«Μπροστά στον Ροντέν μού κόπηκε η μιλιά. Δεν μπορούσα να του απευθύνω ούτε λέξη, και στεκόμουν ανάμεσα στ’ αγάλματα, σαν να ’μουν και εγώ ένα απ’ αυτά», θυμάται ο Τσβάιχ. (Εδώ ο Ροντέν στο ατελιέ του, πλάι στο περίφημο γλυπτό του «Το χέρι του Θεού», 1898. Φωτογραφία: Hans Belting)

[…] Μια μέρα στου Βεράρεν πιάσαμε συζήτηση μ’ έναν ιστορικό της τέχνης, ο οποίος παραπονιόταν πως η εποχή των μεγάλων γλυπτών και ζωγράφων είχε πλέον περάσει. Τον αντέκρουσα δριμύτατα. Μήπως δεν ήταν ανάμεσά μας ο Ροντέν, ο σπουδαίος αυτός δημιουργός που δεν υπολειπόταν σε τίποτα μπροστά στις μεγάλες μορφές του παρελθόντος; Άρχισα να απαριθμώ ένα ένα τα έργα του και, όπως γίνεται πάντα όταν υπάρχει σύγκρουση απόψεων, βγήκα σχεδόν εκτός εαυτού απ’ το θυμό μου. Ο Βεράρεν κρυφογελούσε. «Κάποιος που τρέφει τέτοια αγάπη για τον Ροντέν, θα ’πρεπε, αν μη τι άλλο, να τον γνωρίσει προσωπικά», είπε στο τέλος. «Αύριο θα πάω στο ατελιέ του. Αν το θέλεις και συ, μπορείς να έρθεις μαζί μου».

Αν το ήθελα; Τι ερώτηση! Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι όλη νύχτα από τη χαρά μου. Αλλά μπροστά στον Ροντέν μού κόπηκε η μιλιά. Δεν μπορούσα να του απευθύνω ούτε λέξη και στεκόμουν ανάμεσα στ’ αγάλματα, σαν να ’μουν και εγώ ένα απ’ αυτά. Όλως περιέργως, η αμηχανία μου αυτή φάνηκε να του αρέσει, γιατί καθώς φεύγαμε, ο γέροντας με προσκάλεσε να πάω να δω, αν ήθελα, το πραγματικό του ατελιέ στην Μεντόν, ζητώντας μου μάλιστα να παραβρεθώ και στο γεύμα. Είχα πάρει κιόλας το πρώτο μου δίδαγμα: οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι είναι και οι πιο καλοσυνάτοι.

Το δεύτερο ήταν πως, τις περισσότερες φορές, ζούνε την πιο απλή και απέριττη ζωή. Στο σπίτι αυτού του ανθρώπου –που η φήμη του είχε εξαπλωθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο και τα έργα του ήταν οικεία στη γενιά μας, γραμμή προς γραμμή, σαν τους πιο στενούς μας φίλους– έτρωγες τόσο απλά όσο και στο σπίτι ενός απλού χωρικού· φρέσκο θρεπτικό κρέας, μερικές ελιές κι άφθονα φρούτα, που τα συνόδευε ένα δυνατό τοπικό κρασί. Αυτό μου έδωσε περισσότερο θάρρος, κι έτσι στο τέλος συμμετείχα και πάλι εντελώς άνετα στη συζήτηση, σαν να ήταν ο γέρος αυτός κι η γυναίκα του παλιοί μου γνώριμοι.

