Ο Robert Storr είναι ζωγράφος, κριτικός τέχνης και πρώην πρύτανης της Σχολής Τεχνών του Πανεπιστημίου του Yale. (Φωτογραφία: YouTube)

Oταν καλείσαι (επιλέγεις) να κάνεις συνέντευξη σε μία τεράστια προσωπικότητα, σε κατακλύζει το άγχος αλλά και μια γλυκιά προσμονή. Όση εμπειρία και να έχεις, αν συνειδητοποιείς το «μέγεθος» που έχεις απέναντί σου, οφείλεις να έχεις άγχος –αρκεί να είναι δημιουργικό και όχι καταστροφικό. Ο Robert Storr, πρύτανης της Σχολής Τεχνών του Πανεπιστημίου του Yale, ζωγράφος και κριτικός τέχνης –ίσως από τους μεγαλύτερους του κόσμου– παραβρέθηκε στα εγκαίνια του ΚΠΙΣΝ και μου έκανε την τιμή να μου παραχωρήσει μία συνέντευξη. Προτού έρθει, έκανα την πρόταση για τη συνέντευξη μέσω του Ιδρύματος, εκείνος την αποδέχτηκε και μου έστειλε τις απαντήσεις γραπτώς από την Αμερική. Με εντυπωσίασαν οι μακροσκελείς του απαντήσεις –ελάχιστοι άνθρωποι γράφουν τόσο πολύ και ασχολούνται επισταμένως όταν επικοινωνείς με μέιλ μαζί τους. Άμεσος, σκληρός για το σινάφι του -τους κριτικούς-, με ιδιάζον χιούμορ και ασφαλώς με εξαιρετικό ενδιαφέρον.

– Ποια ήταν τα σημεία καμπής της καριέρας σας, που άλλαξαν τα πάντα και άνοιξαν νέους ορίζοντες; Εάν δεν είχατε ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, ποια κατεύθυνση θα είχατε πάρει;
Στην πραγματικότητα μπήκα στον ακαδημαϊκό κόσμο καθυστερημένα – αρκετά χρόνια μετά το 1990, που ξεκίνησα να δουλεύω στο ΜοΜΑ (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης)– και εξακολουθώ να το θεωρώ το τρίτο πόδι του σκαμνιού που στηρίζει εμένα και την οικογένειά μου. Εκπαιδεύτηκα ως καλλιτέχνης και εξακολουθώ να δημιουργώ τέχνη. Μάλιστα, όταν αποσύρθηκα από τη θέση του πρύτανη στο Yale, το 2016, το θεώρησα και πάλι προτεραιότητά μου. Η καμπή ήταν για μένα η πρόσκληση του Kirk Varnedoe, που είχε τότε πρόσφατα διοριστεί ως Διευθύνων Έφορος Ζωγραφικής και Γλυπτικής στο ΜοΜΑ, να γίνω Έφορος Σύγχρονης Τέχνης –αν και σύντομα ασχολήθηκα και με την οργάνωση εκθέσεων και την απόκτηση έργων κλασικής μοντέρνας τέχνης. Την πρώτη φορά που μου έγινε η πρόταση για αυτή τη δουλειά την απέρριψα, επειδή ανησυχούσα πως θα χάσω τη συγκέντρωσή μου από τον στόχο μου. Τη δεύτερη όμως φορά, ένα χρόνο μετά, δέχθηκα, κυρίως επειδή καλλιτέχνες φίλοι μου, όπως οι Felix Gonzales Torres, Leon Golub και Nancy Spero, με ενθάρρυναν να το κάνω. Έκανα αυτή τη δουλειά για πάνω από δώδεκα χρόνια και πράγματι άλλαξε τη ζωή μου, χωρίς όμως ποτέ να εγκαταλείψω τον αρχικό μου σκοπό.

«Δεν εκτιμώ τους κριτικούς που προσπαθούν να δημιουργήσουν ή να καταστρέψουν επιτυχημένους καλλιτέχνες ή καθοδηγούν συλλέκτες».

