Edvard Munch – Self-Portrait with Burning Cigarette

Mε το άφιλτρο πάντα στο χέρι σαν να απαντούσε στον ήρωα του Τσέχοφ, ότι δεν θέλει να αποφύγει το ζήτημα, όπως εκείνος. Γιατί οι «βλαβερές συνέπειες του καπνού» τον άφηναν, μάλλον, αδιάφορο. Συχνά αναφερόταν στον φίλο του με το ανίατο, που μιλούσε ποιητικά στον σκεπτικιστή γιατρό για τις ηδονικές στιγμές του καπνίσματος, ισοδύναμες με αιωνιότητες.

Θα μπορούσες ανιαρά να σκεφθείς ότι προκαλούσε τις συνέπειες, εάν αυτές δεν τις εξαφάνιζε η μικρή του απολαυστική τελετουργία. Ποτέ δεν μιμήθηκε τον αναποφάσιστο Ζήνωνα, που, χαμένος σε δαιδάλους αναβολών και συστροφών, απομάκρυνε συνεχώς την κρίσιμη ημέρα του διαζυγίου του με το κάπνισμα, μετατρέποντας την υπόθεση σε υπαρξιακό δράμα.*

Η στάση του δεν είχε κάτι το κρυφά ηρωικό: γιατί ο ίδιος δεν «πρότεινε το στήθος του στον καπνό», όπως θα μπορούσε να λέει ο καρούζειος στίχος. Μας είχε πείσει ότι η αφή ενός τσιγάρου και η βαθιά εισπνοή του διαιρούσε με φυσικότητα το χρόνο του, όπως κάνουν τα βλέφαρα ή τα δάχτυλά μας στην ενστικτώδη κίνησή τους.

Η συνήθειά του, επίσης, δεν έκρυβε ωραιοπάθεια ή πόζα. Γι’ αυτόν δεν υπήρχε κάπου εκεί κοντά ένας κρυμμένος φωτογράφος που τον απαθανάτιζε στις ιερές του στιγμές, όπως νομίζεις ότι κάνουν άλλοι, περιμένοντας, λες, το ενσταντανέ για την υστεροφημία τους. Μπορεί, όταν δοκίμασε για πρώτη φορά καπνό πίσω από τη μάντρα του κοιμητηρίου ή του σχολείου μαζί με άλλους ερεθισμένους άνηβους, να κοίταξε τον έναστρο θόλο με την υπεροψία μιας υπέροχης βεβαιότητας για την αόριστη σύγκρουσή του με τα πάντα.

Ήθελε να πιστεύει ότι ήταν ευεργετημένος από τη δύναμη της νικοτίνης, επειδή αυτή ποτέ δεν τον προκάλεσε να την πλησιάσει. Μόνος του πήγε. Οπότε θα δεχόταν από τον ουρανό της, με ταπεινή ειλικρίνεια, κάθε κακό.

Όμως μέχρι σήμερα διεκδίκησε μια θέση στη μυσταγωγία του συνηθισμένου, που θα μπορούσε να θυμίζει του πατέρα μας ή του παλιού γείτονα με τον πρωινό εγερτήριο βήχα τους: ακουστικές εικόνες, που συνοδεύουν τα πλάνα ανθρώπων που βγαίνουν από τουαλέτες, κουζίνες, καταστήματα και πορνεία, με καύτρες στην άκρη των χειλιών και πνιγμένη ομιλία.

Δεν τον παγίδευε η εκζήτηση του αινίγματος «πόσο ζυγίζει ο καπνός ενός σιγαρέτου;», γιατί δεν θεωρούσε το κάπνισμα σπορ, πολύ περισσότερο εγκεφαλικό στοίχημα. Στην πραγματικότητα, επειδή κι αυτός πέρασε, όπως καθένας, από την απόλαυση στην τυραννία της εξάρτησης, πριν υποκύψει στην ηδονή της αυτοτιμωρίας, είχε ανακαλύψει (με ένα καθοδηγητικό ένστικτο που τον έκανε να απορεί) το κομβικό σημείο: μια διασταύρωση ομορφιάς και απώθησης που τον έπειθε σαν αναντίρρητο συστατικό της ζωής.

goudelis_oraio_atyxima

Για το βιβλίο του «Η γυναίκα που μιλά (εκδ. Κέδρος, 2002) ο Τάσος Γουδέλης απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για το 2003.

Δηλαδή το κάπνισμα δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τις ριζικές του ανάγκες, όμως ήταν παρόν σχεδόν σε κάθε στιγμή του. Θέλοντας να δηλώσει κάτι σημαντικό και ανερμήνευτο, όπως συμβαίνει με ένα όνειρο, που νιώθουμε το μήνυμά του αχνά στο βάθος, καίτοι δεν είμαστε σε θέση να το εξηγήσουμε ούτε στον εαυτό μας.

