Στην πλοκή του έργου, δύο ερωτευμένοι νέοι, η Δάφνη και ο Απόλλωνας (πρόσθετο πρόσωπο που δεν προβλέπεται στο πρωτότυπο), χάνονται στο δάσος. Αυτός πέφτει σε μια λίμνη και εκείνη τον ψάχνει με γοερούς θρήνους, ξυπνώντας τα στοιχεία της φύσης.

Η μπαρόκ όπερα, διεθνώς σε άνοδο και άνθηση εδώ και αρκετές πλέον δεκαετίες, απουσιάζει από τον προγραμματισμό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) για αρκετά χρόνια τώρα, και η ανακοίνωση του προγράμματος για την καλλιτεχνική περίοδο 2018-9 δείχνει ότι η αποκατάστασή της δεν εντάσσεται στα άμεσα σχέδια του θεσμού. Μερική μόνο πλήρωση αυτού του κενού μπορεί να θεωρηθεί «Η Βασίλισσα των Ξωτικών» του Χένρυ Περσέλ, σε νέα παραγωγή από την Εναλλακτική Σκηνή (ΕΣ) της ΕΛΣ, που παρακολουθήσαμε το Σάββατο 28 Απριλίου 2018, μία μέρα μετά την πρεμιέρα.

Το έργο βέβαια δεν είναι ακριβώς όπερα με τα κριτήρια του μπαρόκ (τότε και τώρα), αλλά ανάμεικτο θέαμα με χορό και τραγούδι, αποτελούμενο από διάφορα ευφάνταστα επεισόδια, χαλαρά εμπνευσμένα από το «Όνειρο θερινής νύχτας» του Σαίξπηρ. Στη διάρκειά του εμφανίζονται ερωτευμένα ζευγάρια, οι εποχές του χρόνου, ένας μεθυσμένος ποιητής, κινέζοι τουρίστες, μπαλέτο πιθήκων, και μερικά ακόμα πράγματα που μου διαφεύγουν. Στην πρωτότυπη μορφή του, πρόκειται για ένα κανονικό πολυθέαμα.

Η σκηνική παρουσίαση τέτοιων έργων στην εποχή μας παρουσιάζει αρκετές πρακτικές και αισθητικές προκλήσεις. Ήταν λοιπόν αρκετά εύλογο στην νέα παραγωγή της ΕΣ / ΕΛΣ, που σκηνικά και σκηνοθετικά υπέγραψαν ο Γιάννης Σκουρλέτης / bijoux de kant, να εφευρεθεί μια νέα, πιο συνεκτική πλοκή, και να περιοριστούν τα πρόσωπα του έργου στον διαχειρίσιμο αριθμό των 5 πρωταγωνιστών (+1 βωβό ρόλο χορευτή), στους οποίους ξαναμοιράστηκαν τα διάφορα φωνητικά μέρη αυτής της πολυπροσωπότατης σύνθεσης, και χορωδία.

Συνολικά, η επιλογή να αποδοθεί η «Βασίλισσα των Ξωτικών» σαν μια συμβολική ιεροπραξία, μονοσήμαντα μυστηριώδης και υποβλητικά σκοτεινή, ήλθε σε κατάφωρη αντίφαση με τον καλειδοσκοπικό, άλλοτε γοερό, άλλοτε κωμικό, συχνά χιουμοριστικό, σε γενικές γραμμές χαρούμενο και ανάλαφρο χαρακτήρα του πρωτότυπου έργου.

Στην νέα πλοκή, δύο ερωτευμένοι νέοι, η Δάφνη και ο Απόλλωνας (πρόσθετο πρόσωπο που δεν προβλέπεται στο πρωτότυπο), χάνονται στο δάσος. Αυτός πέφτει σε μια λίμνη και εκείνη τον ψάχνει με γοερούς θρήνους, ξυπνώντας τα στοιχεία της φύσης, δηλαδή τις τέσσερις εποχές και έναν χορό από Νύμφες, που επιδίδονται σε μαγικές τελετουργίες προετοιμάζοντας τους δύο νέους για την τελική επανένωση.

