Ποιο παράξενο φως ακολουθούσε πάντα τον Robert Smith και ποιο έφεγγε εμάς; (Photo by Kristian Dowling/Getty Images)

Τέλη δεκαετίας του ’80, κατεβαίνοντας τα σεπτά σκαλιά του «7+7» με τη πίστη του προσήλυτου σε μια μυσταγωγία που ξεπερνούσε τα less than 20 χρόνια μου (σιγά μην βάραιναν τότε τους ώμους μου) έπιασα πρώτη φορά με τα χέρια μου έναν δίσκο τους.

Ήταν το Pornography: μια Σειρήνα που σε καλούσε να αφεθείς. Ο προκλητικός τίτλος παρέπεμπε σε οργιαστικές καταστάσεις, η θολότητα του εξωφύλλου σε έριχνε σε ένα σπιράλ σκέψεων, η κρυπτικότητα του οπισθόφυλλου σε ωθούσε να ενδώσεις. Ένας σπειροειδής εφιάλτης που έφερε τον υπέρτιτλο ενός συγκροτήματος που καθόρισε τα μαύρα μας κύματα: The Cure.

Όταν είχαν έρθει στο Καλλιμάρμαρο ήμασταν μικροί εμείς που γεννηθήκαμε το ’70 – δεν τους μάθαμε τότε. Άλλωστε, και οι πιο μεγάλοι για τους Stranglers, τους Clash και τον Boy George είχαν έρθει, άλλο αν κατέληξε η φάση σε πατιρντί με τα ΜΑΤ του Αρκουδέα. Τέλος πάντων, σε εκείνη την διήμερη -επεισοδιακή- συναυλία ο Robert Smith και η μπάντα του πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.

Γκόθικ χαμηλά βαρομετρικά, ένα δυναμό που τροφοδοτούσε τις ψυχικές κακουχίες – σαν να απασφάλιζες μέσα σου την περόνη της θλίψης.

Χρόνια μετά, και με την επίρρωση ενός μετεφηβικού ρομαντισμού -βουτηγμένου σε ποταμούς αλκοόλ, αυτοκτονικούς ιδεασμούς, Μπωντλερικές καταβυθίσεις και ρημαγμένες ιδεολογίες- ήρθε η στιγμή που οι Cure έγιναν κάτι παραπάνω από συγκρότημα. Ήταν το ηχητικό ισοδύναμο μιας επανάστασης από τα μέσα προς τα έξω. Κλασικός υπαρξισμός εν προόδω. Ουδεμία επούλωση προσέφεραν οι στίχοι, καμία σωτηριολογία και οι νότες. Με εξαίρεση κάποια τραγούδια -σχετικά χαρωπά- που σε έβαζαν στη διαδικασία να χορέψεις το κλασικό «πόνγκο» (το ένα κιουράκι να πέφτει σαν παραζαλισμένο πάνω στο άλλο), όλα τα υπόλοιπα ήταν ένα αγκάθι στα πλευρά.

Δεκαετία του ’80, όχι παίξε γέλασε. Τότε που οι Cure έκαναν τα πρώτα τους βήματα (Photo by Gie Knaeps/Getty Images).

Γκόθικ χαμηλά βαρομετρικά, ένα δυναμό που τροφοδοτούσε τις ψυχικές κακουχίες – σαν να απασφάλιζες μέσα σου την περόνη της θλίψης. Πηγαίναμε στο Closer, στο Decadance, στην Οκτάνα. Κάναμε σλάλομ, πάνω-κάτω στην Καλλιδρομίου, τραγουδώντας Boys don’t cry, αλλά εμείς κλαίγαμε διότι πάντα θα ισχύει το Καβαφικό «αυτό που μισώ, αυτό πράττω». Φορούσαμε μόνο μαύρα ρούχα. Κρυφά δανειζόμασταν το κραγιόν της αδελφής μας (όσοι είχαμε) ή της μάνας μας (όσες μας άντεχαν). Τα μαλλιά μας γίνονταν πεδίο βολής – οι τρίχες είχαν πάθει ορθοστατική υπόταση, άπλωναν τριγύρω από τα κέρινα πρόσωπά μας ακτίνες μαύρου ήλιου.

