«Εδώ υπάρχουν μουσεία που αναφέρονται στη νεότερη και τη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Είναι το Μπενάκη, είμαστε εμείς, η Παλιά Βουλή. Είμαστε τρία μουσεία με διαφορετικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να τα επισκεφθεί ο τουρίστας».

    Ο Άντονι Γκαουντί συνήθιζε να εξηγεί τις μοντερνιστικές εκβολές των κτιρίων που δημιουργούσε με ένα απτό παράδειγμα: «Όπως η φύση δεν έχει ευθείες γραμμές και αιχμηρές γωνίες, έτσι και τα κτίρια δεν πρέπει να έχουν ούτε ευθείες γραμμές ούτε αιχμηρές γωνίες».

    Παραφράζοντας τον καταλανό αρχιτέκτονα: όπως τα κτίρια διατηρούν αναλλοίωτο το χρόνο που έχει περάσει από πάνω τους, όσες αναπλάσεις κι αν υποστούν, έτσι και οι άνθρωποι δεν γίνεται να αποστρέφουν το βλέμμα τους από το παρελθόν. Οπως διατείνονται και οι Ρώσοι: το παρελθόν είναι το μόνο που επιδέχεται αλλαγές. Αρκεί φυσικά να το γνωρίζεις.

    Ξεκινάω από τα προφανή που όμως είναι και τα πλέον άγνωστα για τους περισσότερους: βηματίζοντας στην Παπαρρηγοπούλου (κάθετος δρόμος στη Σταδίου στο ύψος της Κλαυθμώνος), ενδέχεται να προσπεράσεις δύο επιβλητικά κτίρια άλλης εποχής που στέκουν ωσάν αγέρωχοι γίγαντες μέσα στον κακόσχημο εσμό των κτιρίων του κέντρου της Αθήνας. Ελάχιστοι γνωρίζουν την ιστορία τους, ακόμη λιγότεροι ξέρουν ποια είναι η σημερινή λειτουργία τους.

    Κι όμως, αμφότερα τα κτίρια βρίσκονται εν λειτουργία και στεγάζουν το θαυμαστό Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Το ένα εξ αυτών (Παπαρρηγοπούλου 7), ιδιοκτησίας  Σταματίου Δεκόζη Βούρου, κατοικήθηκε από τον Όθωνα και την Αμαλία, τους πρώτους βασιλείς της Ελλάδας από το 1836 έως το 1843. Για το λόγο αυτό, ένας όροφός του είναι αφιερωμένος στη μνήμη του βασιλικού ζεύγους.

    Τα δύο κτίρια επί της οδού Παπαρρηγοπούλου διατηρούν αναλλοίωτη μια εποχή της Αθήνας που έρχεται από το παρελθόν και συναντάει το σήμερα.

    Ανεγέρθηκε κατά τα έτη 1833-1834 σε σχέδια των γερμανών αρχιτεκτόνων Λίντερς και Χόφμαν ως οικία του Σταματίου Δεκόζη Βούρου και μέχρι σήμερα είναι γνωστό ως το «παλαιό παλάτι» αφού εκεί κατοικούσαν οι τότε νιόπαντροι βασιλείς, Όθωνας και Αμαλία, μέχρι το 1843 που μετακόμισαν στη σημερινή Βουλή.

    «Η Ακρόπολη θα σου κόψει εισιτήρια. Αλλά από εκεί και πέρα δεν θα έβλαπτε να βάλει ο Δήμος Αθηναίων μια ταμπέλα που να λέει «Προς Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών».

    Το δεύτερο, στον αριθμό 5, δημιουργήθηκε πάνω σε σχέδια του στρατιωτικού μηχανικού Γεράσιμου Μεταξά το 1859 ως οικία του Κωνσταντίνου Στ. Βούρου. Σήμερα, τα δύο αυτά κτίρια ενώνονται με μια εσωτερική γέφυρα φιλοξενώντας στους τρεις ορόφους τους τις συλλογές του Μουσείου.

    Σε τούτο τον εξαιρετικό χώρο, διαποτισμένο από την ιστορία της πόλης, αλλά και της χώρας, βρίσκεται σήμερα εν λόγω Μουσείο, το οποίο φέρει τα ονόματα του πολιτικού Λάμπρου Ευταξία (1905-1996) και του θείου του Αλεξάνδρου Βούρου (1871-1959), ανώτατου στελέχους της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας. Ιδρυτής του Μουσείου υπήρξε ο Λάμπρος Ευταξίας, ο οποίος ενισχύθηκε στο έργο του από κληροδότημα που άφησε ο Αλέξανδρος Βούρος.

