Σήμερα, οι δημιουργίες του κοσμούν τους τοίχους των καλύτερων μουσείων και γκαλερί σε όλη την Ευρώπη. (Φωτογραφία: Wikipedia)

    Το να φας με τον Steve Boggs ένα χάμπουργκερ με κόκα-κόλα δεν ήταν καθόλου απλή διαδικασία. Όπως γράφει ο Economist στη νεκρολογία που δημοσίευσε λίγο μετά τον θάνατό του τον περασμένο Ιανουάριο, ήθελε να τον αποκαλούν απλώς Boggs. Ούτε με το μικρό του, ούτε κύριο, ούτε τίποτα. Γούρλωνε τα μάτια του με έναν παράξενο τρόπο δίνοντας στο πρόσωπό του μια όψη τρομακτική, σχεδόν διαβολική. Και, μόλις τελείωνε το φαγητό του και ερχόταν ο λογαριασμός, έβγαζε το πορτοφόλι του, ξεδίπλωνε τα χαρτονομίσματα και άφηνε ένα από αυτά στο τραπέζι με τρόπο που προμήνυε κάτι παράξενο και μαζί βαθυστόχαστο.

    Με την πρώτη ματιά, το χαρτονόμισμα έδειχνε συνηθισμένο. Δεν ήταν. Η προσωπογραφία στο κέντρο ήταν συνήθως ο ίδιος ο Boggs, ή η Μάρθα Ουάσινγκτον αντί του Τζορτζ Ουάσινγκτον. Το όνομα της τράπεζας ήταν κάτι σαν «Όχι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα» ή «Τράπεζα της Βοημίας». Ο σειριακός αριθμός ήταν «EMC2» ή «LSD». Ο Boggs χρειαζόταν περί τις δέκα ώρες για να σχεδιάσει κάθε χαρτονόμισμα, σε ειδικό χαρτί, με κορυφαίας ποιότητας πράσινα και μαύρα στυλό (αργότερα χρησιμοποίησε και εκτυπωτές για περιορισμένα αντίτυπα). Με το αποτέλεσμα αυτό προσφερόταν να πληρώσει το φαγητό του.

    Στους δύσπιστους σερβιτόρους εξηγούσε ότι ήταν καλλιτέχνης και πως ήταν πρόθυμος να πληρώσει με κανονικά χρήματα αν αυτοί επέμεναν. Όμως, πίστευε ότι είχε δημιουργήσει κάτι όμορφο. Και επειδή είχε αφιερώσει τόσες ώρες στη δημιουργία του, δεν είχε αποκτήσει την αξία που ανέφερε στις γωνίες του;

    Μέχρι το 1999 ο Boggs είχε «αγοράσει» αγαθά αξίας άνω του 1 εκατ. δολαρίων, δίνοντας τα χαρτονομίσματα-έργα τέχνης που δημιουργούσε στο στούντιό του.

    Εννιά στις δέκα φορές η προσφορά του δεν γινόταν δεκτή. Αν γινόταν, ο Boggs έγραφε στο πίσω μέρος του «χαρτονομίσματος» τον τόπο και την ώρα που αυτό άλλαξε χέρια, ζητούσε την κανονική, νόμιμη απόδειξη, έπαιρνε ακόμα και τα ρέστα του. Την επόμενη μέρα ειδοποιούσε έναν από τους πολλούς μανιώδεις συλλέκτες των έργων του. Εκείνος πλήρωνε περίπου πέντε φορές την αξία της απόδειξης στον καλλιτέχνη (έπαιρνε και τα ρέστα) και με τα στοιχεία που αναγράφονταν πάνω της έψαχνε να βρει το «χαρτονόμισμα» και τον νέο του ιδιοκτήτη. Όταν απόδειξη, ρέστα και «χαρτονόμισμα» βρίσκονταν και πάλι όλα μαζί, αποκτούσαν υπερμεγέθη καλλιτεχνική αξία και άλλαζαν χέρια, συνήθως για δεκάδες χιλιάδες δολάρια.

    Το παράξενο σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι ότι ο Boggs δεν πουλούσε ποτέ τα σχέδιά του. Τα ξόδευε. Αγόραζε αγαθά και υπηρεσίες με την «αξία» τους, η οποία πολλαπλασιαζόταν στη συνέχεια, αλλά προς όφελος τρίτων. Η αρχική έμπνευση του ήρθε το 1984, όταν μια σερβιτόρα στο Σικάγο δέχτηκε μια χαρτοπετσέτα σχεδιασμένη σαν δολάριο ως πληρωμή για ένα ντόνατ και καφέ. Μάλιστα του έδωσε ρέστα δέκα σεντς, τα οποία εκείνος φύλαξε ως γούρι. Από τότε, όπου και αν πήγαινε στον κόσμο ζωγράφιζε το τοπικό νόμισμα τελειοποιώντας, με τον καιρό, τη διαδικασία.


    Διαβάστε ακόμα: Μέρες λεβεντιάς και αλκοόλ με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ


    Στην αρχή ήταν ένας μπατίρης. Άπλυτος, πεινασμένος και καταχρεωμένος. Όμως, μέχρι το 1999 τα σχέδιά του είχαν «αγοράσει» αγαθά αξίας άνω του 1 εκατ. δολαρίων. Με αυτά πλήρωνε ενοίκιο και ξενοδοχεία, αγόραζε ρούχα, μέχρι και μία μοτοσικλέτα Yamaha. Είναι ιδιαίτερα ευγνώμων στον Ελβετό που τον «ανακάλυψε» το 1986 και που ευχαρίστως δέχονταν πολύ συχνά την τέχνη του αντί για χρήματα.

    Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ο Boggs προτιμούσε να συναλλάσσεται με ανθρώπους που δεν τον ήξεραν και δεν είχαν ακούσει ποτέ για εκείνον, ακόμα και αν αυτοί τσαλάκωναν την τέχνη του και την έχωναν στην κωλότσεπη. Απώτερος σκοπός του ήταν να εγείρει ερωτήματα για την ουσία της συναλλαγής και του χρήματος. Τι κάνει ένα δολάριο να έχει αξία, πέρα από την πίστη μας ότι την έχει; Μήπως η αξία του κάθε αντικειμένου είναι υποκειμενική και αυθαίρετη; Όταν οι πωλητές του έλεγαν ότι δεν μπορούν να δεχτούν τέχνη ως πληρωμή, τους έλεγε πως ήδη τη δέχονται και τους έδειχνε τα περίτεχνα σχέδια στα επίσημα χαρτονομίσματα, με τους παπύρους και τους αετούς που σφίγγουν βέλη με τα νύχια τους. Αν επέμεναν, τους άνοιγε συζήτηση για την μη-πραγματικότητα του χρόνου και του τόπου. Ο βιογράφος του, Lawrence Weschler, έλεγε ότι ο Boggs ήταν «σχεδόν απατεώνας, αλλά όχι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο της τέχνης ή της οικονομίας, και αυτή ήταν η ουσία της τέχνης του».

    Φυσικά, το όλο project που ξεκίνησε ο Boggs το 1984, τον έφερε ουκ ολίγες φορές σε κόντρα με τις αρχές που δεν κατανοούσαν τη λογική του. (Φωτογραφία: Twitter)

    Οι Αρχές, φυσικά, δεν μπήκαν ποτέ στη συζήτηση περί τέχνης. Στη Βρετανία, όπου έζησε για αρκετά χρόνια, τον χαρακτήρισαν πλαστογράφο, τον συνέλαβαν και τον κάθισαν στο εδώλιο με την κατηγορία της «αναπαραγωγής» του νομίσματος. Εκείνος αντέτεινε ότι τα επίσημα χαρτονομίσματα είναι αναπαραγωγές, ενώ τα δικά του είναι πρωτότυπα που ποτέ δεν προσποιήθηκαν ότι είναι «αληθινό» χρήμα. Αθωώθηκε, όπως αθωώθηκε και στην Αυστραλία, όπου αντιμετώπισε παρόμοιες κατηγορίες.

    Στην Αμερική μπερδεύτηκαν λίγο περισσότερο. Ο Boggs ξεκίνησε το 1992 ένα παλαβό σχέδιο να πλημμυρίσει το Πίτσμπουργκ, όπου κατοικούσε, με 1 εκατ. δικά του «δολάρια» και να δει αν κάθε ένα από αυτά θα εκτελούσε πέντε συναλλαγές (οι ιδιοκτήτες έπρεπε να αφήσουν το δακτυλικό τους αποτύπωμα στο πίσω μέρος). Η Μυστική Υπηρεσία ενημέρωσε με προειδοποιητική ανακοίνωση την πόλη, έκανε έφοδο στο εργαστήριό του και κατάσχεσε περισσότερα από 1.000 έργα του. Δεν τα του επέστρεψαν ποτέ. Τα δικαστήρια ήρθαν στη δύσκολη θέση να αποφασίσουν αν θα αντιμετωπίσουν τα σχέδιά του όπως την πορνογραφία (που λογοκρίνεται, αλλά και επιτρέπεται ως ελευθερία του λόγου) ή σαν λαθρεμπόριο απαγορευμένων αγαθών, όπως τα ναρκωτικά.

    «Τι κάνει ένα δολάριο να έχει αξία, πέρα από την πίστη μας ότι την έχει;» ήταν ένα από τα βασικά ερωτήματα που έθετε μέσα από τη δουλειά του ο Boggs.

    Ο Boggs πέρασε πολλά χρόνια προσπαθώντας να πάρει πίσω τα σχέδιά του. Τα νομικά του έξοδα είχαν συσσωρευτεί. Στη δίκη του στο Λονδίνο είχε πληρώσει τον δικηγόρο του με σχέδια. Για να καλύψει τα έξοδα τυχόν παράστασής του στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, έθεσε σε κυκλοφορία «χαρτονομίσματα» των 1.000 Boggs-δολαρίων με το πορτρέτο του σχεδιασμένο από τον Thomas Hipschen, τον κορυφαίο χαράκτη χαρτονομισμάτων στη χώρα (έχει επανασχεδιάσει σχεδόν όλα τα χαρτονομίσματα των ΗΠΑ τα τελευταία 40 χρόνια) ο οποίος δέχτηκε για πληρωμή ένα χαρτονόμισμα του Boggs. Αλλά δεν πρόλαβε να φτάσει τόσο ψηλά. Έχοντας κι άλλα προβλήματα με τον νόμο -είχε συλληφθεί για κατοχή όπλων και μεθαμφεταμίνης- πέθανε προτού να του δοθεί η ευκαιρία να υπερασπιστεί την τέχνη του στο ανώτατο δυνατό επίπεδο.

    Οι δημιουργίες του κοσμούν σήμερα τους τοίχους των καλύτερων μουσείων και γκαλερί σε όλη την Ευρώπη. Και τα ερωτήματά του για το χρήμα και την τέχνη παραμένουν, απαιτώντας δύσκολες απαντήσεις.

    [Πηγή: Economist]

     

    Διαβάστε ακόμα: Ήταν ο Jacob Fugger ο πλουσιότερος άνθρωπος όλων των εποχών;

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top