«Το πρώτο δίδαγμα που πήρα από τον Ροντέν ήταν πως οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι είναι και οι πιο καλοσυνάτοι. Το δεύτερο πως, τις περισσότερες φορές, ζούνε την πιο απλή και απέριττη ζωή». (Στη φωτογραφία ο Ροντέν με τα σκυλιά του στην Μεντόν. Φωτογραφία: Rose Beuret)

Μετά το φαγητό περάσαμε στο ατελιέ. Ήταν μια πελώρια αίθουσα, όπου ήταν μαζεμένα τα σημαντικότερα έργα του σε ρεπλίκες, ανάμεσά τους όμως ήταν στημένα ή και ριγμένα στο έδαφος κατά εκατοντάδες μεμονωμένα κομμάτια – χέρια, μπράτσα, χαίτες αλόγων, γυναικεία αφτιά, τα περισσότερα φτιαγμένα από απλό γύψο· ακόμα έχω ζωντανά στη μνήμη μου κάποια απ’ αυτά τα πρόχειρα έργα που τα ’χε πλάσει απλά και μόνο για εξάσκηση, και θα μπορούσα να μιλώ ώρες ολόκληρες για τη μια αυτή και μοναδική ώρα που πέρασα εκεί.

Στο τέλος, ο δάσκαλος με οδήγησε μπροστά σ’ ένα βάθρο, πάνω στο οποίο κρυβόταν πίσω από υγρά πανιά το τελευταίο του έργο, ένα γυναικείο πορτρέτο. Τράβηξε τα πανιά με τα βαριά, γεμάτα ζάρες χέρια του, που έμοιαζαν με χέρια χωρικού, κι έκανε ένα βήμα πίσω. Ένα «admirable!» μου ξέφυγε άθελά μου, και ντράπηκα αμέσως για την κοινοτοπία μου. Αλλά με ήρεμη αντικειμενικότητα, στην οποία δεν υπήρχε ίχνος ματαιοδοξίας, μουρμούρισε κοιτάζοντας το έργο του και επικροτώντας την κριτική μου: «N’est-ce-pas?», αλλά αμέσως μετά δίστασε, λέγοντας: « Μόνο εδώ στον ώμο… Μια στιγμή!». Πέταξε με μια κίνηση τη ζακέτα του, έβαλε την άσπρη ποδιά της δουλειάς, πήρε μια μικρή σπάτουλα στο χέρι, και με μια δεξιοτεχνική κίνηση λείανε στο σημείο του ώμου την απαλή γυναικεία επιδερμίδα, που έμοιαζε να παίρνει πνοή. Ξανάκανε πίσω. «Και τώρα λιγάκι εδώ», μουρμούρισε. Και πάλι με μια ασήμαντη διόρθωση στο αισθητικό αποτέλεσμα εξυψώθηκε.

Έπειτα σώπασε. Έκανε μερικά βήματα μπρος πίσω, κοίταζε το πρόσωπο μέσα από έναν καθρέφτη, γκρίνιαζε κι έβγαζε άναρθρους τόνους, άλλαζε, διόρθωνε. Τα μάτια του, που στο τραπέζι ήταν χαρούμενα και καλοκάγαθα, τώρα πέταγαν σπίθες, κι ο ίδιος έμοιαζε να ’χε κερδίσει ύψος και νιότη. Δούλευε, δούλευε, και ξαναδούλευε μ’ όλο το πάθος και τη δύναμη του δυνατού, βαριού κορμιού του· κάθε φορά που έκανε απότομα μπρος ή πίσω, τρίζανε τα σανίδια. Μα εκείνος δεν τ’ άκουγε. Δεν πρόσεχε πως πίσω του στεκόταν σιωπηλός ένας νέος άντρας μ’ έναν κόμπο στο λαιμό, ευτυχισμένος που μπορούσε να παρατηρεί έναν τέτοιο μοναδικό δάσκαλο την ώρα που εργαζόταν. Με είχε ξεχάσει ολότελα. Ήταν σαν να μην υπήρχα πια. Για κείνον, υπήρχε εκεί μόνο η μορφή, το έργο, και πίσω του, αόρατο, το όραμα της απόλυτης τελειότητας.

«Θα μπορούσα να μιλώ ώρες ολόκληρες για τη μια αυτή και μοναδική ώρα που πέρασα στο ατελιέ του Ροντέν», γράφει στην αυτοβιογραφία του –έναν φόρο τιμής στην Ευρώπη μιας άλλης εποχής– ο Στέφαν Τσβάιχ.

