Ο Τομ, η Αμάντα και η Λώρα μπρος στον γυάλινο «βωμό» που κυριαρχεί στο σκηνικό της παράστασης.

Έχοντας διανύσει σχεδόν μια δεκαετία αναζητώντας τη φόρμα, την οδό της σωτηρίας διά της γραφής και το σχήμα μέσα στο οποίο θα αναπτυχθούν οι ήρωές του, ο Τενεσί Ουίλιαμς, γράφει το 1944 το έργο «The Glass Menagerie» που στην αυθεντική μετάφραση σημαίνει «Το Γυάλινο Θηριοτροφείο», τίτλος συνώνυμος της ουσίας του έργου ή «Γυάλινος κόσμος» όπως επικράτησε στην Ελλάδα.

Είναι το πρώτο έργο που τον καθιστά σημαντικό δραματουργό, που του προσφέρει την αναγκαία αναγνωρισιμότητα, μαζί με το βραβείο New York Drama Critics Circle Award. Πάνω από όλα, το συγκεκριμένο έργο αποτέλεσε μια καθαρή δήλωση προθέσεων του συγγραφέα από το Μισισίπι. Ουδεμία διάθεση να κρύψει τη συγγραφική του περσόνα πίσω από τα αρχέτυπα των ηρώων του. Το βασικό του εράνισμα γίνεται από τον οικείο κύκλο της οικογένειάς του. Κάθε λέξη έχει προηγουμένως βουτηχτεί στα πικρά νάματα της βιωτής του.

Όταν θα ακολουθήσουν τα έργα «Λεωφορείον ο Πόθος», «Καλοκαίρι και καταχνιά», αλλά και τα ύστερα «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» και «Γλυκό πουλί της νιότης» θα καταστεί σαφές πως το συγγραφικό εγώ και η ιστορία που το συνέχει θα αποτελέσουν το υλικό της δραματουργίας του, πολλαπλασιασμένο σε διαφορετικά προσωπεία-ρόλους. Ο Ουίλιαμς αυτοβιογραφείται, δεν το κρύβει. Καίτοι η προσωπική λύτρωση θα είναι πάντα ένα ζητούμενο δίχως αναπαμό, εν μέσω διαφόρων έξεων και παρεκτροπών, το οδυνηρό κάλλος των έργων του θα προσφέρει στους αποσυνάγωγους αυτού του κόσμου το αναγκαίο στήριγμα να αντέξουν το άχθος της μοίρας τους.

Είναι το πρώτο έργο που τον καθιστά σημαντικό δραματουργό και προσφέρει στον Ουίλιαμς την αναγκαία αναγνωρισιμότητα.

Ο «Γυάλινος κόσμος» είναι ένας περίκλειστος κόσμος δίχως δικλείδες ασφαλείας – καμία έξοδος κινδύνου δεν υπάρχει για τα τρία μέλη της οικογένειας Γουίνγκφιλντ. Η Αμάντα (μητέρα) είναι μια ξεπεσμένη γυναίκα του Νότου. Τα χρόνια την έχουν σαρώσει. Η έκπαλαι καλλονή της είναι πλέον μια θολή ανάμνηση, την οποία ανασύρει εμμονικά άλλοτε φορώντας τα φθαρμένα φορέματά της κι άλλοτε διηγούμενη στα παιδιά της στις ερωτικές της περιπέτειες.

Πατέρας δεν υπάρχει στη φαμίλια. Την έχει παρατήσει από καιρό αναζητώντας κάπου μακριά το δικό του -τυχοδιωκτικό- όνειρο. Η απουσία του είναι καθοριστική, καθώς αφήνει πίσω του ένα κενό, μια διερώτηση, αλλά και μια διέξοδο φυγής για τον γιο του, τον Τομ.

