Τι θα γινόταν αν η Σταχτοπούτα ζούσε στο σήμερα; Μα φυσικά η ζωή της θα ήταν ένα reality show.

Καθώς το βραδινό πλοίο κατευθύνεται προς τη Σύρο, η Ερμούπολη αναδύεται από την θάλασσα σαν ένα κατάφωτο όρος· περισσότερο από ένα νησί, πρόκειται για μία πόλη. Με μια γρήγορη ματιά, τρία κτίρια ξεχωρίζουν πλήρως φωταγωγημένα. Στην αριστερή κορυφή, ο καθολικός καθεδρικός του Σαν Τζώρτζη. Στον δεξιό λόφο, ο Ναός της Ανάστασης των προσφύγων της Χίου. Χαμηλά στο κέντρο, το μέγα Δημαρχείο του Ερνέστου Τσίλλερ. Λίγες φορές μια πόλη προβάλλει με τόσο γλαφυρό τρόπο την ιστορία και τα συστατικά στοιχεία του χαρακτήρα της. Μερικές ώρες αργότερα, το φως της ημέρας αποκαλύπτει το Θέατρο Απόλλων, την πολιτιστική καρδιά της κυκλαδικής πρωτεύουσας. Εκεί τον 19ο αιώνα ακούστηκαν τα μεγάλα έργα του ρεπερτορίου της όπερας, εκεί ξανακούγονται και πάλι στον 21ο αιώνα!

Για το 2018, έτος Τζοακίνο Ροσσίνι, το Φεστιβάλ Αιγαίου, πράττοντας το προφανές και αυτονόητο για τους φίλους της όπερας, αφιέρωσε την φετινή 14η καλλιτεχνική περίοδο στην 150η επέτειο από τον θάνατο του συνθέτη ο οποίος στις αρχές του 19ου αιώνα έφερε στο λυρικό θέατρο μια επανάσταση τόσο σημαντική, ώστε οι συνέπειές της να ισχύουν ακόμα τόσο όσο και αυτές της Γαλλικής στο πολιτικό επίπεδο. Χάρις στην γενναιόδωρη χορηγία των υποστηρικτών του, το φεστιβάλ ανέβασε και φέτος μια πλήρη όπερα, την Cenerentola, ή Σταχτοπούτα (Ρώμη 1817), έργο του τιμώμενου συνθέτη, για τέσσερις παραστάσεις, από τις οποίες παρακολουθήσαμε, δυστυχώς, μόνο μία, την Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018, φυσικά στο Θέατρο Απόλλων. Ήταν μια παραγωγή τόσο καλά δουλεμένη σε μουσικό και δραματικό επίπεδο, που ευχαρίστως θα την βλέπαμε και τις τέσσερις φορές που παίχτηκε, και άλλες τόσες.

Η Σταχτοπούτα (στο βάθος) και οι δύο αδερφές της, όχι όπως τις έχουμε στο μυαλό μας από τα κλασσικά παραμύθια.

Η ιστορία της Σταχτοπούτας είναι βέβαια γνωστή. Στο λιμπρέτο του Γιάκοπο Φερέττι παρουσιάζεται μεταφερμένη σε μια ακαθόριστη αλλά απολύτως αναγνωρίσιμη σε εκείνη του συνθέτη εποχή, ουσιαστικά στα τελευταία χρόνια του «παλαιού καθεστώτος». Ο πρίγκηπας Ραμίρο, ακολουθώντας τη θέληση του πατέρα του και την raison d’ état, είναι υποχρεωμένος να επιλέξει άμεσα μια νύφη. Για να βρει την κατάλληλη, αποφασίζει να καλέσει σε χορό όλες όσες του επιτρέπει το πρωτόκολλο να παντρευτεί, δηλαδή τις καταγεγραμμένες αριστοκράτισσες της επικράτειας. Μεταξύ αυτών είναι και οι δύο κόρες του Ντον Μανίφικο, ενός ξεπεσμένου βαρώνου, κακομαθημένες και άξεστες, που θεωρούν λίγο πολύ αυτονόητο ότι ανάμεσά τους θα επιλεγεί η ιδανική. Αυτό που δεν ξέρουν είναι ότι ο παιδαγωγός του πρίγκηπα, ο Αλιντόρο, έχει ήδη επιθεωρήσει όλες τις υποψήφιες και έχει εντυπωσιαστεί από την τρίτη κόρη του βαρώνου, την Αντζελίνα, η οποία έχει ξεμείνει στον πατριό της από τον προηγούμενο γάμο της νεκρής μητέρας της, και έχει γίνει η ταπεινή υπηρέτρια των άλλων δύο αδελφών. Αν και έχει στερηθεί τα εξωτερικά γνωρίσματα της ευγένειας, ξεχωρίζει επειδή είναι καλόψυχη και ευγενική.