Η σκηνική απόδοση της νέας ιδέας αξιοποίησε τις παραδοσιακές στολές από το καρναβαλικό έθιμο «Γενίτσαροι και Μπούλες» της Νάουσας Ημαθίας, με τη χαρακτηριστική λευκή προσωπίδα. Στην παράσταση όμως συμμετείχαν μόνον οι «Μπούλες» ως χορωδία – οι «Γενίτσαροι» απουσίασαν. Από τις εποχές, οι τρεις εμφανίστηκαν σαν νύμφες-ξωτικά με έντονα χρωματιστά μαλλιά (θύμιζαν κουκλάκια «ευχούληδες» των ‘80s), ντυμένα με φορέματα εμπνευσμένα εν μέρει από την αισθητική του μπαρόκ και εν μέρει από την ελληνική λαϊκή παράδοση, και ο χειμώνας με προβιά – αυτός θύμιζε φορεσιά από άλλο καρναβαλικό έθιμο, όπως τα Ευετήρια της Νέδουσας Ταϋγέτου (Μεσσηνία). Η Δάφνη φορούσε ένα φόρεμα με πολύ τούλι, και ο Απόλλων δεν φορούσε απολύτως τίποτα.

Τα (σχετικά λίγα) λυπητερά και παθητικά μέρη ήταν όντως συγκινητικά, θεσπέσια, υποβλητικά· αλλά τα (πολλά) χαρούμενα τραγούδια ακούστηκαν αμήχανα, περίπου σαν μοιρολόγια.

Στο βάθος της σκηνής κρέμονταν θημωνιές και στη μέση υπήρχε μια μεγάλη υδατοδεξαμενή όπου πάφλαζε έξαλλος ο Απόλλωνας για μεγάλο μέρος της παράστασης, μέχρι που βγήκε έξω για να εξακολουθήσει στο στεγνό έδαφος. Η σκηνή όλη καλυπτόταν από μια τούλινη οθόνη, που αποσύρθηκε στην τελική ένωση των δύο νέων, και μαζί κατέβηκε από ψηλά μια ροζ φωτεινή επιγραφή από νέον, η οποία μετέβαλε άρδην την γενική αισθητική της παράστασης.

Οι Μπούλες, σαν ιδέα και σαν εικόνα, ήταν πράγματι εντυπωσιακές, αλλά δραματουργικά ήταν λιγότερο στοιχεία της δράσης, και περισσότερο στοιχεία του σκηνικού: Μπούλες και ξωτικά στέκονταν στημένα σαν κούκλες σε λαογραφικό μουσείο, ή κυκλοφορούσαν άκαμπτες λες και κινούνταν επάνω σε καρούλια. Με εξαίρεση τον Απόλλωνα, που προσπαθούσε διαρκώς με απεγνωσμένες κινήσεις να δραπετεύσει από την λίμνη του, η παράσταση ήταν ως επί το πλείστον στατική.


Διαβάστε ακόμα: Λεωνίδας Καβάκος – «Στην Ελλάδα υπάρχουν τα πάντα αλλά δεν λειτουργεί τίποτα»


Στο τέλος οι δύο νέοι συνευρίσκονται μέσα στη λίμνη, πλέον ερωτική κλίνη, αλλά η συνεύρεσή τους είναι αμήχανη, όπως όλη σχεδόν η παράσταση. Συνολικά, η επιλογή να αποδοθεί η «Βασίλισσα των Ξωτικών» σαν μια συμβολική ιεροπραξία, μονοσήμαντα μυστηριώδης και υποβλητικά σκοτεινή, ήλθε σε κατάφωρη αντίφαση με τον καλειδοσκοπικό, άλλοτε γοερό, άλλοτε κωμικό, συχνά χιουμοριστικό, σε γενικές γραμμές χαρούμενο και ανάλαφρο χαρακτήρα του πρωτότυπου έργου.

Ο αρχιμουσικός Μάρκελλος Χρυσικόπουλος φάνηκε να αντιμετωπίζει το έργο σαν έναν διαρκή ερωτικό θρήνο. Τα (σχετικά λίγα) λυπητερά και παθητικά μέρη ήταν όντως συγκινητικά, θεσπέσια, υποβλητικά· αλλά τα (πολλά) χαρούμενα τραγούδια ακούστηκαν αμήχανα, περίπου σαν μοιρολόγια. Η δημιουργία μιας νέας μουσικής δραματουργίας που να οργανώνει εκ νέου την δράση δεν μπόρεσε να γίνει ξεκάθαρα αντιληπτή.