Τούτος ο ευφάνταστος νέος (η μητέρα του τον κατηγορεί για τις ονειροπολήσεις του) είναι δέσμιος μιας δυναστευτικής πραγματικότητας. Δουλεύει σε ένα παπουτσάδικο με αντάλλαγμα έναν γλίσχρο μισθό, στο σπίτι έχει να αντιμετωπίσει τον χειριστικό-κυριαρχικό χαρακτήρα της Αμάντα, ενώ μέσα του φλέγεται να μπαρκάρει με το πρώτο πλοίο αναζητώντας τη δική του προσωπική περιπέτεια. Το μόνο πλάσμα που μπορεί διατηρεί μέσα του τη φλόγα της αγάπης και της προστατευτικότητας είναι η αδελφή του, Λώρα. Πρόκειται για ένα κορίτσι-λαβωμένο πουλί. Η χωλότητά της σε συνδυασμό με την αδυναμία της να συνυπάρξει στο φωτεινό κόσμο των ανθρώπων, την αναγκάζουν με μένει καθηλωμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους. Εκεί μέσα διατηρεί με σχολιαστική επιμέλεια έναν δικό της κόσμο αποτελούμενο από μικρά γυάλινα ζωάκια-μινιατούρες.

Ο Χάρης Φραγκούλης αποτυπώνει εις βάθος το ψυχολογικό φορτίο του Τομ.

Η ζωή των τριών αυτών υπάρξεων θα αναζωπυρωθεί και στο τέλος θα συντριβεί από την είσοδο του Τζιμ, ενός ανθρώπου που εισβάλλει στη μονιά τους και τους φέρνει αντιμέτωπους με τη σκληρή και αναλλοίωτη πραγματικότητά τους. Ο συνάδελφος του Τζιμ, άλλος ένας νέος με πολλά όνειρα, έρχεται στο σπίτι του προσκεκλημένος της οικογένειας με σκοπό να γνωρίσει την Λώρα και κάπως να συνδεθεί μαζί της (το μεγάλο άγχος της Αμάντα είναι η αποκατάσταση της κουτσής κόρης).

Φευ, δεν θα συμβεί ποτέ αυτό το ειδύλλιο. Όταν ο Τζιμ θα αποχωρήσει τα πάντα θα έχουν καταρρεύσει. Ο γυάλινος κόσμος μέσα στον οποίο έχει μάθει να ζει η οικογένεια Γουίνγκφιλντ, έναν κόσμο πλέριας ευθραυστότητας, θα γίνει χίλια κομμάτια.

Είναι η πρώτη φορά που ο Τενεσί Ουίλιαμς μεταφέρει το οικογενειακό βάρος επί σκηνής. Ο Τομ φέρει πολλά από τα δικά του «συστατικά». Η Αμάντα θυμίζει πολύ τη δική του μητέρα (κάποτε μέλος της αριστοκρατίας – μεγαλεία που χάθηκαν ανεπιστρεπτί), ενώ η αδελφή του Ρόουζ αποτέλεσε το πρόπλασμα για να δημιουργηθεί η Λώρα. Και τους τρεις ήρωες, με άλλα ονόματα και σε άλλη συνθήκη, θα τους δούμε παραλλαγμένους -αλλά σταθερά βουτηγμένους μέσα στη δραματική τους φύση- και σε κατοπινά έργα του συγγραφέα. Αυτό, λοιπόν, είναι το πρώτο αίμα που χύνεται. Η πρώτη πληγή.

Στο σκηνικό κυριαρχεί ο γυάλινος «βωμός» μέσα στον οποίο βρίσκονται οι μινιατούρες της Λώρα, ενώ από καταπακτές ανασύρονται έπιπλα και χρειώδη αντικείμενα.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς ανέβασε το έργο στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας κι όπως συμβαίνει σε κάθε έργο που αναλαμβάνει, οι σημάνσεις που δίνει έχουν το στοιχείο του πειραματισμού που άλλοτε είναι ευκταίος κι άλλοτε λειτουργεί υπεράνω του έργου. Στη συγκεκριμένη παράσταση ισχύει η πρώτη περίπτωση. Παίζοντας μεταξύ σκοταδιού και φωτός, έτσι ώστε να δηλωθεί με κάθε τρόπο η ψυχολογική κατάσταση των ηρώων, αλλά και η ανάκληση της μνήμης, δημιουργεί ένα δίπολο «αλήθειας-ψεύδους» – μια σκιαμαχία που αναπτύσσεται πάνω σε τεντωμένο σχοινί.

Ματαιωμένα όνειρα για τον Τζιμ και την Λώρα.