– Τι σημαίνει το να είναι κάποιος κριτικός τέχνης; Έχει στην πραγματικότητα να κάνει με την προσπάθεια να ερμηνεύσεις και να περιγράψεις την τέχνη, να την κρίνεις ή να αξιολογήσεις τα έργα τέχνης;
Το να είσαι κριτικός τέχνης μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα, αρκετά εκ των οποίων δεν είναι αξιοθαύμαστα. Εγώ, για παράδειγμα, δεν εκτιμώ τους κριτικούς που προσπαθούν να δημιουργήσουν ή να καταστρέψουν επιτυχημένους καλλιτέχνες ή καθοδηγούν συλλέκτες. Επίσης, σχεδόν το ίδιο χαμηλή είναι η εκτίμησή μου και για τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν την τέχνη για να μιλήσουν για οτιδήποτε άλλο εκτός από την τέχνη –είναι εκείνοι που προσπαθούν να δημιουργήσουν για τους εαυτούς τους τη φήμη πως είναι «μεγάλοι στοχαστές», χωρίς όμως να παίρνουν την τέχνη στα σοβαρά παρά μόνο ως πρόσχημα για να εντυπωσιάζουν ανθρώπους σε άλλους τομείς. Εάν θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, θα πρέπει να πάρουν τα ρίσκα που συνοδεύουν την αληθινή ενασχόληση με τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα και να μην κινούνται εκ του ασφαλούς σε γκαλερί, συμπόσια και εξειδικευμένες εκδόσεις.

Ωστόσο, έχω μια πολύ ευρεία άποψη της ιστορίας της τέχνης και της άσκησης της τέχνης, ώστε να γνωρίζω πως η φιλοσοφία, η ψυχολογία, η οικονομολογία και η πολιτική είναι αναπόσπαστες πλευρές της οπτικής μας κουλτούρας. Το οποίο σημαίνει πως δεν έχω υπομονή με όσους αντιτάσσουν την «ομορφιά» στις «ιδέες» –μια πραγματικά λανθασμένη και βαθιά συντηρητική διχοτόμηση.

– Ο μεταμοντερνισμός έχει δώσει μεγάλη ελευθερία στους καλλιτέχνες. Πιστεύετε πως άλλαξε την ουσία του αντικειμένου της τέχνης, την αισθητική του αξία, ή ακόμα και την ίδια την τέχνη, και με ποιον τρόπο;
Δεν πιστεύω πως ο μεταμοντερνισμός υφίσταται ως σαφής περίοδος ή τρόπος σκέψης. Αντιπροσώπευε την κρίση μέσης ηλικίας ενός αυξανόμενα περιορισμένου και ντετερμινιστικού φορμαλισμού. Επανέφερε την περιπλοκότητα, τις αντιφάσεις, τις αποκλίνουσες δηλώσεις και το απωθημένο παρελθόν προηγούμενων φάσεων της μοντέρνας τέχνης. Έφερε μια νέα πνοή ζωής σε όλα αυτά με το να αναγνωρίσει ότι έχει υπάρξει μοντέρνα τέχνη στην ουσία παντού, από το τέλος του 19ου αιώνα, αν όχι και νωρίτερα, στη Βόρεια και Νότια Αμερική, στην Ασία και στην Ανατολική, Νότια και Κεντρική Ευρώπη. Η μοντέρνα τέχνη δεν ήταν ποτέ μόνο η Σχολή του Παρισιού ή της Νέας Υόρκης. Η μοντέρνα τέχνη δεν είναι ένα στυλ και δεν είναι μια γενεαλογία ιδιοφυϊών. Είναι αυτό που έχουν δημιουργήσει οι καλλιτέχνες προσπαθώντας να βγάλουν νόημα ή παραλογισμό από την μοντέρνα περίοδο.

Σε ομιλία του με φοιτητές της σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Τσέλσι στο Λονδίνο. (Φωτογραφία: ICF)

