραστήκαμε μεταφραστικά, καθώς εκείνος ανέλαβε το Εγκόλπιο ανασκολοπισμού και έμεινε σε μένα Ο κακός Δημιουργός, ενώ ένα τρίτο είχε ξεκινήσει ήδη η Κυβέλη Μαλαμάτη, που κατοικοέδρευε στο Παρίσι. Εκείνος, που είχε ήδη κυκλοφορήσει τον Σωκράτη και τον Χάιντεγκερ, θα επανεξέδιδε το πρώτο στον Εξάντα. Αλλά ό,τι θυμάμαι από αυτές τις τυχαίες συναντήσεις είναι αυτό: μια εικόνα του Κωστή και συζητήσεις στα όρθια σε αυτό τον προθάλαμο.

Στην επόμενη σελίδα: «Οι συναντήσεις μας μέσα στα επόμενα χρόνια».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top