«Με καταπίεζαν οι διακοπές από μικρό, αλλά ο μπαμπάς ήθελε οπωσδήποτε να ξεκουραστεί, παρά τη δική μου μελαγχολία», γράφει ο Τάσος Γουδέλης. (Αριστερά, ο συγγραφέας στη Μάνη, τέλη Ιουλίου του 1969. Δεξιά, «Οικισμός στη Μάνη», πίνακας του Ανδρέα Δεβετζή).

[…] Εικόνες χωρίς ευγένειες.

Μόνον πολυθρόνες υπό την πεύκη. Λείπουν σημύδες ή σαμοβάρι και απογευματινές επισκέψεις για τσάι.

Οι αχινοί στα ρηχά και το μέτωπο της αδελφής μου πλατύ δίπλα στον μπαμπά με πιτζάμες: καθισμένοι και οι δύο έξω από το σπίτι της παραλίας σε ασπρόμαυρο φωτογραφίας. Και όμως, ορατό το γαλάζιο πίσω τους, υπομονετικό ή μάλλον συγκαταβατικό στην αλλαγή που δεν ξέρει και το ίδιο αν τη θέλει. Πιθανόν δεν νιώθει από καταστροφές, γιατί το έχεις εσύ επίμονα συγκρατήσει πριν συμβούν οι κοσμογονίες του χρόνου και χαθούν οι λεπτομέρειες: τα διαφορετικά πλάνα που κατακλύζουν άτακτα και συγχέουν τα τοπία. […]

Εν πάση περιπτώσει, φιλόφρονες τις πιο πολλές φορές δύσεις σε ένα απροσμέτρητο καλοκαίρι καύσωνα και επιπλέον συναισθήματα με την τιμιότητα, λες, του αναψυκτικού, ίσως και του απαγορευμένου ζύθου που σου επέτρεψαν να πιεις ιδρωμένος σε ένα σωτήριο καφενείο της άμμου μετά από το γήπεδο με τις ελιές και τις σκλήθρες.

Σε μια δύση που ματαιοπονούσε, να μην ξεχάσεις την είδηση για τον θάνατο της σταρ του Χόλλυγουντ στη μοναδική εφημερίδα της επαρχίας* φθαρμένης από τα σχόλια των κατοίκων της παραλίας με τα μισοφωτισμένα σπίτια.

«Οι αχινοί στα ρηχά και το μέτωπο της αδελφής μου πλατύ δίπλα στον μπαμπά με πιτζάμες: καθισμένοι και οι δύο έξω από το σπίτι της παραλίας…»

Περνούσαν τα χρώματα και οι ήχοι μέσα από τους δικούς σου λυρισμούς.

Πάλι το γαλάζιο που μόνο του αδιάφορο να εκμαυλίσει, έτσι αφασικό και μελό σε κάθε επιφάνεια.

Γύρω οι ωραίες περιστάσεις των κυμάτων εξυπηρετούσαν τα ειδύλλια των εκδρομέων που έσπευδαν.

Το μόνο που έμενε δεν ήταν και λίγο: το βρεγμένο χώμα μιας βροχής για συναναστροφή και τους ηλικιωμένους στη βεράντα να απορούν ακόμα με το θέαμα στο βάθος, που νόμιζες ότι το επινοούσαν.

«Ανελέητος ο παιδικός ήλιος όλο το μεσημέρι σε νερά με σμέρνες, και τα φανταστικά ναυάγια της σχολικής λογοτεχνίας». (Πηγή φωτογραφίας: omorfimani.blogspot.gr)

Εκδορές από τα βράχια και φωτοφοβία που δεν απέφευγες ούτε στο εσωτερικό του σπιτιού με τη σφήκα στο εβαπορέ και την αργοπορημένη ζέστη στους τοίχους.

Ενοχλημένος από τους γλυκασμούς των μηχανών στα βαθιά της θάλασσας σε έναν τέλειο απολογισμό της ημέρας.

Όμως είναι ελάχιστες οι φορές που δεν προηγείται η κακή γεύση από ένα χαλασμένο γλυκό αλλά εντούτοις έχει μείνει το άρωμα της βουλιμίας.

«Ο μπαμπάς με τις τιράντες απάγγελλε στίχους του σε αμήχανους λαϊκούς με θολό ούζο δίπλα τους».

Ανελέητος ο παιδικός ήλιος όλο το μεσημέρι σε νερά με σμέρνες, και τα φανταστικά ναυάγια της σχολικής λογοτεχνίας. Πιο σύγχρονα τα νεκροταφεία από βόμβες βυθού του τελευταίου πολέμου που φαίνονταν μέσα από τη φρίκη της μάσκας και του αναπνευστήρα πάνω από το χάος**

Υπάρχουν και πιο ήσυχες στιγμές, αλλά με το ανόσιο κρυμμένο από τους ανηλίκους. Μόνον οι φιγούρες των συγγενών, που ξέρουν να κρύβουν μυστικά, διαγράφονται απειλητικές στο βάθος.

