residents

Το εννοιολογικό αριστούργημα «Eskimo» είναι μια σουρεαλιστική ηχομουσική αναπαράσταση ακραίων επεισοδίων της –βουτηγμένης στη μαγεία και την ψυχολογική αστάθεια– παραδοσιακής ζωής μιας υποτιθέμενης φυλής Εσκιμώων, επινοημένης από τους Residents.

Η καρδιά υπερβόρειων νομάδων συντονίζεται εκστατικά στην υποβλητική κρυστάλλινη βροχή πρωτόγονων κρουστών, όταν ξαφνικά ξεσπάει ο βίαιος θυμός του μάγου Άνγκακοκ. Μια φώκια καμακώνεται άγρια στο βάθος των ηχείων, ουρλιάζοντας. Τη νιώθεις να σφαδάζει σφηνωμένη ανάμεσα σε μπλε μαχαίρια πάγου. Το πνεύμα του χιονιού αρπάζει από τις γούνες του ένα μωρό και η αρκτική υστερία κομματιάζει σαν πηλό το μυαλό μιας γυναίκας. Η φυλή σπεύδει σε βοήθεια. Τα χάσκι ουρλιάζουν. Τα έλκηθρα σκίζουν το χιόνι. Τα μαστίγια σφυρίζουν στον παγωμένο αέρα…

Τι συμβαίνει εδώ; Πρόκειται «απλώς» για την πιο αλλόκοτη μουσική δημιουργία που έχει προκύψει ποτέ από τα χέρια ροκ (ή έστω «μετα-ροκ») συγκροτήματος, το άλμπουμ «Eskimo», το απόλυτο έπος των Αμερικανών αγκιτατόρων The Residents. Από την κυκλοφορία του εν έτει 1979 συμπληρώνονται φέτος 35 χρόνια (και 45 από τις πρώτες πρόβες του γκρουπ, πίσω στα 1969, πολύ πριν υιοθετήσουν το όνομα-λάβαρο των κρούσεών τους κατά της κοινής μελωδικής λογικής).

Οι Residents ηχοποίησαν έναν πολιτισμό που αναδύεται από την εποχή του λίθου και οδηγείται τελετουργικά στην αγκαλιά των συνθεσάιζερ.

Το εννοιολογικό αριστούργημα «Eskimo» είναι μια σπονδυλωτή σουρεαλιστική ηχομουσική αναπαράσταση ακραίων επεισοδίων της –βουτηγμένης στη μαγεία και την ψυχολογική αστάθεια–παραδοσιακής ζωής μιας υποτιθέμενης φυλής Εσκιμώων. Η εν λόγω φυλή ουδέποτε υπήρξε: είναι εκ βάθρων και μέχρι κεραίας επινοημένη και ψυχογραφημένη από τους Residents, οι οποίοι εμπνεύστηκαν και υλοποίησαν ηχοσυναισθηματικά έναν πολιτισμό που αναδύεται από την εποχή του λίθου και οδηγείται τελετουργικά στην αγκαλιά των συνθεσάιζερ. Εδώ, ούτε ίχνος ακαδημαϊσμού δεν στεγνώνει την αισθητική, ούτε ίχνος εξωτισμού δεν ρηχαίνει το συναίσθημα. Αν και τόσο η εθνολογική προσέγγιση όσο και ο τεχνικός σχεδιασμός του έργου αποπνέουν ενδελεχή μελέτη και αφοσίωση.

Τον τόνο στην ατμόσφαιρα και στον ήχο του άλμπουμ δίνουν τα ειδικά κατασκευασμένα για την περίπτωση «εσκιμοειδή» ιδιόφωνα πρωτόγονα όργανα (κυρίως κρουστά και έγχορδα), οι φωνές με την τραχιά χροιά, οι διάλογοι και τα επιφωνήματα σε μια μη προϋπάρχουσα (κατασκευασμένη από τους Residents) γλώσσα που θυμίζει λαρυγγική ιδιόλεκτο αρχαίων σαμάνων, τα ιδιότυπα τραγούδια μαγικών επικλήσεων και τελετουργιών, οι κραυγές των ζώων, τα αρκτικά ηχητικά εφέ…

 

Αρκτικός σουρεαλισμός

Όλα διαδραματίζονται σε ένα «παγωμένο» χωροχρόνο που κυριαρχείται από συνθετικές πνοές ανέμου, λες και ο δίσκος είναι το σάουντρακ κάποιου περιβαλλοντικού/εθνολογικού ασπρόμαυρου ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του ’50 γυρισμένου στην Αλάσκα ή κάποιου πειράματος ανάστασης κατεψυγμένων απολιθωμάτων της Αρκτικής. Εξάλλου, ολόκληρος ο δίσκος ρέει σαν κινηματογραφική ταινία, με αλληλένδετα πλάνα, σεκάνς κ.λπ. Κρουστά παίζει ο βρετανός βετεράνος του πρωτοποριακού ροκ Chris Cutler (Henry Cow, Art Bears, News From Babel κ.λπ.), ενώ στα πλήκτρα του synthesizer ο Don Preston (βασικός συνεργάτης του Frank Zappa στους Mothers of Invention) δείχνει παραδομένος ψυχή τε και σώματι στη λατρεία ενός Αιόλου των πάγων.