Η ενορχήστρωση, σχεδόν αποκλειστικά από έγχορδα νυκτά και τοξωτά (στο πρόγραμμα δεν αναφέρεται, αλλά στο σύνολο Latinitas Nostra συμμετείχε παίζοντας φλάουτο με ράμφος ο διευθυντής της ΕΣ/ΕΛΣ Αλέξανδρος Ευκλείδης), παρά την εξαιρετική επίδοση του μουσικού συνόλου, κατέληγε σε ένα θαμπό αποτέλεσμα, στερημένη από τα λαμπερά χάλκινα πνευστά, που γενικά πιστεύεται ότι προέβλεπε η αρχική, χαμένη πια παρτιτούρα.

Η ενορχήστρωση, παρά την εξαιρετική επίδοση του μουσικού συνόλου, κατέληγε σε ένα θαμπό αποτέλεσμα, στερημένη από τα λαμπερά χάλκινα πνευστά, που γενικά πιστεύεται ότι προέβλεπε η αρχική, χαμένη πια παρτιτούρα.

Από τους τραγουδιστές η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου (Άνοιξη), ο κόντρα-τενόρος Νίκος Σπανός (Καλοκαίρι) και ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Φθινόπωρο) τραγούδησαν γενικά πολύ σωστά. Ο τελευταίος μάλιστα αναδεικνύεται σταθερά σε πολύ ενδιαφέρουσα φωνή, που όμως εδώ είχε κάποιες μικροατέλειες (έμοιαζαν από άγχος) στο τραγούδι. Από τις Εποχές πάντως αυτός που απέδωσε όντως με μεγαλύτερη εκφραστικότητα τα μέρη του ήταν ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός (Χειμώνας), ο μόνος επίσης που φορούσε ρούχα που του επέτρεπαν να κινείται και να αναπνέει ελεύθερα. Πολύ καλή εμφάνιση έκανε η μικτή χορωδία του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία Σταύρος Μπερής).

Η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα (Δάφνη) περιπλανιόταν πνευστιώσα στα σκοτεινά δάση, αναζητώντας τον Απόλλωνα, αλλά παρά τον σκηνικό φόρτο που της ανατέθηκε μουσικά έμεινε αναξιοποίητη, αφού από το ξαναμοίρασμα των ρόλων δεν είχε πάρει πολλά κομμάτια, ουσιαστικά μόνο το «Let me weep». Δυστυχώς όμως και αυτό δεν το απολαύσαμε, επειδή εκείνη την ώρα ο χορευτής Τάσος Καραχάλιος (Απόλλων) είχε αφήσει τη λίμνη του και είχε έλθει στο προσκήνιο και χτυπιόταν με όλη του τη δύναμη, προσκρούοντας συνεχόμενα με φοβερό πλατάγιασμα στο δάπεδο. Χορευτικά ήταν ένας άθλος, αλλά ο θόρυβος που προξενούσε απέβαινε εις βάρος της ακρόασης. Και ήταν πραγματικά κρίμα.

Επίσης ήταν μια πολύ σύντομη εκδοχή, διάρκειας μιάμισης ώρας, αντί του καθιερωμένου δίωρου. Καλό θα ήταν στο πρόγραμμα να προσδιορίζεται με περισσότερη λεπτομέρεια τι και γιατί περικόπηκε, και πώς αναδιαμορφώθηκε μουσικά το έργο, καθώς με το ξαναμοίρασμα των ρόλων ήταν και δύσκολο να συγκρατήσει κανείς από μνήμης τι τραγούδησε τελικά ο καθένας.

ΥΓ: Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι η ιδέα συνολικής επανανοηματοδότησης στον Περσέλ δεν είναι απολύτως αδοκίμαστη, καθώς αντίστοιχη λογική είχαν ακολουθήσει το 2013 οι Πήτερ Σέλλαρς και Θεόδωρος Κουρεντζής για το ανέβασμα της «Ινδής (=Ινδιάνας) Βασίλισσας» του ίδιου συνθέτη, την οποία προσάρμοσαν για να αφηγηθούν την κατάκτηση της Αμερικής από τους Ισπανούς, αποσπώντας αρκετά κακές κριτικές ως προς το δραματουργικό σκέλος. Από το μουσικό κομμάτι εκείνης της παραγωγής πήραμε μια μικρή γεύση και στην Αθήνα, όταν ο Κουρεντζής διηύθυνε ένα χορωδιακό στο τέλος της συναυλίας του τον Φεβρουάριο του 2014. Αν και χωρίς τις σκηνικές ενδυμασίες, η χορωδία είχε τότε ερμηνεύσει το χορικό εκτελώντας τις κινήσεις από τη διδασκαλία του Σέλλαρς.

 

Διαβάστε ακόμα: Ποιος θέλει να ζήσει για πάντα;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top