Ο πιο απίθανος τύπος στο Κοενικό σύμπαν, έχει το δικό του όνομα. Tim Blake Nelson.

 Με τους δημιουργούς να προσαρμόζονται σε νέες πραγματικότητες, με τις ψηφιακές πλατφόρμες να επιδιώκουν κάτι περισσότερο από το να είναι mainsrtream διασκεδαστήρια, με τα φεστιβάλ να ξανασκέφτονται την πολιτική επιλογής ταινιών, με τους αιθουσάρχες δικαίως να προβληματίζονται για το μέλλον, με τους παλαιάς κοπής σινεφίλ να βρίσκονται σε σοκ και το υπόλοιπο κοινό να διχάζεται, ένα είναι σίγουρο: οι αρχές του 21ου αιώνα είναι εποχή μεγάλων ανακατατάξεων. Αλλά και το τέλος του 19ου αιώνα δεν πάει πίσω.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από το… τέλος. Πριν από λίγες ημέρες, στις 16 Νοεμβρίου, το Netflix, όπως είχε προγραμματίσει, πρόβαλε την «The Ballad of Buster Scruggs», ένα γουέστερν που αρχικά επρόκειτο να γίνει σειρά, αλλά στην πορεία τα σχέδια άλλαξαν, πήρε μορφή σπονδυλωτής ταινίας και απέκτησε περαιτέρω φιλοδοξίες. Και πολύ σωστά έκανε, αφού στο τιμόνι ήταν οι αδερφοί Κοέν, εγγυητές του αποτελέσματος αλλά και ουσιαστικά «δούρειος ίππος» για την πλατφόρμα, που εδώ και καιρό, κρυφοκοιτάζοντας προς τα Όσκαρ, άρχισε να χρηματοδοτεί τους δημιουργούς εκείνους που πιθανώς θα της άνοιγαν το δρόμο για το Dolby Theatre. Ένας δρόμος που ωστόσο περνάει μέσα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Κι ενώ οι Κάνες έδειξαν μεγάλη επιφύλαξη στο ψηφιακό σινεμά, τοποθετώντας το στο πληροφοριακό τμήμα, η Βενετία υποδέχτηκε με χαρά τις ταινίες του Netflix, χαρά που μεταφράστηκε φέτος σε Χρυσό Λιοντάρι για το «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν και βραβείο σεναρίου για την «The Ballad of Buster Scruggs». Έτσι μια νέα εποχή για την κινηματογραφική λογική και πρακτική βρίσκεται ante portas και όσοι πιστοί προσέλθετε. Κι εδώ αρχίζει μια συζήτηση που πιθανότατα θα τραβήξει για χρόνια. Μέχρι να αλλάξουν κι άλλο τα δεδομένα. Μέχρι τότε ας ρίξουμε μια κλεφτή ματιά σε αυτό το σκοτεινό γουέστερν, αποφεύγοντας όσο το δυνατόν τα πολλά spoilers.

Οι Κοέν εμπλουτίζουν εδώ την πινακοθήκη χαρακτήρων τους, με μερικούς από τους πλέον τραγικούς τους ήρωες, τους οποίους ανασύρουν μέσα από ένα ζοφερό περιβάλλον μοιρολατρίας και σκληρότητας.

Η ταινία λειτουργεί ουσιαστικά μέσα σε ένα δερματόδετο εικονογραφημένο βιβλίο, με έξι κεφάλαια που έχουν ως κοινό παρανομαστή την ιστορική περίοδο μετά τον αμερικανικό εμφύλιο. Οι Κοέν εμπλουτίζουν εδώ την (ήδη τεράστια) πινακοθήκη χαρακτήρων που έχουν πλάσει με μερικούς από τους πλέον τραγικούς τους ήρωες, τους οποίους ανασύρουν μέσα από ένα ζοφερό περιβάλλον μοιρολατρίας και σκληρότητας, με φόντο το άγριο και απέραντο αμερικανικό τοπίο και τις εναλλαγές του (εξαίρεση το απόλυτα κλειστοφοβικό τελευταίο μέρος). Μάστορες στον κυνισμό και στην ωμότητα (με τους δικούς τους λυρικούς όρους), τοποθετούν όλους τους ρόλους σε τεντωμένο σκοινί, με τη ματαιότητα της ύπαρξης να γίνεται περισσότερο αδυσώπητη όσο δέχεται μια χαραμάδα παράτασης και αποκαλύπτει κάτι που μοιάζει με ελπίδα. Τυπικοί κοενικοί ήρωες δηλαδή.