Διαβάστε ακόμα: Αξίζουν το Grammy 2014 οι Kraftwerk;

Η σύλληψη, η υλοποίηση και η χρηματοδότηση αυτής της δισκογραφικής πρόκλησης είναι των τεσσάρων απόκοσμων μορφών που ποζάρουν στο εξώφυλλο. Φορούν φράκο τύπου Φρεντ Αστέρ, από το Top Hat, καθώς κι ένα τεράστιο γυαλιστερό βολβό ματιού αντί για κεφάλι, γαρνιρισμένο με μαύρο ημίψηλο. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώθηκαν ανάμεσα στον Απρίλιο του 1976 και το Μάιο του 1979: το χρονικό τίμημα ενός διαχρονικού έπους, το οποίο ενέπνευσε τον Brian Eno και τον Jon Hassell στο να διευρύνουν την ιδέα της πλασματικής φυλής σε έναν ευρύτερο πολυσχιδή φανταστικό πολιτισμό, που βάφτισαν «Τέταρτο Κόσμο», στον οποίο συνδυάζονται ο πρωτόγονος παγανισμός και ο ηδονιστικός φουτουρισμός.

RCBOnTour1

Οι Residents παρουσιάζονται πάντα μεταμφιεσμένοι ‒ένα αέναο freak show…

«Τέταρτος Κόσμος σημαίνει πιθανές μουσικές, πιθανές κουλτούρες, πιθανή αρχιτεκτονική, πιθανοί τρόποι ζωής, μια ποικιλία πιθανών σχέσεων μεταξύ του ατόμου, της φυλής και του έθνους στην εποχή των μαζικών ηλεκτρονικών μέσων. Φανταστείτε ένα δικτυωτό πλέγμα με τα σύνορα των κρατών και πάνω του προβάλετε μια καινούργια γεωγραφία βασισμένη στην άυλη –μη ενσώματη– επικοινωνία, τις φυλές ομοίως σκεπτόμενων ανθρώπων», εξηγεί ο Γιον Χάσελ, περιγράφοντας τη φιλοσοφία των άλμπουμ του ίδιου, τα οποία κυκλοφόρησαν υπό τον γενικό τίτλο «Fourth World», αλλά και του «My Life in the Bush of Ghosts» των Byrne & Eno, του «Remain in Light» των Talking Heads, του «Fractal Zoom» του Brian Eno ή των παραγωγών του Andrian Sherwood (African Head Charge) κ.λπ.

 

Στη ζώνη του λυκόφωτος

Οι Residents ζούσαν για να ονειρεύονται τη μετάσταση των άγριων κόμικ και των περιθωριακών μιούζικαλ στην τεχνοδελική οπτικοακουστική ζούγκλα του μέλλοντός μας. Εν έτει 1971 έσπευσαν να προσκομίσουν στο δισκογραφικό παράρτημα της Warner ένα δείγμα γραφής του… τι μέλλει γενέσθαι. Προσδοκούσαν μάλιστα να τους υποδεχτούν με τιμές Αμερικανών Μπιτλς (περιόδου «White Album»). Αντ’ αυτού, απορρίφθηκαν. Η λιτή απαντητική επιστολή με το γνωστό «συνεχίστε την καλή προσπάθεια» έφτασε στην πόλη Σαν Ματέο με την ένδειξη «προς τους κατοίκους» (to the residents), μιας και το δέμα με τη δοκιμαστική οικιακή ηχογράφηση των τραγουδιών τους είχε σταλεί χωρίς όνομα αποστολέα. Από τότε οι στροβοσκοπικές μουσικές βινιέτες τους άρχισαν να σχολιάζουν άμεσα ή έμμεσα τους πάντες και τα πάντα, σε ένα εκρηκτικό, σαρδόνιο αμάλγαμα με αύρα σχιζοφρένειας και παραψυχολογικό συμβολισμό – ταυτόχρονα αρνούνταν πεισματικά να αποκαλύψουν τα πραγματικά ονόματα και τα πρόσωπά τους.

Το «Eskimo» ενέπνευσε τον Brian Eno και τον Jon Hassell στο να διευρύνουν την ιδέα της πλασματικής φυλής σε έναν ευρύτερο φανταστικό πολιτισμό, που βάφτισαν «Τέταρτο Κόσμο».