– Κατά τη γνώμη σας, πώς θα έπρεπε να προσδιορίζεται η σχέση μεταξύ της αισθητικής και της εμπορικής αξίας ενός αντικειμένου τέχνης;
Το χρήμα δημιουργεί τους δικούς του κανόνες και έτσι κατά την άποψη εκείνων που κοιτάζουν την τέχνη επίμονα και τη σκέπτονται επίμονα αλλά την αποκτούν σπάνια, αν όχι ποτέ, οι εμπορικές αξίες που έχουν αποδοθεί στην τέχνη δεν αντανακλούν τη «χρηστική» της αξία. Τα μουσεία είναι οι δημόσιες βιβλιοθήκες της οπτικής κουλτούρας. Ο σκοπός ύπαρξης των βιβλιοθηκών είναι να υπάρχει ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να διαβάσουν ή να δανειστούν ένα βιβλίο. Δεν είναι ένα μέρος έκθεσης, όπου οι άνθρωποι δοκιμάζουν το εμπόρευμα πριν το αγοράσουν. Δεν υπάρχει παζάρεμα με 1 ή 10 ή 100 εκατομμύρια ευρώ. Γιατί να μπει κάποιος στον κόπο; Και γιατί να εμμένει στην ανάλυση της αγοράς της τέχνης, η οποία τώρα, περισσότερο από ποτέ, έχει μετατραπεί σε εναλλακτικό όχημα διακίνησης πλεονάζοντος κεφαλαίου με ελάχιστο κόστος, μια αγορά που ποτέ άλλοτε δεν έχει ασχοληθεί λιγότερο με σοβαρές συλλογές από ανθρώπους που πραγματικά ξέρουν και αγαπούν και έχουν όντως τα μέσα να ικανοποιήσουν αυτή τους τη λαχτάρα.

– Στην αρχαία Ελλάδα, το θέατρο και γενικά η τέχνη είχαν μια πολιτική λειτουργία, με την έννοια ότι δίδασκαν τους ανθρώπους σχετικά με τα προβλήματα και τις αξίες της ζωής σε μια δημοκρατία. Έτσι ο καλλιτέχνης δεν ήταν διασκεδαστής αλλά ψυχαγωγός όπως το αποκαλούμε εμείς. Πόσο σχετικό είναι αυτό με τη σημερινή τέχνη;
Αυτό είναι ένα πολύ σύνθετο θέμα και θα ένιωθα θρασύς αν χρησιμοποιούσα μοντέλα της Κλασικής Ελλάδας για να εξηγήσω τις απόψεις μου, επειδή απλά δεν έχω την ανάλογη εκπαίδευση σε αυτόν τον τομέα. Επιτρέψετε μου όμως να πω αυτό. Μορφώθηκα εν μέρει στη Γαλλία, όπου έμαθα πως ο γαλλικός νεοκλασικός αισθητικός στόχος ήταν το να «ευχαριστείς και να διδάσκεις». Από αυτό, από ταινίες και από τη λογοτεχνία έχω μάθει πως το να προκαλείς ευχαρίστηση και το να διδάσκεις πιο συχνά συνδέονται παρά διαχωρίζονται, πως η άρνηση της προσφοράς ευχαρίστησης είναι τακτικός ελιγμός για να τεθεί ο παθητικός θεατής που ζητά εύκολη απόλαυση σε επιφυλακή. Επιπλέον, η λεγόμενη αντιαισθητική που αναδύθηκε από αυτή την εντολή είναι στην ουσία μια αισθητική και η προτίμηση για αυστηρά γραφικά και κοκκώδεις φωτογραφίες δεν είναι πιο ενάρετη από το να χαίρεσαι τις ζωντανές πινελιές και τα έντονα χρώματα, δεν είναι μικρότερης σημασίας προτίμηση. Ο εχθρός είναι ο εφησυχασμός, και από την πλευρά του καλλιτέχνη και του θεατή.

– Το μεγάλα θεατρικά και κινηματογραφικά έργα σπανίως είναι ψυχαγωγικά. Ο κόσμος συχνά ρωτά: Είναι ανάγκη η κουλτούρα να παράγει πόνο για να αγγίξει τα εσωτερικά ένστικτα και να ξυπνήσει το μυαλό;
Αντιθέτως, τα μεγάλα θεατρικά ψυχαγωγούν – ο Σαίξπηρ είναι πολύ ψυχαγωγικός αλλά δεν μας διασκεδάζει απαραιτήτως. Έπειτα, υπάρχει ο τρόπος που η Μελίνα Μερκούρη χειρίστηκε το ότι η Μήδεια δολοφόνησε τα παιδιά της στο «Ποτέ την Κυριακή» – γελά επειδή αδυνατεί να φανταστεί πως η Μήδεια έχει ξεγελάσει τον βασανιστή της. Αυτό όντως μας διασκεδάζει, αλλά ο Jules Dassin μάς διδάσκει και κάτι από τα όρια της τραγωδίας και τον λόγο που το θέατρο έχει δύο πρόσωπα. Ο Αριστοφάνης είχε σημαντικά πράγματα να πει – το ίδιο και ο Ernst Lubistch.