    Οι πύλες του μουσείου, όπως και το ίδιο το μουσείο, δεν επιθυμούν να κρατήσουν τον κόσμο μακριά.

    Για την ιστορία: ο Λάμπρος Ευταξίας σπούδασε Νομικά, Πολιτικές και Οικονομικές επιστήμες στην Αθήνα, στη Βιέννη, στη Λειψία και στο Παρίσι. Από το 1932 έως το 1967 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής και επανειλημμένα έγινε υπουργός. Παράλληλα με την πολιτική, το ενδιαφέρον του συγκέντρωναν θέματα πολιτισμού ενώ υπήρξε συλλέκτης ολκής.

    Το 1973 ίδρυσε το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, το οποίο το 1980 άνοιξε τις πύλες του στο κοινό. Το 1990 το Μουσείο τιμήθηκε με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα, ο Λάμπρος Ευταξίας υπήρξε και πρωτεργάτης της δημιουργίας του Μεγάρου των Φίλων της Μουσικής.

    Η σύνδεση του χθες με το σήμερα της πόλης γίνεται μέσω αυτού του Μουσείου κι ας μην το γνωρίζει πολύς κόσμος. Ή, μάλλον, για να μην είμαστε αυστηροί, ολοένα και περισσότεροι το τελευταίο διάστημα αρχίζουν να το μαθαίνουν. Από τη στιγμή που ανέλαβε διευθυντής του Μουσείου ο ιστορικός, διδάκτορας Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου δρ. Στέφανος Καβαλλιεράκης, έχει τεθεί σε λειτουργία ένας εξωστρεφής μηχανισμός έτσι ώστε το Μουσείο να ανοιχτεί στον κόσμο (ιδιαιτέρως στα μικρά παιδιά) και να κοινωνήσει τα σπάνια εκθέματά του (πίνακες, γλυπτά, γκραβούρες, αντικείμενα και έπιπλα του βασιλικού ζεύγους κ.α.).

    «Είμαστε ένας αμιγώς ιδιωτικός φορέας, δεν έχουμε κρατική χρηματοδότηση, κινούμαστε με ίδια μέσα».

    Μιλώντας στο Andro, ο κ. Καβαλλιεράκης χρησιμοποιεί με επίταση τη λέξη «εξωστρέφεια» θέλοντας να τονίσει την ανάγκη το Μουσείο να ακολουθήσει τις σύγχρονες τάσεις στον μουσειακό παγκόσμιο χάρτη, δίχως όμως να αφίσταται του χαρακτήρα και της ταυτότητάς του.

    «Όλες μας οι κινήσεις κατατείνουν στην εξωστρέφεια. Να γίνει γνωστό το Μουσείο στον κόσμο. Εδώ το λάθος είναι συλλογικό. Έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιωτικό χώρο κι ως τέτοιος έχει την ανάγκη της περιφρούρησης και της περιχαράκωσης. Είναι από τα πέντε ιδιωτικά συσταθέντα μουσεία με νόμο. Το δεύτερο είναι ότι υπάρχει έλλειψη μιας κρατικής πολιτικής που αφορά και τη νεότερη ιστορία της χώρας», σημειώνει χαρακτηριστικά.

    – Είμαστε, λέτε, περισσότερο εστιασμένοι στα απώτατο παρελθόν και λιγότερο στο πιο κοντινό μας.
    Ναι, στα πολιτιστικά μας πράγματα πάμε προς τον αρχαίο κόσμο.

    – Και περιοριζόμαστε σ’ αυτόν.
    Κατανοώ τους λόγους. Εκεί βρίσκονται τα χρήματα. Η Ακρόπολη θα σου κόψει εισιτήρια. Αλλά από εκεί και πέρα, επειδή ξέρουμε την ελληνική γραφειοκρατία, δεν θα έβλαπτε να βάλει ο Δήμος Αθηναίων μια ταμπέλα που να λέει «Προς Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών». Πολύς κόσμος περνάει μπροστά από την Παπαρρηγοπούλου, αλλά δεν την ξέρει ως δρόμο. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που την μπερδεύει με την αντίστοιχη οδό στους Αμπελοκήπους! Θα μπορούσε να πεζοδρομηθεί στοιχειωδώς έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα τρίγωνο που να περιλαμβάνει εμάς, την Παλιά Βουλή και τον Παρνασσό. Θα μπορούσαμε κι εμείς να βρεθούμε και να πούμε πως θα υπάρχει ένα κοινό εισιτήριο για τα τρία κτίρια.

