Επειτα από μια αυτοκτονία ψελλίζουμε κοινοτοπίες. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την πράξη του αυτόχειρα. Στην περίπτωση της φωτογραφίας:  την 1/1/195201 January 1952 ο Donald Sanford Dutcher αυτοκτόνησε εισπνέοντας τα καυσαέρια του αυτοκινήτου του (Photo by USC Libraries/Corbis via Getty Images).

Simon Critchley, Σημειώσεις περί αυτοκτονίας, μτφ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Ποταμός

Το 1895 ο Μιχαήλ Μητσάκης θα βρεθεί για λίγες μέρες στην Πάτρα, όπου συμπτωματικά θα διαβάσει το λακωνικό σημείωμα ενός αυτόχειρα – πέντε λέξεις όλες κι όλες: «Αυτοκτονώ. Ας μην ενοχληθεί κανείς». Στη διάρκεια εκείνης της ημέρας και της νύχτας που ακολουθεί δεν θα καταφέρει ούτε στιγμή να βγάλει το φοβερό γεγονός από το μυαλό του ή να κοιμηθεί. Ό,τι κυρίως τον ταράζει δεν είναι αυτή καθαυτή η πράξη της αυτοκτονίας, αλλά η ειρωνική και τραγική αντίθεση ανάμεσα στην ιδέα του αυτόχειρα, ότι κάποιος θα μπορούσε να ενοχληθεί από την πράξη του, και στην απόλυτη αδιαφορία των ανθρώπων και της φύσης γύρω του για τον θάνατο αυτό.

Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, θα σχολιάσει ο συγγραφέας, δι’ όσους η χειρ του Θανάτου σημειώνει με την μαύρην σφραγίδα της! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι’ όσους η αρπάγη του Πάθους, της Νόσου ή της Ανάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων!

Κι όμως, σε αντίθεση με ό,τι γράφει ο Μιχαήλ Μητσάκης, η αυτοκτονία είναι πιθανότατα το ζήτημα εκείνο που περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο ενοχλεί τον σύγχρονο άνθρωπο. Γιατί είναι μια πράξη που με κανέναν τρόπο δεν καταφέρνουμε να εντάξουμε στο σύστημα αξιών μας˙ μια πράξη για την οποία δεν έχουμε την κατάλληλη γλώσσα για να μιλήσουμε. Κι έτσι είτε μένουμε σιωπηλοί, ψελλίζοντας ίσως μερικές κοινοτοπίες χωρίς αξία, είτε φλυαρούμε χωρίς μέτρο προσπαθώντας να καλύψουμε την αμηχανία μας – αφού αντιλαμβανόμαστε ότι η αυτοκτονία δεν χωράει -ή δεν χωράει πια- στις εξηγήσεις που έχουμε συνηθίσει να λέμε και να ακούμε γι’ αυτήν.

Ο αυτόχειρας εκλαμβάνεται όπως και ο καρκινοπαθής, ας πούμε: ως ένας άτυχος άνθρωπος.

Τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα και πιο απλά κάποτε, όπως εξηγεί ο Άγγλος φιλόσοφος Simon Critchley στο πρόσφατο σύντομο και απολαυστικό (ναι!) δοκίμιό του Σημειώσεις περί αυτοκτονίας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός σε μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά. Κατά την αρχαιότητα υπήρχε μια μερική τουλάχιστον αποδοχή της αυτοκτονίας. Ο Αίας, για παράδειγμα, πέφτοντας πάνω στο σπαθί του, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, κερδίζει μάλλον το μεγαλείο και την ηρωική ευγένεια που η στιγμιαία παραφροσύνη του τού είχε στερήσει παρά που ατιμάζεται από την πράξη του αυτή. Η Αντιγόνη και ο Σωκράτης το ίδιο.

Αυτά μέχρι να επικρατήσει η χριστιανική θεολογία, η οποία εκλαμβάνοντας κάθε ζωή ως δώρο του Θεού (ένα ιδιότυπο οπωσδήποτε δώρο, αφού δεν μπορείς ποτέ να το αρνηθείς) θεωρεί την αυτοκτονία τη μεγαλύτερη αμαρτία, καθώς ο αυτόχειρας αναλαμβάνει μια εξουσία επί της ύπαρξης που μόνον ο Θεός κατέχει. Αυτό είναι το ηθικό πλαίσιο που μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να διαμορφώνει τη σκέψη και την κρίση μας, αφού, χωρίς συχνά να το αντιλαμβανόμαστε, θεωρούμε ενδόμυχα πως η ζωή μας δεν ανήκει σ’ εμάς τους ίδιους και δεν μπορούμε να την κάνουμε ό,τι θέλουμε. Σε κάποιες περιπτώσεις, απλώς, τον Θεό σήμερα τον έχει αντικαταστήσει το κράτος, η κοινωνία ή η κοινότητα στην οποία ζει ο επίδοξος αυτόχειρας.

Το βιβλίο του Simon Critchley «Σημειώσεις περί αυτοκτονίας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.

Από τον δέκατο ένατο αιώνα και μετά η θεολογική αυτή ρητορική σε μεγάλο βαθμό παραγκωνίσθηκε από την ψυχιατρική, οπότε η αυτοκτονία έπαψε να θεωρείται αμάρτημα και ήταν πια ψυχική ασθένεια. Ασθένεια που μπορεί δηλαδή να αντιμετωπιστεί με φάρμακα και ψυχοθεραπεία. Που σημαίνει ότι ο αυτόχειρας εκλαμβάνεται όπως και ο καρκινοπαθής, ας πούμε: ως ένας άτυχος άνθρωπος επειδή αφενός του έτυχε η φοβερή αρρώστια και αφετέρου οι γιατροί δεν ήταν δυνατόν να τον σώσουν.