Ο Storr (αριστερά) με τον μεγάλο Αμερικανό αρχιτέκτονα Philip Johnson το 1991. (Φωτογραφία: Robert Storr)

– Είναι η τέχνη αποκλειστικά θέμα μιας ελιτιστικής νοοτροπίας;
Και βέβαια όχι! Αντιδημοκρατικές δυνάμεις της άκρας Αριστεράς και της άκρας Δεξιάς πασχίζουν να κινητοποιήσουν τον κόσμο ενάντια στην τέχνη με το σκεπτικό πως είναι ελιτιστική, επειδή φοβούνται την ικανότητα της τέχνης να κινεί και να ενημερώνει «κοινούς» ανθρώπους. Τα μέλη της ελίτ μπορούν να έχουν προσωρινή κτήση των αντικειμένων τέχνης και ακόμα και ορισμένων μέσων καλλιτεχνικής παραγωγής, η τέχνη όμως είναι ένα θέμα μεταξύ των καλλιτεχνών και του επιλεγμένου κοινού τους και οι καλύτεροι καλλιτέχνες τείνουν να συμφωνούν με τη φιλοδοξία που εκφράζεται από τα λόγια του Άγγλου μυθιστοριογράφου E. M. Forster: «Απλά βρες σημείο επαφής».

– Μπορεί η τέχνη να είναι πολιτική πράξη; Μπορεί η τέχνη να αλλάξει πραγματικά τους ανθρώπους και να διευρύνει τις ψυχές τους –στον βαθμό που μπορεί να διευρύνει το μυαλό τους;
Ναι, αλλά δεν έχει ο κάθε καλλιτέχνης αυτό το χάρισμα ή την ευκαιρία να το πράξει με τρόπο που ταιριάζει στα προσωπικά του ταλέντα. Δεν μπορώ να ζωγραφίσω την Γκουέρνικα, ή να γυρίσω «Το Θωρηκτό Ποτέμκιν», ή να γράψω το «Την Επομένη Φορά η Φωτιά». Όμως ο Picasso, ο Eisenstein και ο James Baldwin το έπραξαν και υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο συνείδηση και έπειτα ζωές άλλαξαν από ένα έργο τέχνης.

– Λένε πως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η τέχνη αναδύεται. Είμαστε σε αυτό το σημείο τώρα στη Ελλάδα. Πώς μπορούν τα δημόσια ιδρύματα να επωφεληθούν;
Οι σκληροί καιροί δεν κάνουν άμεσα τους καλλιτέχνες, το κοινό τους ή τους προστάτες των τεχνών πιο σοβαρούς ή πιο υπεύθυνους. Αυτό που ίσως να κάνουν –αυτό που μπορούμε να ελπίζουμε πως θα συμβεί στην Ελλάδα και σε όλον τον κόσμο– είναι ότι η κρίση θα ταράξει τους ανθρώπους και θα τους αφυπνίσει, ώστε να συνειδητοποιήσουν πως οι καθιερωμένοι τρόποι δεν έχουν αποτέλεσμα, ότι η αλλαγή πρέπει να έρθει αλλά ότι πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνει τα πάντα και να φέρει σωστή αναλογία ανάμεσα σε οφέλη και βάρη. Η τέχνη μπορεί να μιλήσει στην ανθρώπινη υπόσχεση και μπορεί να υπενθυμίσει στους ανθρώπους αυτό που αισθάνονται και σκέπτονται και ελπίζουν άλλοι, πολύ διαφορετικοί από αυτούς άνθρωποι, οι οποίοι ωστόσο μοιράζονται την ίδια μοίρα. Μπορεί να δημιουργήσει μια συναισθηματική και κριτική κόλλα που ίσως είναι αρκετά δυνατή ώστε να διατηρήσει τη συνοχή της ευγενούς κοινωνίας παρά την τεράστια πίεση που ασκείται πάνω της. Όπως είπε ο Paul Eluard αναφορικά με την τέχνη του Picasso, «Μιλώ για κάτι καλό, για κάτι που με βοηθά να ζω».