Ακολουθεί η επίσκεψη του Πρίγκηπα στο ρημαγμένο αρχοντικό, η οποία όμως είναι παγίδα, καθώς ο Ραμίρο έχει ανταλλάξει ρόλους με τον υπηρέτη του Νταντίνι, και διακριτικά… μετράει συμπεριφορές. Οι δυο κόρες με τον βαρώνο φεύγουν με τον ψευδο-πρίγκηπα για το ανάκτορο, και η Αντζελίνα μένει να κλαίει τη μοίρα της. Τότε εμφανίζεται ο παιδαγωγός Αλιντόρο, που την ντύνει και την φέρνει στον χορό. Εκεί όλοι εντυπωσιάζονται από την μυστηριώδη άγνωστη, η οποία όμως δηλώνει ότι ο μόνος άνδρας που την ενδιαφέρει είναι ο συμπαθής υπηρέτης, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι ο πρίγκηπας. Την ίδια στιγμή ο ψευδο-πρίγκηπας κάνει το τελευταίο τεστ, και ανακοινώνει στις δυο αδελφές ότι αφού δυστυχώς θα πρέπει να διαλέξει μόνο μία, την άλλη θα τη δώσει για σύζυγο στον πιστό του υπηρέτη, πρόταση που απορρίπτουν με βδελυγμία ως απαράδεκτη για την κοινωνική τους θέση. Από κει και πέρα, μετά την εξωτερίκευση των ειλικρινών αισθημάτων, η αποκάλυψη των αληθινών ταυτοτήτων είναι θέμα χρόνου και ο πρίγκηπας ενώνεται με την Αντζελίνα, η οποία, ακόμα και μετά την ύστατη έκφραση ζήλιας και μίσους από την υπόλοιπη οικογένεια, μεγαλόψυχα τους συγχωρεί.

Προσαρμόζοντας ένα κλασικό παραμύθι στις νέες αξίες της αστικής τάξης και του διαφωτισμού, το αίσιο τέλος της Cenerentola διακηρύσσει ότι η ευγένεια δεν είναι κοινωνικό αξίωμα, αλλά ατομική αρετή. Ο δρόμος προς την… Κέιτ Μίντλετον είναι πλέον ανοικτός.

«Ήταν μια παραγωγή τόσο καλά δουλεμένη σε μουσικό και δραματικό επίπεδο, που ευχαρίστως θα την βλέπαμε και τις τέσσερις φορές που παίχτηκε, και άλλες τόσες» γράφει ο Δημήτρης Κιουσόπουλος.

Εφαρμόζοντας μια ακόμα προσαρμογή, ο σκηνοθέτης Ντέτλεφ Σέλτερ έχει μεταφέρει τη δράση στα εντελώς σύγχρονα δεδομένα. Ποιοι είναι οι προβεβλημένοι αριστοκράτες της εποχής μας, όταν οι τελευταίοι εστεμμένοι και πρίγκιπες παντρεύονται τηλεπερσόνες; Μα φυσικά οι celebrities της μόδας και του θεάματος. Ο Ραμίρο λοιπόν είναι ένας καναλάρχης και οι ακόλουθοί του τηλεοπτικό συνεργείο. Ο χορός στα ανάκτορα ένα τηλεοπτικό event για το Good girl of the year, η επιλογή νύφης ένα reality show. Το πρωταγωνιστικό ζεύγος είναι αυτό που θα αποδείξει ότι στην εποχή των εικόνων το μεγαλείο ψυχής έγκειται στο να μη θυσιάσει κανείς την ανθρωπιά του στον βωμό της προβολής και της τηλεθέασης.

