«Ψαράκια»
Μέρες πριν τα τριάντα εννέα μου βγήκαμε με τη μανούλα
βόλτα στα Ψαράκια. Σουρούπωνε ήταν σαν πάντα Κυριακή
κι Αριστομένους. Η μαμά μ’ έπιανε με τα τρία δάχτυλα τόσο
μικρό χεράκι είχα κάθε που της μιλούσα κοίταζε χαμηλά τι
αίσθηση – γι’ αυτό απέφευγα να μεγαλώσω. Καθίσαμε ύστερα
στο παγκάκι τα χρυσόψαρα έβγαζαν το κεφάλι απ’ τα σουσάμια.
Μου πήρε σπόρους έκρινα καθήκον μου να πνιγώ. Με χτύπαγε
στην πλάτη δες ο νονός έλεγε – αλλά αυτός δεν είχε στο σεισμό
πεθάνει; Έφτυνα ηλικία ο βήχας μού έφερε τα δάκρυα τα παλιά
για κανενός τη χάρη.
(Από τη συλλογή «Στο νήπιο με στυλό», εκδ. Καστανιώτη, 1998)
Στην επόμενη σελίδα: «Ας είχε πέσει στους σεισμούς του ογδόντα έξι»