«Αντιδημοκρατικές δυνάμεις της άκρας Αριστεράς και της άκρας Δεξιάς πασχίζουν να κινητοποιήσουν τον κόσμο ενάντια στην τέχνη, επειδή φοβούνται την ικανότητά της να κινεί και να ενημερώνει “κοινούς” ανθρώπους».

– Στο παρελθόν έχετε δηλώσει: «Είναι μάλλον προφανές πως ο πολιτισμός είναι ενεργός και όχι παθητικός. Δεν είναι κάτι που παραδίδεται στους ανθρώπους. Είναι κάτι που πρέπει εκείνοι να έρθουν να πάρουν. Ο κόσμος του μουσείου θεωρεί πως προσφέρει “μια μουσειακή εμπειρία” στους επισκέπτες, όταν στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό που εκείνοι θέλουν και είναι ιδιαίτερα αντιδημοκρατικό να πιστεύεις πως αυτό είναι που θέλουν. Δεν παρέχεις υπηρεσία προς το κοινό για να αποκομίσεις χρήματα. Προσπαθείς να δημιουργήσεις μια μορφή μέσα στην οποία η τέχνη και οι ιδέες μπορούν να συναντηθούν. Και τα καλύτερα μουσεία διοικούνται από ανθρώπους που εγκατέλειψαν αυτή τη συναλλαγή όσο το δυνατόν πιο γρήγορα». Πιστεύετε πως αυτό θα μπορούσε να αληθεύει για ένα «εξειδικευμένο» ιστορικό μουσείο, όπως αυτό της Ακρόπολης;
Ναι. Όμως κάποιος που έχει αληθινή περιέργεια σχετικά με το παρελθόν, δεν θα άφηνε την ευκαιρία να ακούσει κάποιον που πραγματικά γνωρίζει και που λέει αυτά που ξέρει, πριν επιτρέψει στους θεατές να εξερευνήσουν μόνοι τους. Αυτό που οι εκπαιδευτικοί δεν θα έπρεπε να κάνουν είναι να μιλούν ενώ οι άνθρωποι κοιτούν και προσπαθούν να καταλάβουν από μόνοι τους. Είναι σαν να προσπαθείς να ξεκινήσεις μια σοβαρή συζήτηση ενώ παίζουν οι ειδήσεις στη τηλεόραση.

– Πιστεύετε πως είναι δυνατόν οι βιβλιοθήκες να εξακολουθήσουν να παίζουν τον ρόλο τους στην εποχή του Ίντερνετ;
Βεβαίως. Τα βιβλία δεν είναι ποτέ απλά και μόνο κείμενο. Μας αφηγούνται ιστορίες που δεν είναι μόνο τυπωμένες στο χαρτί. Δύο εκδόσεις του ίδιου βιβλίου δεν είναι ποτέ ολόιδιες. Το κάθε ένα μιλά στην εποχή του με την παρουσία του ως αντικείμενο και με άλλους τρόπους. Ποτέ δύο μεταφράσεις ενός βιβλίου ποιημάτων δεν είναι ίδιες –έχω τέσσερις εκδοχές από τα άπαντα του Καβάφη και αρκετές του Ομήρου. Όλες είναι διαφορετικές. Συν το ότι διαβάζω μυθιστοριογραφία πολλών αιώνων που δεν μπορείς να βρεις στο Ίντερνετ. Όπως και η μουσική που κατεβάζουμε, τα βιβλία στο Ίντερνετ ακολουθούν τις τάσεις της αγοράς αλλά, όπως πολλοί άνθρωποι με δραστήρια μυαλά, έτσι και εγώ δεν ενδιαφέρομαι για best-sellers και συχνά εκπλήσσομαι με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν οι ιδιοφυΐες του marketing, που προσπαθούν να υπολογίσουν τα ενδιαφέροντά μου βάσει των προηγούμενων αναζητήσεών μου. Πολύ σπάνια είναι επιτυχείς. Ποιανού ανθρώπου η φαντασία ή οι κριτικές ανησυχίες μπορούν να ανιχνευτούν από έναν αλγόριθμο;

Πορτραίτο του Storr από τον Βιετναμέζο εικαστικό Phong Bui.