Έχοντας ως βάση αυτό το concept και στη διάθεσή του ελάχιστα μέσα, ο σκηνοθέτης μεγαλουργεί. Η σκηνή ανοίγει με δυο μπανιέρες στις οποίες μπανιαρίζονται οι δυο κακομαθημένες αδελφές (η μία με μπρατσάκια), σε ένα σύμπαν άθλιου καταναλωτικού κιτς και επιτηδευμένης υστερίας, που θα τις χαρακτηρίσει ως το τέλος. Η Σταχτοπούτα αντίθετα εμφανίζεται όχι τόσο εύθραυστη, αλλά περισσότερο σαν μια απηυδισμένη παραδουλεύτρα. Ο Νταντίνι εμφανίζεται ως μόδιστρος… Καρλ Φελντλάγκερ, συνοδευόμενος από ένα ροζ πουντλ, που στο τέλος κατασπαράσσει τον Ντον Μανίφικο, και από έναν εσμό δημοσιογράφων με κινητά τηλέφωνα, κάμερες και σημειωματάρια. Στον χορό δεν λείπει ασφαλώς το κόκκινο χαλί, το ποζάρισμα για φωτογραφίες, και ο τοίχος των χορηγών: «Πράβο», «Κλάιν…αλλάιν», κ.λ.π.

Πέρα όμως από το έξυπνο στήσιμο (σκηνικά, ενδυμασίες και φωτισμοί του Jens Huebner) η σκηνοθεσία πετυχαίνει χάρις στην αποτελεσματική και λεπτομερή καθοδήγηση των τραγουδιστών, πάντοτε ευφυή αλλά και πάντοτε έξυπνα προσαρμοσμένη στους χρόνους της μουσικής. Σε μία από τις πολλές περιπτώσεις που ο σκηνοθέτης ενσωματώνει στη δράση τον διάδρομο της πλατείας, όταν αναμένεται η άφιξη της μυστηριώδους κυράς, ο σκηνοθέτης παίζει τόσο εύστοχα με το παιχνίδι της καθυστέρησης που δημιουργούν οι επαναλήψεις του λιμπρέτου, ώστε καταφέρνει να δημιουργήσει τέτοιο αίσθημα περιέργειας και αγωνίας στο κοινό, που όλοι στρέφονται αυθόρμητα προς την είσοδο της πλατείας περιμένοντας πότε επιτέλους θα φανεί κάποιος.

Αμιγώς κωμική ήταν η απόδοση του Ντον Μανίφικο από τον ελληνοαμερικανό μπάσο-μπούφο Κώστα Τσουράκη (Costas Tsourakis) από την Νέα Υόρκη, ενώ ο Γάλλος βαρύτονος Jerome Boutillier ως Νταντίνι / ψευδο-πρίγκηπας / Καρλ Φελντλάγκερ ήταν μια αποκάλυψη.

Σε μουσικό επίπεδο φέτος το γεγονός ήταν ότι η διανομή για πρώτη φορά δεν συμπεριέλαβε την σοπράνο Εϊλάνα Λαππαλάινεν, σύζυγο του Πήτερ Τιμπόρις, συνιδρύτρια και καλλιτεχνική συνδιευθύντρια του Φεστιβάλ, η οποία όμως, αν και δεν ανέβηκε στη σκηνή για την όπερα (πρωταγωνίστησε όμως στις συναυλίες και τα γκαλά όπερας στη Σύρο και, για πρώτη φορά, στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα), έλαμψε στον καίριο ρόλο της casting director, υπεύθυνης διανομής, από τους πιο νευραλγικούς σε μια λυρική παραγωγή. Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, δεν υπήρχε φωνή που να μην ανταποκρινόταν όπως ακριβώς έπρεπε στις προδιαγραφές του ρόλου.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο ερμήνευσε η μεσόφωνος Tamara Gura, Αμερικανίδα με έδρα το Μόναχο της Βαυαρίας· στο πρότυπο μιας Τσετσίλια Μπάρτολι, έχει σαφώς σκοτεινή φωνή, με υφή κοντράλτο, η οποία όμως άνετα περνάει σε μια ευκίνητη και εντυπωσιακή κολορατούρα, όπως απέδειξε ιδίως στο τελικό ροντό «Non piu mesta» (Όχι πια θλιμμένη). Μουσικά ήταν πάρα πολύ καλή, σκηνικά πρέπει να ελέγξει λίγο τα χέρια της, ιδίως όταν ερμηνευτικά κατέχει τόσο καλά τον ρόλο. Ειδήμονες επίσης παρατήρησαν ότι δεν ήταν πολύ καλή στο ξεσκόνισμα, και σφουγγάριζε πολύ μέτρια.