Η «Μπαλάντα» ξεκινάει σε ματζόρε κλίμακα. Το πρώτο κεφάλαιο (που δανείζει και τον τίτλο του σε όλο το έργο) είναι ένα σχεδόν καρτουνίστικο μιούζικαλ με ήρωα έναν (αυτο-)υπερεκτιμημένο πιστολά τραγουδιστή, που δεν αργεί να συναντήσει τον διάδοχό του.

Τη σκυτάλη παίρνει ο Τζέιμς Φράνκο ως ληστής τράπεζας που βλέπει το κοντέρ της τύχης του στο «Near Algodones» να μειώνει συνεχώς το δείκτη του.

Στην -μετά τις κατηγορίες για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά- νέα του εποχή, οι φτερούγες των Αδερφών Κοέν, στάθηκαν ανέλπιστα γενναιόδωρες και πουπουλένιες, γύρω από την καριέρα του Αμερικανού σταρ.

Ακολουθεί ο Λίαμ Νίσον ιμπρεσάριος και ιδιοκτήτης ενός πλάσματος χωρίς χέρια και πόδια, που δίνει παραστάσεις απαγγέλλοντας με αγγλική προφορά αποσπάσματα από έργα, εδάφια της Βίβλου, ποιήματα, ακόμη και μέρη από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Το στοιχειωμένο διαπεραστικό βλέμμα του Χάρι Μέλινγκ (περιέργεια μαζί με απελπισία) στο «Meal Ticket» είναι ένα από τα πιο δυνατά σημεία της ταινίας.

Στo (παραδόξως φωτεινό και ύποπτα αισιόδοξο) «All Gold Canyon», βασισμένο σε ένα διήγημα του Τζακ Λόντον, ένας μοναχικός χρυσοθήρας με τη βιβλική όψη και τη φωνή του Τομ Γουέιτς κάνει σουρωτήρι μια μαγική ανοιξιάτικη κοιλάδα αναζητώντας τον θύλακα που θα του αλλάξει τη μοίρα κι επιβεβαιώνοντας το ρητό «Όποιος ψάχνει τον βρίσκουν».

Στη συνέχεια σειρά έχει η «τραγική και σεμνή παρθένος» Ζόι Καζάν, έξοχη σε έναν «δεν-ξέρω-πού-βρίσκομαι-πού-πάω-και-τι-κάνω» ρόλο, που δέχεται το ένα μετά το άλλο τα χτυπήματα της μοίρας καθώς ακολουθεί ένα καραβάνι με προορισμό το Όρεγκον («The Gal Who Got Rattled»).

Το τελευταίο κεφάλαιο, «The Mortal Remains», είναι ένα θεατρικό μονόπρακτο τσέπης, με πέντε επιβάτες σε μια άμαξα να επιδίδονται σε έναν εξωφρενικό διάλογο με μεταφυσικές προεκτάσεις και φινάλε ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία (ας μην πούμε περισσότερα).

Να προσθέσουμε, τέλος, τη συμμετοχή της σταθερής αξίας που ονομάζεται Κάρτερ Μπάργουελ στην όλη ατμόσφαιρα του έργου, ο οποίος υπογράφει ένα πραγματικά εμπνευσμένο και απόλυτα ταιριαστό σάουντρακ.

 

Διαβάστε ακόμα: Νέος Λάνθιμος! Το «The Favourite» πάει για Όσκαρ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top