    Κάπως έτσι ήταν τα αρχοντικά των Αθηνών στα τέλη του 19ου αιώνα.

     – Κάτι που είναι συνηθισμένο σε πρωτεύουσες της Ευρώπης.
    Προσγειώνεσαι στο Άμστερνταμ και το πρώτο περίπτερο που βλέπεις είναι η πόλη του Άμστερνταμ να σε καλωσορίζει. Το ξέρω από προσωπική εμπειρία πηγαίνοντας με την οικογένειά μου στη συγκεκριμένη πόλη. Φύγαμε με 150 ευρώ ελαφρύτεροι, αλλά είχαμε κόψει εισιτήρια για τα λεωφορεία και τα μουσεία που θέλαμε να επισκεφθούμε – μέχρι και για την εκδρομή που κάναμε στο πάρκο με τις τουλίπες. Έτσι νιώθεις και την ασφάλεια ότι τα έχεις όλα πάνω σου.

    «Θέλουμε το μουσείο να γίνει ένας χώρος οικείος και φιλικός, να έρχεται σε επαφή με νέους καλλιτέχνες, αλλά και έρθει σε άμεση σχέση με τα σχολεία».

    – Όντως, πέραν της Ακρόπολης, οι περισσότεροι τουρίστες ελάχιστα γνωρίζουν τα υπόλοιπα τοπόσημα της πόλης.
    Αν κατέβουμε την Αιόλου και περάσουμε από το ιστορικό εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων,  σ’ αυτό το χώρο γίνονται πλέον ξενοδοχεία Airbnb. Εγώ δεν έχω πρόβλημα να έρχονται οι τουρίστες, αλλά έχω μια απορία: πώς θα πείσεις τον ξένο να μείνει στην πόλη πάνω από δύο μέρες; Άντε και πήγε στην Ακρόπολη και στο Σούνιο. Και μετά; Πρέπει να υπάρχει και κάτι ακόμη να δει. Εδώ υπάρχουν μουσεία που αναφέρονται στη νεότερη και τη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Είναι το Μπενάκη, είμαστε εμείς, η Παλιά Βουλή. Είμαστε τρία μουσεία με διαφορετικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να τα επισκεφθεί ο τουρίστας και έτσι να κερδίσουμε μια -τουλάχιστον- ακόμη ημέρα παραμονής του στην Αθήνα.

    «Νέα στο παράθυρο», έργο του Θεόδωρου-Ιάκωβου Ράλλη που βρίσκεται στο Μουσείο.

    – Εσείς ως Μουσείο κάνετε κάποιες κινήσεις από μόνοι σας;
    Ναι, κάνουμε. Από φέτος ξεκινήσαμε μια συνεργασία με την booking.com. Eπί του παρόντος έχουμε λίγα εισιτήρια, αλλά τουλάχιστον μπήκαμε στο πλάνο της. Αν κλείσει κάποιος ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο της πρωτεύουσας, εμφανιζόμαστε στις επιλογές για το τι μπορεί να κάνει στην πόλη.

    – Εξυπνη κίνηση…
    Και να ξέρετε πως οι προδιαγραφές για να σε βάλουν στην πλατφόρμα τους είναι αρκετά αυστηρές. Ερχονται οι άνθρωποί της σε τσεκάρουν κι ύστερα σε δέχονται. Παράλληλα, προσπαθούμε να κάνουμε ένα άλμα στην τεχνολογία, να γίνουμε λίγο πιο ποπ, να το πω έτσι, δηλαδή να έρθουμε σε επαφή με νέους καλλιτέχνες σεβόμενοι φυσικά το χαρακτήρα του Μουσείου. Να ξέρετε πως ο Λάμπρος Ευταξίας, μαζί με τον Μπενάκη, ήταν ίσως οι τελευταίοι άνθρωποι που έβαλαν χρήματα από την προσωπική τους περιουσία για τις τέχνες. Αρα, κι εμείς προσπαθούμε και προσπαθούμε. Θέλουμε να κάνουμε συνέργειες.