Πέρα από το έξυπνο στήσιμο η σκηνοθεσία πετυχαίνει χάρις στην αποτελεσματική και λεπτομερή καθοδήγηση των τραγουδιστών, πάντοτε ευφυή αλλά και πάντοτε έξυπνα προσαρμοσμένη στους χρόνους της μουσικής

Τον καναλάρχη πρίγκηπα Ντον Ραμίρο ερμήνευσε ο τενόρος Damir Zakirov του θεάτρου Μιχαϊλόφσκι της Αγίας Πετρούπολης, που είναι, μαζί με το Μαριίνσκυ, ένα από τα ιστορικά θέατρα όπερας της παλαιάς αυτοκρατορικής πρωτεύουσας της Ρωσίας. Πρόκειται για έναν εξαιρετικό ροσσινιανό τενόρο, με φωνή ιδανική για τον ρόλο, με άνετο και αβίαστο πέρασμα στην υψηλή περιοχή που δεν ακούγεται ποτέ βεβιασμένη, ευγενή χροιά και ιταλική προφορά πολύ ικανοποιητική για ρωσόφωνο (με ουσιαστικά αδιόρατο σλαβικό άκουσμα). Και η σκηνική αντίληψη του ρόλου ήταν πολύ ταιριαστή, εμπνέοντας ευγένεια και κύρος.

Ως Νταντίνι / ψευδο-πρίγκηπας / Καρλ Φελντλάγκερ, ο Γάλλος βαρύτονος Jerome Boutillier ήταν μια αποκάλυψη. Με πραγματικά βελούδινη φωνή, ωραίο φραζάρισμα, δεξιοτεχνικούς βοκαλισμούς, αντιμετώπισε τόσο σκηνικά όσο και μουσικά τον ρόλο με πνευματώδη διάθεση, αναδεικνύοντας το λεπτό χιούμορ του έργου. Αμιγώς κωμική, αντίθετα, ήταν η απόδοση του Ντον Μανίφικο από τον ελληνοαμερικανό μπάσο-μπούφο (κωμικό βαθύφωνο) Κώστα Τσουράκη (Costas Tsourakis) από την Νέα Υόρκη, ο οποίος με ξεχωριστή ζωντάνια απέδωσε υποδειγματικά τον ρόλο καταδεικνύοντας την κωμική μουσικοθεατρική διάσταση, που ενίοτε παραμελείται προς όφελος ενός πιο φροντισμένου μελωδικά τραγουδιού.

Στον ρόλο των δύο αδελφών Clorinda και Tisbe πραγματικά ενθουσίασαν οι δύο νέες Ελληνίδες Μαριλένα Στριφτόμπολα (σοπράνο) και Μιράντα Μακρυνιώτη (μέτζο σοπράνο).

Στον ρόλο των δύο αδελφών Clorinda και Tisbe πραγματικά ενθουσίασαν οι δύο νέες Ελληνίδες Μαριλένα Στριφτόμπολα (σοπράνο) και Μιράντα Μακρυνιώτη (μέτζο σοπράνο), γνωστές μας ήδη από τις καλές εμφανίσεις τους στην Αθήνα. Οι δυο τους κατάφεραν να συμπήξουν ένα τόσο πετυχημένο δίδυμο που είναι αδύνατο να τις αντιμετωπίσει κανείς χωριστά. Άριστα συγχρονισμένες και συντονισμένες, όχι μόνο ερμήνευσαν πολύ πειστικά τους ρόλους, αλλά επωμίστηκαν και μεγάλο σκηνικό φόρτο με συνεχή κωμική δράση, που εξετέλεσαν υποδειγματικά. Σχεδόν έκλεψαν την παράσταση· ενδεχομένως μόνο λίγο περισσότερο βιμπράτο σε ορισμένα σημεία να αναδείκνυε τις φωνές τους καλύτερα στη ακουστική της αίθουσας, που είναι λίγο στεγνή.

Τον παιδαγωγό Αλιντόρο ερμήνευσε με ιδιαίτερο κύρος ο βαρύτονος David Malis, έμπειρος πρωταγωνιστής από την Μetropolitan Οpera της Νέας Υόρκης, που μας έφερε μέσα από τον μικρό του ρόλο την αίγλη ενός μεγάλου θεάτρου. Η χορωδία συγκροτήθηκε από περίπου δέκα νεαρούς κυρίους του συγκροτήματος Solartissimo από το Σύγχρονο Ωδείο Λάρισας (διδασκαλία Νίκος Ευθυμιάδης). Ήταν πολύ καλοί στο τραγούδι και την κίνηση, ενώ ο μουσάτος με τα μαύρα γυαλιά παίρνει και έξτρα υποκριτικά credits στον ρόλο του υποκινητή της μιντιακής κουστωδίας.Πολύ καλή η συνοδεία των ρεστιτατίβων από τον Σπύρο Σουλαδάκη στο (ηλεκτρικό) τσέμπαλο.