Αυτό τράβηξε ένα τέταρτο, μισή ώρα, δεν ξέρω κι εγώ πόσο. Οι μεγάλες στιγμές βρίσκονται πάντα πέρα απ’ το χρόνο. Ο Ροντέν ήταν τόσο απορροφημένος, τόσο βυθισμένος σ’ αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή, που ούτε κεραυνός δεν θα μπορούσε να τον αποσπάσει. Οι κινήσεις του γίνονταν ολοένα και πιο δυναμικές, ολοένα και πιο μανιασμένες· τον είχε κατακλύσει μια περίεργη αγριότητα, κάτι σαν μέθη. Δούλευε όλο και πιο γρήγορα. Έπειτα τα χέρια του έγιναν ξαφνικά πιο διστακτικά. Ήταν σαν να γνώριζαν πως δεν τους απέμενε πια τίποτα να κάνουν. Μια, δυο, τρεις φορές ακόμα έκανε πίσω, χωρίς όμως να αλλάζει τίποτα πια. Έπειτα κάτι σιγοψιθύρισε μέσα στα γένια του, και σκέπασε απαλά το πορτρέτο με τα πανιά, έτσι ακριβώς όπως βάζει κανείς ένα σάλι στους ώμους μιας γυναίκας που αγαπά. Ανέπνεε και πάλι, βαθιά και χαλαρά. Το σώμα του ήταν σαν να βάρυνε ξανά. Η φλόγα είχε σβήσει. Και τότε έγινε το ασύλληπτο, απ’ το οποίο πήρα και το μεγαλύτερο δίδαγμα: Ο Ροντέν έβγαλε την ποδιά, ξανάβαλε τη ζακέτα του, κι έκανε να φύγει. Με είχε ολωσδιόλου ξεχάσει αυτή την ώρα της απόλυτης αυτοσυγκέντρωσης. Δεν θυμόταν πια πως ένας νέος, τον οποίο ο ίδιος είχε οδηγήσει στο ατελιέ του για να του το δείξει, στεκόταν τόση ώρα συγκλονισμένος πίσω του με κομμένη την ανάσα, ακίνητος σαν τα αγάλματά του.

Βάδισε ως την πόρτα. Τη στιγμή που έκανε να την κλείσει, αντιλήφθηκε πως ήμουν εκεί· κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου, σχεδόν θυμωμένος: ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος νεαρός που ’χε γλιστρήσει στο εργαστήρι του; Αλλά την επόμενη κιόλας στιγμή θυμήθηκε και με πλησίασε σχεδόν ντροπιασμένος. «Pardon, Monsieur», άρχισε να λέει. Αλλά δεν τον άφησα να συνεχίσει. Του έπιασα μονάχα το χέρι με ευγνωμοσύνη: θα προτιμούσα βέβαια να του το είχα φιλήσει. Εκείνη την ώρα είχα ανακαλύψει στην πράξη ποιο ήταν το αιώνιο μυστικό κάθε ανώτερης τέχνης, και κατ’ επέκταση κάθε ανθρώπινης δημιουργίας: η αυτοσυγκέντρωση, η σύμπραξη όλων των δυνάμεων, όλων των αισθήσεων, η ικανότητα του κάθε καλλιτέχνη να βγαίνει από τον εαυτό του και να αποστασιοποιείται απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, προκειμένου να δημιουργήσει. Είχα αποκομίσει μια πολύτιμη γνώση που θα με συνόδευε σ’ όλη μου τη ζωή.

 

//Απόσπασμα από το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ «Ο κόσμος του χθες – Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου», μετάφραση Αλεξία Καλανταρίδου – Τατιάνα Λιάνη, εκδόσεις Printa, 2006.

 

Διαβάστε ακόμα: Στέφαν Τσβάιχ – Έτσι ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top