    – Από ό,τι καταλαβαίνω όλα αυτά ήταν ένας μέρος των σκέψεων που είχατε όταν πήρατε τη θέση του διευθυντή του Μουσείου.
    Ακριβώς, όλα αυτά τα είχαν ως σκέψεις και πλάνο. Στόχος μου ήταν και είναι να γίνει το μουσείο ένα, ας πούμε, talk of the town. Nα γίνει ένας χώρος οικείος και φιλικός, να έρχεται σε επαφή με νέους καλλιτέχνες, αλλά και να έρθει σε άμεση σχέση με τα σχολεία. Κι αυτό ειδικά το θέμα των σχολείων με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Ερχονται σχολεία εδώ και ξεναγούνται από εθελοντές φοιτητές με τους οποίους έχουμε άριστη συνεργασία και κάνουν πολύ καλή δουλειά. Θέλουμε τα παιδιά να αισθανθούν το χώρο. Πολλές φορές λέω να μην στέκονται όρθια, αλλά να κάτσουν, να παίξουν ακόμη, έτσι ώστε να ξεφύγουν από τη λογική ότι μπήκαν σε ένα μουσείο.

    Θαυμάζεις την αρχοντική λεπτότητα της βασιλικής τραπεζαρίας.

    – Πώς μπορεί να βγει ένα μουσείο εκτός των τειχών που το περιβάλλουν και να ανοιχτεί στον κόσμο;
    Να πάλι η εξωστρέφεια που λέγαμε στην αρχή. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε με τις εκθέσεις, την παρακολούθηση του σύγχρονου παλμού της πόλης και την ένταξη σε σύγχρονες δράσεις. Ήδη «τρέχουμε», και είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι για αυτό, με την υποστήριξη του ιδρύματος Vodafone το «εικονικό Μουσείο». Μέσω μιας ειδικά διαμορφωμένης ψηφιακής περιήγησης (VR tour) και με τη χρήση Γυαλιών Εικονικής Πραγματικότητας, προσπαθούμε να προσφέρουμε μια μοναδική πολιτιστική εμπειρία, χωρίς όρια και κοινωνικούς περιορισμούς. Ξέρετε, πήγαμε σε μέρη όπως το ογκολογικό νοσοκομείο Κηφισιάς, το Χαμόγελο του Παιδιού, την Ελπίδα ή το Λύρειο Ίδρυμα και η υποδοχή που είχαμε από τα παιδιά ήταν εντυπωσιακή και συγκινητική.

    – Με το κράτος έχετε σχέσεις ή δεσμεύσεις; Περιμένετε κάτι που ποτέ δεν έρχεται;
    Είμαστε ένας αμιγώς ιδιωτικός φορέας, δεν έχουμε κρατική χρηματοδότηση, κινούμαστε με ίδια μέσα. Επομένως, κάθε κίνησή μας πρέπει να είναι μελετημένη και κοστολογημένη. Επομένως, δεν περιμένουμε κάτι από το κράτος.

    – Μάλλον θα πρέπει να είστε τυχεροί…
    Κοιτάξτε, από την άλλη δεν μας έχει καλέσει κανένας σε μια επιτροπή, ας πούμε, να καταθέσουμε τις απόψεις μας ή να ανταλλάξουμε ιδέες. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί γίνεται αυτό.

    «Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν κάποιες αναλογίες, δίνει κάποιες απαντήσεις, αλλά κάθε εποχή έχει το δικό της χρονικό πλαίσιο».

    – Μάλλον οι κρατικοί φορείς γνωρίζουν τα πάντα.
    Στην Ελλάδα φοβόμαστε τη συνέργεια. Είναι μια δύσκολη λέξη στη χώρα μας, πόσο μάλλον στον πολιτισμό. Το «μικροί πλην έντιμοι» είναι μάλλον ένας τρόπος σκέψης, τη συνεργασία τη φοβόμαστε, προτιμούμε συχνά τα χαρακώματα και τη στασιμότητα. Ελπίζω τώρα για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 κάτι να γίνει και να υπάρξει συνεργασία. Είναι μια επέτειος που τη θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική και σε κεντρικό επίπεδο νομίζω γίνονται λίγα πράγματα.