Για να λειτουργήσουν όλα αυτά όμως η βασικότερη συνδρομή ήταν από την τάφρο της ορχήστρας. Ο αρχιμουσικός Τζοβάνι Πακόρ καθοδήγησε τους τραγουδιστές και την Παν-Ευρωπαϊκή Φιλαρμονία της Βαρσοβίας σε μια ερμηνεία εκφραστική και ταυτόχρονα με προσοχή στην λεπτομέρεια, στο πλάσιμο των μουσικών φράσεων, και βέβαια με εύστοχες ρυθμικές επιλογές Τα ροσσινιανά κρεσέντι πραγματώθηκαν άψογα, σε επίπεδο όχι μόνο δυναμικής, αλλά και θεατρικής έντασης, επιτυγχάνοντας αυτό το συναίσθημα έξαψης και ευφορίας, απελευθερώνοντας εκείνη τη μικρή δόση αδρεναλίνης, με την οποία ο Ροσσίνι ακόμα μαγεύει το ακροατήριο.

Μια τελευταία λέξη για την συνολική ποιότητα της μουσικής διδασκαλίας: η εκπληκτική απόδοση στο σεξτέτο της Β΄ πράξης «Questo è un nodo avviluppato, Questo è un gruppo rintrecciato» («Είναι κόμπος τυλιχτός, ένας γόρδιος δεσμός» σε πολύ ελεύθερη απόδοση). Όχι μόνο η ταχύτητα και ο συγχρονισμός των τραγουδιστών ήταν άριστος, υποδειγματική ήταν και η έμφαση στη μουσική ποιότητα των συλλαβών, ιδίως των συμφώνων: τραβηγμένα βήτα και λάμδα, σκαστά πι, τονισμένα συμπλέγματα του ρο. Ένα μάθημα ροσσινιανού ύφους και ερμηνείας!


Μπορείτε να παρακολουθήσετε την παράσταση βιντεοσκοπημένη στα δύο βίντεο που ακολουθούν:


Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 19 Ιουλίου, παρακολουθήσαμε πάντα στο Θέατρο Απόλλων την Παν-Ευρωπαϊκή Συμφωνική Ορχήστρα της Βαρσοβίας σε «Ένα Συμφωνικό Βράδυ – Άθλος» – «A Herculean Symphonic Evening» όπως ονομάστηκε η συναυλία λόγω της διάρκειας αλλά και της απαιτητικότητας των έργων. Στο πρώτο μέρος η δραστήρια Πολωνή αρχιμουσικός Marta Kluczymska διηύθυνε την Τρίτη Συμφωνία «Ηρωική» του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν. Η ανάγνωσή της ήταν εξαιρετικά δυναμική, θα έλεγε κανείς ολόκληρο το έργο πέρασε σε μια πνοή. Με εξαίρεση ορισμένα λάθη στα κόρνα στα κόρνα, η ορχήστρα ανταποκρίθηκε θαυμάσια.

Στο δεύτερο μέρος ο Πήτερ Τιμπόρις διηύθυνε την Συμφωνία αρ. 5 του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύκλο που ξεκίνησε το 2016 με την 6η (τότε διηύθηνε ο Τζοβάνι Πακόρ) και συνεχίστηκε το 2017 με την 4η Συμφωνία του Ρώσου συνθέτη. Η συναισθηματικά ώριμη και πολύπλευρη ερμηνεία του ανέδειξε τόσο το ενορχηστρικό χάρισμα του Τσαϊκόφσκυ όσο και την ρομαντική ένταση με την οποία εμβάπτιζε την καλλιτεχνική του δημιουργία. Η ορχήστρα ήταν πολύ καλή με εντυπωσιακά χάλκινα πνευστά.

//Ευχαριστούμε για την ευγενική προσφορά των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων την Blue Star, σταθερό υποστηρικτή των πολιτιστικών εκδηλώσεων του Δήμου Σύρου – Ερμουπόλεως και χορηγό του Σύρος – Πολιτισμός 2018.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι 5 κορυφαίες στιγμές του Robert Redford στην μεγάλη οθόνη

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top