Ο Martin Scorsese επιχειρεί να μας θυμίσει τι ακριβώς ήταν αυτή η περιοδεία, μέσα από αρχειακό αλλά και πρωτότυπο υλικό (billboard.com).

Πριν από 45 χρόνια, ο Bob Dylan αποφάσισε να κάνει μια περιοδεία διαφορετική από τις άλλες. Εγκαταλείποντας τα στάδια με τις δεκάδες χιλιάδες κόσμο, θα έβγαινε στο δρόμο με μια μπάντα που θα περιλάμβανε γνωστούς και λιγότερο γνωστούς καλλιτέχνες, κάνοντας εμφανίσεις σε μικρούς συναυλιακούς χώρους. Κάτι σαν περιπλανώμενος θίασος, δηλαδή, που επισκέπτεται διάφορες πόλεις.

Το Rolling Thunder έγινε, κράτησε πάνω από έναν χρόνο και έγραψε ιστορία. Ένας λόγος ήταν ότι συνέπεσε με τη 200ή επέτειο της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, αλλά και με την κυκλοφορία του επιτυχημένου του άλμπουμ “Desire”. Ένας δεύτερος, ήταν ότι συνδέθηκε με την πρωτοβουλία του Dylan στην κινητοποίηση της κοινής γνώμης για την απελευθέρωση του φυλακισμένου (και καταδικασμένου με ελλιπή στοιχεία) μποξέρ Ruben “Hurricane” Carter, για τον οποίο έγραψε και το ομώνυμο τραγούδι.

Και ο τρίτος, και κυριότερος, ήταν ότι ανάμεσα στους καλλιτέχνες της περιοδείας ήταν και κάποια τρανταχτά ονόματα, όπως η Joan Baez, ο Roger McGuinn των Byrds, ο ποιητής Allen Ginsberg και ο ηθοποιός και συγγραφέας Sam Shepard.

Από τις κορυφαίες στιγμές το προσκύνημα του Dylan και του Allen Ginsberg στον τάφο του Jack Kerouac..

Μισόν αιώνα μετά, ο Martin Scorsese επιχειρεί να μας θυμίσει τι ακριβώς ήταν αυτή η περιοδεία, μέσα από αρχειακό αλλά και πρωτότυπο υλικό. Δεν είναι η πρώτη φορά που o κορυφαίος σκηνοθέτης καταπιάνεται με τη μεταφορά στην οθόνη μιας συναυλίας. Το έκανε με την αποχαιρετιστήρια συναυλία των Band στο Winterland Ballroom του Σαν Φρανσίσκο (The Last Waltz, 1976) και το έκανε και με τις εμφανίσεις των Rolling Stones στο Beacon Theatre της Νέας Υόρκης (Shine a Light, 2006). Υπάρχουν όμως δύο σημαντικές διαφορές.

O Bob Dylan αποφάσισε να κάνει μια περιοδεία διαφορετική από τις άλλες. Έτσι προέκυψε το Rolling Thunder (indiewire.com).

Η πρώτη είναι ότι, σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες συναυλίες τις οποίες κινηματογράφησε αυτός, στην περίπτωση του Rolling Thunder Revue αξιοποιεί υλικό που τράβηξε ο Howard Alk. Η δεύτερη και σημαντικότερη είναι ότι εδώ δεν αρκείται στην καταγραφή του γεγονότος. Χρησιμοποιεί το υπάρχον αρχειακό υλικό, μας μεταφέρει στο παρόν με πρωταγωνιστές του οι οποίοι μοιράζονται τις αναμνήσεις τους, αλλά εισάγει και τη μυθοπλασία.

Κάποιοι από τους χαρακτήρες που εμφανίζονται στην ταινία είναι ψεύτικοι και δεν υπήρξαν καν (όπως ο «σκηνοθέτης» της ταινίας και ένας γερουσιαστής), ενώ άλλοι είναι μεν υπαρκτά πρόσωπα, αλλά η συμμετοχή τους στην περιοδεία είναι εύρημα του σκηνοθέτη (η ηθοποιός Sharon Stone και ο «δικός μας» Jim Yanopulos, στέλεχος κινηματογραφικής εταιρείας).