Η θρησκεία, η κοινωνία και η ιατρική, λοιπόν, ανέκαθεν διεκδικούν το δικαίωμα να παρέμβουν στην απόφαση του αυτόχειρα να εγκαταλείψει τη ζωή του και να τον εμποδίσουν. Γιατί οι αυτόχειρες θεωρούνται είτε ανόητοι, αδύναμοι, εγωιστές και ανεύθυνοι άνθρωποι που δεν μπορούν να δουν καθαρά, είτε ότι δεν έχουν τον απόλυτο έλεγχο των πράξεών τους, λόγω βαριάς κατάθλιψης, χρόνιου εθισμού κλπ. Αυτό σημαίνει πως αν αυτοκτόνησαν με δική τους ξεκάθαρη απόφαση, σιωπηρά τους καταδικάζουμε, καταλήγει ο Simon Critchley.

Υπάρχουν ωστόσο τόσοι διαφορετικοί λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν στην αυτοκτονία – όσοι ακριβώς είναι και οι αυτόχειρες. Άνθρωποι επιλέγουν να πεθάνουν για να αποφύγουν τον αβάσταχτο πόνο που προκαλεί κάποια ασθένεια ή τον ανυπόφορο ψυχικό πόνο που προκαλεί η βαριά κατάθλιψη. Άλλοι για σκοπούς που τους θεωρούν ανώτερους από τον εαυτό τους: την ελευθερία της πατρίδας, τη θρησκεία τους το κόμμα τους, το καλό των συνανθρώπων τους˙ ακόμα και για εκδίκηση.

Η οργή- είναι η δική μου αντίδραση από τότε που, πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια, σκόνταψα πάνω στο σώμα του πατέρα μου που αιωρούνταν άψυχο από το βγαλμένο φωτιστικό του παιδικού μου δωματίου.

Όπως λέει ο Ντέιβιντ Χιουμ: «Πιστεύω ότι κανείς, ποτέ, δεν πέταξε μια ζωή όσο άξιζε να την κρατήσει». Οι άνθρωποι γενικά δεν πετούν στα σκουπίδια τη ζωή τους εύκολα. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, υποστηρίζει ο συγγραφέας, η απόφαση να δώσει κανείς τέλος στη ζωή του είναι μια απαίτηση της ζωής προκειμένου να ξεφύγει από μια ζωή εξευτελισμού και εγκλεισμού, τη ζωή του στρατοπέδου συγκέντρωσης.

Κι όμως, η πιο συνηθισμένη αντίδραση όσων μένουν πίσω, όσων δηλαδή, κατά τεκμήριο, γνώριζαν καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο τον αυτόχειρα, είναι η αμηχανία ή ο πανικός. Και αμέσως μετά, και για καιρό, η οργή.

Αυτή -η οργή- είναι η δική μου αντίδραση από τότε που, πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια, σκόνταψα πάνω στο σώμα του πατέρα μου που αιωρούνταν άψυχο από το βγαλμένο φωτιστικό του παιδικού μου δωματίου. Είχα ξεκλειδώσει ανήσυχος εκείνο το βράδυ την πόρτα του σπιτιού του, αφού για ώρες δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, είχα φωνάξει αρκετές φορές το όνομά του και, καθώς προχωρούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο, κατέληξα σ’ εκείνο που κάποτε ήταν το δικό μου. Αλλά το φως δεν άναβε και έτσι μπήκα μέσα στα σκοτεινά.

Από τότε δεν νιώθω παρά οργή γι’ αυτόν. Οργή που δεν έχω καμιά διάθεση να σπαταλήσω χρόνο προκειμένου να την ξεπεράσω. Οργή γιατί με αυτή την πράξη διέγραψε από τη μνήμη μου ό,τι είχαμε ζήσει μαζί τις προηγούμενες δεκαετίες. Οργή γιατί προτίμησε να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει σε έναν νεκρό και όχι την υπόσχεση που, χωρίς να χρειάζεται να τη διατυπώσουμε, δίνουμε καθημερινά στους δικούς μας που είναι ακόμα ζωντανοί, ότι θα είμαστε μαζί τους. Οργή γιατί ήταν μέχρι την τελευταία στιγμή αστόχαστα αποφασιστικός. Οργή γιατί είχε ξεβιδώσει το φωτιστικό, για να δέσει το σκοινί του, και αναγκάστηκα να μπω στο δωμάτιο ψηλαφιστά.

Πώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει διαφορετικά την απόφαση ενός δικού του ανθρώπου να πεθάνει; Και πώς μπορεί διαφορετικά να μιλήσει γι’ αυτήν την πράξη; Μας λείπει, σύμφωνα με τον Simon Critchley, μια γλώσσα για την αυτοκτονία πιο ώριμη, πιο συγχωρητική, πιο στοχαστική. Μας λείπει ένας ηθικός, φιλοσοφικός και υπαρξιακός χώρος, όπου η αυτοκτονία θα μπορεί να κριθεί ως ελεύθερη και λογική πράξη. Γιατί το ζήτημα της αυτοκτονίας εγείρει, αμέσως μόλις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τεθεί, το ερώτημα για το νόημα της ζωής: τι είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή μας;

 

Διαβάστε ακόμα: Πατέρες και γιοι από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα.

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top