– Είναι δυνατόν να ξεχωρίσουμε το αντικείμενο τέχνης από τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του δημιουργού του;
Στο ποίημά του “Among School Children”, ο W.B. Yeats αναρωτήθηκε «Πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον χορευτή από τον χορό;». Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο, αλλά δεν πρέπει να συγχέουμε αυτά τα δύο σε βαθμό που να παραβλέπουμε τον χορό, επειδή δεν συμπαθούμε τον χορευτή και το αντίθετο. Η τέχνη πηγάζει από τον καλλιτέχνη αλλά δεν έχει πάντα να κάνει με εκείνον, αν και το ευρύτερο κοινό και πολλοί «ειδικοί» συνηθίζουν να κρίνουν το ένα βάσει του άλλου. Αυτός είναι και ο λόγος που τείνουν να απαξιώνουν σημαντική τέχνη από μη συμπαθείς καλλιτέχνες ενώ συγχωρούν κακή τέχνη που δημιουργήθηκε από αρεστούς καλλιτέχνες.

– Ποιο έργο τέχνης θα επιθυμούσατε να είχατε στην ιδιοκτησία σας;
Ένα πίνακα του Robert Ryman, μια μικρή προτομή του Giacometti, ένα σχέδιο του Nauman, ένα γλυπτό και ένα σχέδιο του Brancusi. Είμαι όμως αναγκασμένος να ζω χωρίς αυτά, έτσι με χαρά πηγαίνω στα μουσεία.

– Πόση ικανοποίηση σας δίνει η διδασκαλία;
Είναι συχνά εκνευριστική, κάποιες φορές πάλι, δίνει πολλή ικανοποίηση. Αλλά πάνω από όλα μού αρέσει να μην ασχολούμαι με τους άλλους, εκτός από τις φορές που γίνεται δουλειά πάνω σε ένα κοινό έργο από ισότιμους συνεργάτες. Για παράδειγμα το Fireflies in the Night, στο οποίο συνεργάστηκα με την Καλλιόπη Μηνιουδάκη, μια πρώην μαθήτρια και νυν συνάδελφό μου.

– Τι σας διδάσκουν οι φοιτητές σας; Τι μπορεί ακόμα να σας προκαλέσει έκπληξη;
Με διδάσκουν πολλά. Αλλά ίσως να μην είμαι τόσο καλός μαθητής όσο ήμουν κάποτε. Ίσως να θέλω απλά να επεξεργαστώ και να εξαντλήσω ό,τι έχω αφομοιώσει παρά να δεχτώ περισσότερο νέο υλικό.

 

⇒ O Robert Storr επιμελήθηκε το πρόγραμμα video art “Fireflies in the Night” που προβλήθηκε 22-24 Ιουνίου στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Η Νύχτα Μέρα στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος» (21-24/6/2015).

 

Το φετινό Summer Nostos Festival θα πραγματοποιηθεί από τις 17 έως τις 24 Ιουνίου στο ΚΠΙΣΝ. (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)

//Summer Nostos Festival (SNFestival): το πολυσυλλεκτικό διεθνές φεστιβάλ τέχνης, άθλησης και εκπαίδευσης, με ελεύθερη είσοδο, που απευθύνεται σε επισκέπτες όλων των ηλικιών και ενδιαφερόντων, και φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα ανοιχτό δημιουργικό πεδίο συνάντησης, έκφρασης και ανταλλαγής ιδεών. To SNFestival, για μια εβδομάδα κάθε Ιούνιο, μας προσκαλεί να ταξιδέψουμε πίσω στα καλοκαίρια που αγαπήσαμε, και με οδηγό τις μουσικές, τον χορό και τις μελωδίες, τις ιστορίες και τα γέλια, την άσκηση και το παιχνίδι, να κάνουμε κάθε καλοκαίρι ξεχωριστό!
Το SNFestival διοργανώνεται και χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).
Το πρόγραμμα εκδηλώσεων επιμελείται η ομάδα του ΙΣΝ σε συνεργασία με διεθνούς εμβέλειας συμβούλους, ειδικούς στον εκάστοτε τομέα (όπως, στις εικαστικές Τέχνες, ο Robert Storr και η ομάδα των επιμελητριών με τις οποίες συνεργάζεται –Καλλιόπη Μηνιουδάκη, Barbara London, Francesca Pietropaolo).

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Διαμαντής – «Για να καινοτομήσεις χρειάζεται να πάρεις ρίσκα»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top