sotiris_trivizas

«Με το βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκώ ‘’Οι Άθλιοι’’, στη σειρά της «Γαλάζιας Βιβλιοθήκης», για πρώτη φορά διαισθάνθηκα ότι λογοτεχνία είναι η υψηλή θερμοκρασία ενός βιβλίου, οι ιδέες και τα συναισθήματα, η βαθιά συγκίνηση που πηγάζει από τις ίδιες τις λέξεις». (Φωτογραφία: Ευριπίδης Κλεόπας)

Στο πατρικό μου σπίτι δεν υπήρχαν βιβλία. Οι άνθρωποι της οικογένειάς μου ήταν αγρότες, δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια, το διάβασμα ήταν γι’ αυτούς μια περιττή πολυτέλεια. Το μόνο έντυπο που έμπαινε στο σπίτι μας ήταν κάποιο παλιό τεύχος του «Ρομάντσου», δανεικό συνήθως από τους γείτονες, που οι μεγάλοι το διάβαζαν δυνατά τις νύχτες του χειμώνα πλάι στη φωτιά. Χρόνια αργότερα, στην εφηβεία μου, ανακάλυψα καταχωνιασμένα σ’ ένα συρτάρι δύο πραγματικά βιβλία: το ένα ήταν μια Καινή Διαθήκη, που μας την είχε χαρίσει ένας μακρινός μας συγγενής, μέλος της Ευαγγελικής Εκκλησίας, και το άλλο ένα ταλαιπωρημένο αντίτυπο του «Κάμα Σούτρα», με το οποίο ο μικρός αδελφός του πατέρα μου είχε εισέλθει θριαμβευτικά στον κόσμο των ενηλίκων.

Παρά την έλλειψη βιβλίων, έμαθα να διαβάζω νωρίς. Μην έχοντας τι άλλο να διαβάσω, διάβαζα τις ετικέτες στις κονσέρβες, διάβαζα τις οδηγίες στα φάρμακα, διάβαζα τις παλιές εφημερίδες με τις οποίες συνήθιζαν τότε να τυλίγουν τα ψώνια. Αυτή η αναγνωστική δίψα δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη. Έτσι άρχισαν να καταφτάνουν βιβλία και περιοδικά στο σπίτι. Εκείνη την εποχή, χρόνια πριν από την τηλεόραση και αιώνες πριν από τον υπολογιστή, το διάβασμα έγινε σύντομα το ακόρεστο πάθος μου. Διάβαζα ό,τι έπεφτε στο χέρι μου και διάβαζα συνεχώς. Η μάνα μου ανησυχούσε για την υγεία μου, ερχόταν κάθε βράδυ στο δωμάτιό μου και με υποχρέωνε να σβήσω το φως για να κοιμηθώ. Εγώ περίμενα να κοιμηθεί εκείνη, και τότε συνέχιζα την ανάγνωση στο φως του καντηλιού που έφεγγε μπροστά στα εικονίσματα.

trivizas_kolaz1

«Αργότερα διάβασα τους ‘’Αθλίους’’ του Ουγκώ στις περισσότερες ελληνικές μεταφράσεις, από την πρώτη του Ιωάννη Σκυλίτση μέχρι την τελευταία, πεντάτομη έκδοση του Ζαχαρόπουλου».

Κάπως έτσι πρέπει να διάβασα και το βιβλίο που άλλαξε τη ζωή μου. Ήταν «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ, στη σειρά της «Γαλάζιας Βιβλιοθήκης». Συνηθισμένος στα ιπποτικά μυθιστορήματα του σερ Γουώλτερ Σκοτ και στα έργα επιστημονικής φαντασίας του Ιουλίου Βερν, για πρώτη φορά διαισθάνθηκα (αυτή είναι η σωστή λέξη, ήμουν μικρός τότε για να καταλάβω) ότι λογοτεχνία δεν είναι απλώς η αφηγηματική δεινότητα και η γοργή εξέλιξη της πλοκής, αλλά η υψηλή θερμοκρασία ενός βιβλίου, οι ιδέες και τα συναισθήματα, η βαθιά συγκίνηση που πηγάζει από τις ίδιες τις λέξεις. Τότε, φαντάζομαι, τρύπωσε στο μυαλό μου η φιλοδοξία να συγκινήσω κι εγώ τους άλλους με τις λέξεις μου. Με άλλα λόγια, τότε αποφάσισα να γράψω.

Αργότερα διάβασα τους «Αθλίους» στις περισσότερες ελληνικές μεταφράσεις, από την πρώτη του Ιωάννη Σκυλίτση μέχρι την τελευταία, πεντάτομη έκδοση του Ζαχαρόπουλου. Πάντοτε όμως με τη συγκίνηση εκείνου του παιδιού που αγρυπνούσε διαβάζοντας στο τρεμάμενο φως του καντηλιού.

// Τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Τριβιζά η ποιητική συλλογή «Δεκαοχτώ ποιήματα», εκδ. Γαβριηλίδης, 2016.

 

Διαβάστε ακόμα: Έτσι εμπνεύστηκε ο Παναγιώτης Σαϊνατούδης το «Από χέρι σε χέρι και από καρδιά σε καρδιά» του «Πελίτι».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top