Το πάθος του για το τσιγάρο δεν είχε σχέση με τη βουλιμία: απεχθανόταν την υπερτροφία, με τη συνείδηση εκείνου που αποφάσισε να δοθεί απερίσπαστος στη νηστεία ενός αφοσιωμένου αισθήματος. Έτσι, οι άλλες του φυσικές ανάγκες μετατρέπονταν αν όχι σε γελοίους πειρασμούς, τουλάχιστον σε ενοχλητικές σκέψεις, μάλλον. Βέβαια, δεν ήταν ασκητής του καθημερινού αλλά το κάπνισμα του πρόσφερε, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, έναν ιδιωτικό οίστρο και μαζί μια περίσκεψη, που του υπαγόρευαν στιγμές απομόνωσης. Ας μη φανταστεί κανείς, ωστόσο, ότι ερχόταν στη θέση ενός απολιθωμένου από σκληρές ουσίες αλλά ούτε και στην κατάσταση ενός μόνιμου εραστή της συναναστροφής. Αποσυρόταν στον εαυτό του ακόμα και ανάμεσα σε άλλους, όταν μπορούσε να καπνίσει, παρότι έδειχνε να συμμετέχει στα εξωτερικά από ευγένεια. Ήταν, όμως, αφηρημένος, σαν να έβλεπε κάτι επείγον να παρεμβάλλεται ανάμεσα σ’ αυτόν και στους απέναντι, το οποίο έπρεπε να ελέγξει διχασμένος: μεταξύ ευχαρίστησης και συνοφρύωσης. Όπως θα έκανε κάποιος που δέχεται μια πρώτη ερωτική επίσκεψη και τον απασχολεί η συμπεριφορά της μέσα στο σπίτι του, ελαφρά ναρκωμένος και κάπως προσεκτικός.

Πολλές φορές θα είχε σκεφθεί ότι οι άλλοι τον έβλεπαν γυμνό να δίνεται ολοκληρωτικά σε κάτι απαγορευμένο, αλλά την ίδια στιγμή, το ένιωθες, αντιδρούσε στην εντύπωση αυτή με παιδικό σπασμό: γεμίζοντας καπνό τους πνεύμονες σε διαπερνούσε με ένα βλέμμα προκλητικής κατανόησης για τους φόβους σου. Γρήγορα, όμως, επανέφερε τη χαμένη ισορροπία μεταξύ σας με το χαμόγελο ένοχου για ένα αόριστο αδίκημα. Αν και σχεδόν αμέσως (σαν να είχε μόλις παραβιάσει το χρόνο εξόδου του και έπρεπε να επιστρέψει στους επιτηρητές του) άλλαζε διάθεση.

goudelis_oraio_atyximaΠάντως, σε κάθε περίπτωση, κλειστός στην επικράτειά του, έμοιαζε να εμπιστεύεται τον καπνό, αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Ήταν φανερό, μάλιστα, ότι, για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, τον ευγνωμονούσε για την καλοσύνη του: αφού του χάριζε περισσότερα απ’ όσα έπαιρνε. Έτσι, με την αθωότητα μιας ευλάβειας που δεν χρειάζεται ερμηνείες, υπηρετούσε πιστά τον προστάτη του: και όχι, ασφαλώς, για να συντηρηθεί από το περίσσευμα μιας δωρεάς, χωρίς απαιτήσεις.

Ήθελε να πιστεύει ότι ήταν ευεργετημένος από τη δύναμη της νικοτίνης, επειδή αυτή ποτέ δεν τον προκάλεσε να την πλησιάσει. Μόνος του πήγε. Οπότε θα δεχόταν από τον ουρανό της, με ταπεινή ειλικρίνεια, κάθε κακό. Έδειχνε, λοιπόν, την ευγνωμοσύνη του με τον τρόπο των πιο απλών πιστών: προσηλωμένος στις καθημερινές του θυσίες έστελνε ψηλά με τον καπνό τον εξαϋλωμένο εαυτό του.

* Ο ήρωας του Ίταλο Σβέβο στο κορυφαίο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Η συνείδηση του Ζήνωνα (1923) στην προσπάθειά του να κόψει το κάπνισμα αρχίζει μια ατέλειωτη ενδοσκόπηση και μια εκ νέου στάθμιση των πεπραγμένων της ζωής του.

 

//Από το τελευταίο βιβλίο του Τάσου Γουδέλη «Το ωραίο ατύχημα», εκδόσεις Κέδρος, 2013.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top