Η φύση παραπλανά με τη συζητήσιμη ποίησή της παρούσα, σε αποσπά από το βιβλίο με τις μητροπόλεις που κρατάς στα γόνατα, το ίδιο και ένας κυματισμός ή μια ανερμάτιστη φωνή μακριά.

Χωρίς ηλεκτρικό και κινηματογράφο αναπολώντας τον Άσενμπαχ στο Λίντο, έναν κομψό με παναμά να βαδίζει με στιλ στην καυτή παραλία ανάμεσα σε φύκια και μελαψά σώματα.*** […]

«Η φύση παραπλανά με τη συζητήσιμη ποίησή της παρούσα, σε αποσπά από το βιβλίο με τις μητροπόλεις που κρατάς στα γόνατα, το ίδιο και ένας κυματισμός ή μια ανερμάτιστη φωνή μακριά». (John Cullen, «Olive Trees Near Kardamili»)

Ας τον προστατεύει η παρουσία των μεγάλων που πλαγιάζουν με ανοιχτά παράθυρα στη Μάνη ενώ το φεγγάρι δύει στο βάθος μιας ακατάληπτης ησυχίας που απορροφά δανεικούς σφυγμούς από παράξενα αναγνώσματα της ημέρας.

Αλλά ο σχίνος της νύχτας επιβάλλεται ενώ οι αφροί έρχονται στο σκοτάδι με τον τριήμερο μαΐστρο του ακρωτηρίου.

Παρότι το ψεκαστικό αεροπλάνο στον ελαιώνα με το εντομοκτόνο σκοτώνει τα αρώματα και με ύπουλα ρυάκια μολύνει τη θάλασσα στην υγρή ζέστη του Ιουλίου.

Βάραθρα και ξέρες, γυμνά πέλματα παιδιών του χωριού που ζητούν σκληρή ρεβάνς με την οικονομική τους επιτυχία όταν μεγαλώσουν στα μελλοντικά σου διηγήματα. […]

Ο μπαμπάς με τις τιράντες απάγγελλε στίχους του σε αμήχανους λαϊκούς με θολό ούζο δίπλα τους.


Διαβάστε ακόμα: Καζαντζάκης, Σικελιανός – Στη Μάνη, «μυθικοί και νέοι», θέρος του 1917


Το σπίτι που χτιζόταν αργά στην αντηλιά με τα υλικά στα τετράποδα, τους εργάτες που ξεπλένονταν στα ρηχά της παραλίας.

Τα ξεθεωμένα βουνά που προτιμούσαν οι γονείς σου για διάλειμμα στις θαλασσινές διακοπές, με τους οικισμούς, τη φτέρη και τις χωρικές με τον εχινόκοκκο.

Ανώνυμες γυναίκες με γνωστά μάτια σε φιλούσαν ενώ βράδιαζε νωρίς στη χαράδρα που γεννήθηκε ο μπαμπάς. Το τοπίο σε έδιωχνε για να επιστρέψεις σήμερα με την υποκρισία του υπαρξιακού, αλλά χωρίς μάρτυρες πια ζωντανούς, σε ασύδοτο τσιμέντο, μολυσμένη βλάστηση και αντένες τηλεφωνίας.

«Τα ξεθεωμένα βουνά που προτιμούσαν οι γονείς σου για διάλειμμα στις θαλασσινές διακοπές…» (Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, «Μάντρες σε πλαγιά – Μάνη, 1980», από την έκθεση «Γκίκας – Craxton – Leigh Fermor: Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα», Μουσείο Μπενάκη, 07/06/2017 – 10/09/2017)

Καιρός να τα βάλεις με τον χαμένο χρόνο, εξουθενωμένος από όσα παραμέλησες και τώρα σωρεύονται άτακτα, ενώ τα εμποδίζουν ακόμα περισσότερο τα σύγχρονα ακατανόητα με τις στάχτες των εμπρησμών να υποκαθιστούν το χιόνι που δεν έπεσε ποτέ στα νότια, με τους φοίνικες, τις σκληρές παραλίες και τη ζωή των βυθών που απομακρύνεται πια στα βαθιά σαν να αυτοκτονεί.

Ποιμένες με φέισμπουκ.

Φανταζόσουν πάντα τους μακρόσυρτους μήνες των διακοπών έτοιμους να βοηθήσουν αναλλοίωτοι, χωρίς να υπολογίζεις τα βλέμματα ερμητικά ανοιχτά****, σαν φακός που παρακολουθεί την ιστορία σου και συσκοτίζει φωτίζοντας.