Στο σκηνικό κυριαρχεί ο γυάλινος «βωμός» μέσα στον οποίο βρίσκονται οι μινιατούρες της Λώρα, ενώ από καταπακτές ανασύρονται έπιπλα και χρειώδη αντικείμενα. Το δάπεδο σχίζεται, φορητοί προβολείς χρησιμοποιούνται ως «μάτια» που φωτίζουν πρόσωπα, ευμεγέθεις διαφάνειες κατεβαίνουν από το ταβάνι προβάλλοντας το πρόσωπο του απόντος πατέρα. Όμως, η ουσιαστική σκηνοθετική συνδρομή έγκειται στο γεγονός ότι το έργο δεν αντιμετωπίζει με τη ρεαλιστική του φορεσιά, αλλά με την ουσιαστική ψυχαναλυτική του ένδυση. Είναι ένα εσωτερικό παιχνίδι ονείρου που δεν ευοδώνεται και σκότους που προκαλεί η ψυχή όταν συντρίβεται. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου συλλειτουργούν με το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου και υποβάλλουν τον θεατή στη σταδιακή υπαρξιακή καταβύθιση του έργου.

Η Μπέττυ Αρβανίτη, έμπειρη και ακριβής, αποκτάει τη σταθερότητά της στο δεύτερο μέρος και αποτυπώνει με επαρκείς τόνους την εμμονική/υπερπροστατευτική μητέρα, αλλά και την ξεπεσμένη μεγαλοαστή. Οι παύσεις ή το καυστικό γέλιο δίνουν όλη την εσωτερικότητα μιας γυναίκας φυλακισμένης σε ένα παρελθόντος ολότελα εξαφανισμένο και σε ένα μέλλον ολότελα αδιάβατο.

Η Μπέττυ Αρβανίτη είναι μεστή και ακριβής στο ρόλο της καταπιεστικής Αμάντα.

Χαμηλότονη και δίχως υπερβολές είναι η ερμηνεία της Ελίνας Ρίζου στο ρόλο της Λώρα. Ζώντας στη σκιά (έως το πλήρες σκοτάδι), αυτοπαθής και τρομαγμένη, υπάρχουν στιγμές στην παράσταση που αναδεικνύεται κι άλλες που χάνει τον βηματισμό της. Άκρως λειτουργικός είναι και ο Έκτορας Λιάτσος στο ρόλο του Τζιμ. Είναι το πρότυπο του νέου που πιστεύει στο αμερικανικό όνερο, αν και είναι φανερό πως δεν θα καταφέρει να το συναντήσει. Μέσα του αναζητεί στηρίγματα, καθώς είναι ωσαύτως τραυματισμένος από τις ματαιώσεις του.

Ωστόσο, όλη η παράσταση στηρίζεται στη σωματοποιημένη ερμηνεία του Χάρη Φραγκούλη στο ρόλο του Τομ. Ο Φραγκούλης κάνει σχεδόν τα πάντα: αφήνει στοιχεία του σκηνικού πριν ξεκινήσει η παράσταση, μετακινεί φώτα, ανασύρει πράγματα από τις κρύπτες, δονείται και εσωτερικεύει εντάσεις και κρούσεις του μυαλού και της ψυχής του. Υπάρχουν στιγμές που η ένταση του μοιάζει με ηλεκτρικό καλώδιο κι άλλες όπου ο ψίθυρός του είναι η πιο δυνατή κραυγή. Είναι μια ερμηνεία που δεν ξεπέφτει στην ευκολία της γκέι εκζήτησης (έχει υπάρξει κι αυτή η ερμηνεία σε παλαιότερες παραστάσεις), αλλά ενδυναμώνεται από την εσωτερικότητα που διαγράφεται πάνω στο παλλόμενο σώμα του.

 

INFO

ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ, Κεφαλληνίας 16,Κυψέλη, τηλ. 2108838727
Γυάλινος κόσμος
Παραστάσεις : Πέμ., Παρ., Σάβ. 9 μ.μ., Κυρ., Τετ. 8 μ.μ.

 

Διαβάστε ακόμα: Ακούσαμε τον Επιτάφιο του Περικλή στην Οικία Κατακουζηνού.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top