Mε τον θρυλικό ποιητή της beat generation Allen Ginsberg (variety.com).

Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι και το βασικό μειονέκτημα της ταινίας. Όχι μόνο γιατί διαστρεβλώνει την πραγματικότητα με έναν τρόπο που μπερδεύει τους γνώστες και παραπληροφορεί τους άλλους, αλλά και γιατί δεν γίνεται αντιληπτό το σκεπτικό πίσω από αυτή την επιλογή – η οποία τελικά δεν προσθέτει και κάτι. Αντίθετα, μπασταρδεύει την έννοια του ντοκιμαντέρ.

Ένα άλλο μειονέκτημα είναι ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ υπάρχει μια συναυλία σε απογείωση (π.χ. ο χορός της Joan Baez στο 8 Miles High εν μέσω μιας μπάντας που τα δίνει όλα) μας παίρνουν τη μπουκιά από το στόμα για να δούμε ένα πλάνο με διαλόγους, θυσιάζοντας τη μαγεία της ζωντανής μουσικής, βασικό στοιχείο της περιοδείας και της ταινίας.

 

Ευτυχώς όμως τα αρνητικά σταματούν εδώ. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να δείτε την ταινία και επιλέγουμε πέντε από αυτούς:

1. Οι συναυλίες αυτές καθ’ εαυτές, είτε είστε φαν είτε όχι. Τα τραγούδια είναι αντιπροσωπευτικά και οι εκτελέσεις, κατά την προσφιλή συνήθεια του Dylan, διαφορετικές από τις πρωτότυπες. Όσο για τη μπάντα, παρά την ετερόκλητη και ενίοτε ανανεούμενη σύνθεση, είναι πάντα δεμένη. Μέλη από την «παντελώς άγνωστη» Scarlet Rivera, την οποία είδε ο Dylan σ’ έναν δρόμο της Νέας Υόρκης με το βιολί της και την προσκάλεσε στην περιοδεία, μέχρι τον κιθαρίστα του Bowie, Mick Ronson, υπηρετούν και αναδεικνύουν τα τραγούδια.

2. Το κοινό. Από νέους μέχρι συνταξιούχους, από λευκούς μέχρι Ινδιάνους. Κορυφαίο πλάνο η αντίδραση μιας νέας κοπέλας στο τέλος μιας συναυλίας, αφού συνειδητοποιεί τι έχει δει.

3. Τα πρόσωπα. Ο μποξέρ “Hurricane” Carter και η ιστορία του μπροστά στην κάμερα, η στιγμή ενός πρώην ζευγαριού (Joan Baez-Bob Dylan) την ώρα που συζητούν για το παρελθόν, η Joni Mitchell να κάνει πρόβα το “Coyote” στο σπίτι του Gordon Lightfoot.

4. Το προσκύνημα του Dylan και του Allen Ginsberg στον τάφο του Jack Kerouac.

5. Ο Dylan. Είτε «απορρίπτει» το παρελθόν του, είτε προβαίνει σε (εύστοχους) χαρακτηρισμούς για συνεργάτες του, είτε οδηγεί το φορτηγό, είτε παίζει σαν δαιμονισμένος, γεμίζει την οθόνη.

 

// Ο Μωρίς Σιακκής σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες «εδώ» και «έξω» και έχει μόνιμη αδυναμία στη μουσική, την ιστορική έρευνα και τα ταξίδια. Έχει κάνει τη σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών «Ροκ Ιστορίες», έχει γράψει άρθρα και έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία για την ιστορική εξέλιξη του ροκ: “Let the rock stories roll” και “448 μίλια, εκατομμύρια νότες”.

 

Διαβάστε ακόμα: Αίμα, έγκλημα και ιδρώτας – Είδαμε τα τρία πρώτα επεισόδια του «Έτερος Εγώ-Χαμένες Ψυχές».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top