Μεγάλωσε πια ο Robert Smith, μεγαλώσαμε κι εμείς μαζί του. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει πια (Photo by Jim Dyson/Getty Images).

Οι Cure είχαν κάτι το καφκικό. Η μουσική τους είχε τη δύναμη ηχητικής κουρτίνας. Σε τύλιγε ύπουλα, υποδόρια, δεν σε άφηνε σε ησυχία. Η φωνή του Smith, αυτό το υπνωτιστικό μουρμούρισμα που ώρες ώρες ξυπνούσε από τη λήθη και εκτόξευε ουρλιαχτά, ήταν ό,τι πιο κοντινό σε άγγελο του κάτω κόσμου.

Ξέρω, οι εικόνες του παρελθόντος είναι θωπευτικές γιατί τις κρίνεις με τη θύμηση της νιότης, όμως, το συγκεκριμένο συγκρότημα ήταν στάση ζωής. Δεν ήταν τα μαύρα πουκάμισα και τα παπούτσια με την ασημένια αγκράφα στο πλάι και τις μύτες μπροστά που αγοράζαμε στο Μοναστηράκι ή στο Remember (όσοι είχαμε περισσότερα χρήματα), αλλά το αριστείο της πρόκλησης που αποκτούσαμε άμα τη εμφανίσει μας.

Οι μεταλλάδες ήταν τόσο ρηχοί για ‘μας, αυτοί που άκουγαν Duran Duran είχαν ενταχθεί ασμένως στο σύστημα, τους παλαιολιθικούς που εξακολουθούσαν να ακούνε Beatles και Stones δεν τους λογαριάζαμε. Και τι να πεις για την λαϊκο-ποπ που άρχισε να ανθεί στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Θλίψη! Ήμασταν οι εκλεκτοί, οι περιούσιοι, αυτοί που γνώριζαν τα ανθρώπινα πάθη από τον πυθμένα.

Και μόνο ότι υπάρχουν ακόμη οι Cure και δεν έχουν διαλυθεί είναι μια κατάκτηση. Δεν το συναντάς εύκολα σε ροκ μπάντες.

Οι Cure κλείνουν φέτος 40 χρόνια από τότε που ηχογράφησαν (το 1979) το Three Imaginary Boys. Έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Ο Robert Smith μεγάλωσε, πάχυνε, έκοψε και τις πολλές καταχρήσεις. Τα μαλλιά και το κραγιόν του δεν αποτελούν πρόκληση – μάλλον ένα κατάλοιπο μιας άλλης εποχής έχει γίνει. Τα μέλη του συγκροτήματος άλλαξαν, ο ήχος έγινε λιγότερο ψαγμένος, κάπου βάλτωσαν. Στις συναυλίες τους είναι πάντα καλύτεροι από τα τελευταία στουντιακά τους εγχειρήματα.

Τώρα, λένε πως θα βγάλουν νέο επετειακό άλμπουμ. Και μόνο ότι υπάρχουν ακόμη και δεν έχουν διαλυθεί είναι μια κατάκτηση. Δεν το συναντάς εύκολα σε ροκ μπάντες. Βέβαια, κι εμείς έχουμε αλλάξει. Πάνε τα κλέη του παρελθόντος. Πρόσφατα συζητούσα με μια παρέα συνομηλίκων για εκείνα τα χρόνια. Στην αρχή μιλούσαμε με ενθουσιασμό, καθώς προχωρούσε η κουβέντα μια σφήνα παραίτησης ήρθε να καλύψει τις αναμνήσεις.

Καμιά φορά ακούω το Pornography στο αυτοκίνητο και θέλω να σταματήσω στη μέση του δρόμου, έτσι ακριβώς, να κοκαλώσω εκεί που βρίσκομαι και να μην κουνήσω ρούπι – μια εφηβική σκανταλιά, ένα σπάσιμο του κανόνα. Σκέφτομαι, όμως, πως δεν αντέχω τις κόρνες και τις βρισιές των άλλων οδηγών και συνεχίζω το δρόμο του με κανονική ταχύτητα. Καθώς πέφτουν οι πρώτες νότες του «The hanging garden» η σφήνα της παραίτησης επανέρχεται. Πάνω-κάτω στην Καλλιδρομίου; Ποτέ ξανά.

 

Διαβάστε ακόμα: Τα top 10 τραγούδια του 2018.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top