Αλλά το στοίχημα παραμένει, δεν παραιτείσαι, ούτε σε ενδιαφέρει σε τελευταία ανάλυση η πιστότητα, απλώς να μη διαφύγει ό,τι μπορείς να θυμηθείς στην πιο ανύποπτη στιγμή. Αν και οι εικόνες, ενοχλητικές σχεδόν, επιβάλλουν συνεχώς την παρουσία τους ώστε να πιστεύεις ότι θα σε συνδράμουν όταν χρειαστεί. Λάθος, γιατί έχουν κι αυτές τη ζωή τους και σε τιμωρούν για την αδιαφορία σου, αλλά ομολογείς ανίκανος να τις χειριστείς. […]

«Τη συλλογή διηγημάτων “Απόσταση αναπνοής” του Τάσου Γουδέλη απαρτίζουν σύντομες μυθοπλασίες, ημερολόγια, σημειώσεις τρίτων, ένας θεατρικού τύπου μονόλογος, αυθιστορήσεις και ψυχολογικά πορτρέτα», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Με καταπίεζαν οι διακοπές από μικρό, αλλά ο μπαμπάς ήθελε οπωσδήποτε να ξεκουραστεί, παρά τη δική μου μελαγχολία.

Η ελπίδα να συναντήσω στην εξοχή συνομηλίκους που ανακαλύπτουν και αυτοί το σώμα τους.

Όμως, τελικά, καλύτερα μόνος μου με Μόντε Κάρλο***** στο παρασιτικό τρανζίστορ τη νύχτα και το γκρίζο λιμάνι******, παρά τους αγρίους που έπιναν μεθυσμένοι θάλασσα.

Ίσως μόνη διέξοδος η αίσθηση ότι η καταστροφή που αργά εισχωρεί στο τοπίο θα δικαιώσει την ανησυχία και τη δυσαρέσκεια να είσαι πάντα διαθέσιμος.

Ενώ οι γονείς στις σκιές τους αδιαφορούσαν απολαμβάνοντας μια πρώιμη βροχή που θόλωνε τη θάλασσα πιο γρήγορα. […]


Παραπομπές από το κείμενο:

* Η είδηση του θανάτου της Μέριλιν Μονρόε στις 5 Αυγούστου του 1962 είχε δημοσιευθεί πρωτοσέλιδη και στις ελληνικές εφημερίδες.
** Σε κάποιον κόλπο της Μάνης, κάνοντας υποβρύχιο ψάρεμα, είδα σε βάθος αρκετών μέτρων τον σκελετό ενός καϊκιού που είχε βυθιστεί το 1941 από βόμβες γερμανικού Γιούνγκερς ενώ αναχωρούσε για τη Μέση Ανατολή. Από το πλήρωμα του σκάφους και τους Άγγλους στρατιώτες που επέβαιναν δεν γλίτωσε κανείς…
*** Είχα διαβάσει τότε καθυστερημένα την πρώτη έκδοση του Θανάτου στη Βενετία (μτφρ. Μαρίας Κωνσταντινίδη, Δίφρος, 1956)
**** Υπαινιγμός για τον τίτλο της τελευταίας ταινίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (1928-1999) Eyes wide shut (1998), που σημαίνει Μάτια ερμητικά ανοιχτά.
***** Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του Μόντε Κάρλο, του Λουξεμβούργου ή ο «Αμερικάνικος» της βάσης του Ελληνικού ήσαν προσφιλείς «συχνότητες» για την νεολαία των αρχών και των μέσων της δεκαετίας του ’60.
****** Υπονοείται το τραγούδι του Ζακ Μπρελ Dans le port d’ Amsterdam.


 

«Το κείμενο αυτό βασίστηκε σε σύντομες παλιές σημειώσεις, που δεν είχαν τη μορφή ημερολογιακών καταγραφών για να ενταχθούν στο σχετικό σώμα. Ο συγγραφέας τους έκρινε σκόπιμο να τις ‘’βελτιώσει’’, με την πρόθεση να προκύψει κάποιο κλίμα συγγενικό με εκείνο των μνημονικών εντυπώσεών του», σημειώνει, παρενθετικά, ο Τάσος Γουδέλης στην αρχή του κειμένου «Μήνες στην εξοχή» (σελ. 103).

 

//Απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων του Τάσου Γουδέλη «Ασκήσεις αναπνοής», εκδόσεις Πατάκη, 2017.

 

Διαβάστε ακόμα: Πάτρικ Λη Φέρμορ – «Ένα χρέος ευτυχίας στην Καρδαμύλη»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top