    Παρτιτούρες, χειρόγραφα, σπάνιες εκδόσεις κοσμούν τις προθήκες του Μουσείου.

    – Με τον Δήμο Αθηναίων ποια είναι η σχέση σας;
    Με την προηγούμενη δημοτική Αρχή δεν καταφέραμε να βρούμε μια κοινή περπατησιά, καθώς υπήρξε διάσταση απόψεων σε κάποια θέματα. Ελπίζω με την καινούργια να έχουμε καλή σχέση. Ήδη, πρέπει να το πω αυτό, ο κ. Μπακογιάννης μας επισκέφθηκε με αφορμή τη βράβευσή μας στο OPEN House. Kερδίσαμε το πρώτο βραβείο κοινού, κάτι που μας χαροποίησε ιδιαίτερα και μαρτυρά ότι κινούμαστε σε μια πιο εξωστρεφή κατεύθυνση. Mε αφορμή αυτή τη βράβευση μιλήσαμε με τον κ. Μπακογιάννη και ευελπιστώ πως θα έχουμε καλή συνεργασία. Να άλλη μια συνέργεια ενόψει των 200 χρόνων του 1821. Μπορούμε να φιλοξενήσουμε εκθέσεις του Δήμου. Δεν ξέρω τα εκθέματα που μπορεί να έχει στην κατοχή του ο Δήμος, αλλά νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε κοινές δράσεις.

    – Εσείς είστε ιστορικός, επομένως είστε ο κατάλληλος άνθρωπος για να ρωτήσω το εξής: το τελευταίο διάστημα ολοένα και περισσότερο ασχολούμαστε με την ιστορία. Διαβάζουμε ιστορικά βιβλία ή αναζητούμε αφορμές για να βουτήξουμε στο παρελθόν. Τι ψάχνουμε, άραγε;
    Αυτό, ξέρετε, δείχνει τη δύναμη της Ιστορίας. Αν και έχουμε προχωρήσει τεχνολογικά, αναζητήσουμε στην Ιστορία απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν μπορούμε να βρούμε με συγχρονικούς όρους. Αυτό έχει μια λογική, αλλά πολλές φορές είναι και βασανιστικό. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν κάποιες αναλογίες, δίνει κάποιες απαντήσεις, αλλά κάθε εποχή έχει το δικό της χρονικό πλαίσιο.

    »Γι’ αυτό οι ιστορικοί λένε για το αμάρτημα της χρονικής ετερότητας. Δεν γίνεται να ερμηνεύουμε το χθες με όρους του σήμερα και το αντίστροφο. Καταλαβαίνω την ανάγκη του κόσμου να απευθύνεται στην Ιστορία, μερικές φορές και με μεσσιανικό χαρακτήρα θεωρώντας πως η Ιστορία έχει απαντήσεις για όλα, όμως, δεν είναι πάντα έτσι. Δεν γίνεται μέσω της Ιστορίας να δικαιολογήσουμε τις επιλογές μας. Χρειάζεται να έχουμε μια ψύχραιμη ανάγνωση των γεγονότων. Τα γεγονότα είναι εκεί, έχουν συμβεί. Από εκεί και πέρα ερχόμαστε εμείς με τα «αν» και τις τυχόν ερμηνείες μας.

    Αντικείμενα άλλης εποχής που όμως ακουμπούν το σήμερα.

    – Κατ’ αντιστοιχίαν: πόσο γνωρίζουμε την Αθήνα;
    Καθόλου και δεν θα σας πάω στον 18ο ή τον 19ο αιώνα που μας απασχολεί εμάς ως μουσείου (ειδικά στο εκθεματικό του σκέλος). Εδώ αγνοούμε πολλά πράγματα για το 1950. Την Αθήνα την γκρεμίσαμε το 1950 και το κάναμε αρκετά συνειδητά σε μια συμφωνία της εξουσίας και των πολιτών γιατί θέλαμε να κάνουμε πολυκατοικίες. Άρα, δεν φταίει μόνο η πολιτική εξουσία, αλλά και οι πολίτες και οι επιλογές τους.

     

    Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Τζανακάρης – «Οι εποχές για “Μεγάλες ιδέες” έχουν περάσει. Τώρα ας μην πληγώνουμε τη χώρα μας».

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top