Λίγο αργότερα, εν είδει νεόκοπου Φρανκενστάιν, έκαναν βουντού τεμαχίζοντας και ανασταίνοντας το Satisfaction των Ρόλινγκ Στόουνς και μεταμόρφωσαν σε παγανιστικό σοκ από τον κυβερνοχώρο το This Is A Man’s Man’s World του Τζέιμς Μπράουν. Σε κορυφαία άλμπουμ τους, όπως το Meet The Residents (1974), το Not Available (1978), το Fingerprince (1977), το Duck Stab/Buster & Glen (1978), το Eskimo (1979), το Mark of The Mole(1981), το The Tunes of Two Cities (1982), το Residue (1983), το Intermission (1982), το For Elsie (1988), το The Third Reich & Roll (1976), αλλά και στις αποκαλυπτικές στιγμές ενός The Census Taker, ενός The Big Bubble, ενός Freak Show, ενός The King & Eye, ενός Whatever Happened To The Vileness Fats? ή του Liver Music, του Daydream B-Liver, του Stranger Than Supper (πριβέ κυκλοφορίες αρχειακού υλικού με την επιμέλεια του fan club τους στο Σαν Φρανσίσκο Uncle Web), καθώς επίσης και των «πέραν του κόσμου τούτου» συνεργασιών τους με τους βρετανούς Snakefinger και Renaldo & The Loaf, κάθε ηχητικό γλυπτό τους τρυπώνει σαν ιός στη συλλογική μας μνήμη και αλλοιώνει όλα τα μυθολογικά δεδομένα που συναντά εκεί.

Η πραγματική εκκίνηση των περιπετειών των Residents στο βασίλειο των ιών και των αντισωμάτων του σύγχρονου πολιτισμού μάς πάει πολύ πίσω, στον σκληρό απόηχο των απογοητεύσεων που άφησε στο κλείσιμό της η ταραγμένη και λαμπρή δεκαετία του 1960. Rusty Coathangers For The Doctor (1970), The Ballad of Stuffed Trigger (1970), The Warner Bros. Album (1971), Baby Sex (1971): αυτά ήταν τα πρώτα τους βήματα στη ζώνη του λυκόφωτος, οι πρώτες ολοκληρωμένες τους ηχογραφήσεις, που –επισήμως– δεν έμελλε να δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας!

eskimo

Το εξώφυλλο του σουρεαλιστικού conceptual άλμπουμ «Eskimo» (1979), εκ των ων ουκ άνευ αριστουργημάτων της παγκόσμιας μουσικής.

Κατά τεκμήριο, υπήρξαν οι «δοκιμές», δοκιμασίες της διαίσθησης και της φιλοδοξίας, που οδήγησαν στις δύο πρώτες επίσημες ηχογραφήσεις τους: το κατακλυσμικό «Santa Dog» (διπλό σινγκλ του 1972 με μορφή χριστουγεννιάτικης κάρτας: «Ένας αναγραμματισμός του Satan Dog», όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι σήμερα) και το ανυπέρβλητο «Meet The Residents» (ένα άλμπουμ που αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα ολόκληρο κίνημα ντανταϊστικής ποπ: πούλησε τόσο λίγο όσο και το πρώτο LP των Velvet Underground, ωθώντας εξίσου με το The Velvet Underground & Nico κάθε μεμονωμένο ακροατή στο να βρει παράφορη διέξοδο στην πλέον απρόβλεπτη εγωγενή μουσική).

Διαβάστε ακόμα: Ποιο ήταν το top ελληνικό άλμπουμ του 2013;

Αν δεν το έχετε κάνει ήδη, βυθιστείτε σε αυτή τη μήτρα έμπνευσης κατεπειγόντως, στον κόσμο της ηρωικής πρώτης εποχής των Residents. Εκεί όπου οι συνειρμοί διαχύθηκαν άναρχα και διασταυρώθηκαν βακχικά για να κυοφορήσουν τελικά το κάρμα πρωτοφανών υβριδίων. Στη «μεταμουσική» των Residents ο Σαν Ρα διασκευάζει Μπετόβεν, οι Σιντς μυούν στην ψυχεδέλεια τον Ραχμάνινοφ, ο Γκέρσουιν εμπνέεται από τους Ινουί των αρκτικών ακτών, οι Μπιτλς μετουσιώνονται σε ήρωες του Nintendo, ο Πρέσλεϊ επιβιώνει εξόριστος στο Σείριο, ο Ντίσνεϊ μετεμψυχώνεται σε Χάρι Παρτς, ο Νίνο Ρότα παίζει I Ching στις μυαλό του Τζον Κέιτζ και όλη η ιστορία της τραγουδοποιΐας των Δυτικών Ινδιών ξαναγράφεται με τον πιο πρωτότυπο, απρόβλεπτο και δηκτικό τρόπο.

 

Ντανταϊστικό ψυχομελόδραμα

Οι Residents πεισματικά πολώνονται διαρκώς και εναλλάξ ανάμεσα στο αίσθημα της ευχαρίστησης και το αίσθημα της δυσαρέσκειας, αφήνοντας στο ρινγκ των σκοτεινών μελοδραμάτων τους γλυκόπικρες συγκινήσεις πλήρους απόδρασης στο όνειρο και πλήρους υποταγής στον εφιάλτη. Όμως, όταν κάποιος διαψεύδει τόσο συστηματικά και διεστραμμένα τις προσδοκίες που χωράει το ωραίο, όταν παραμορφώνει τις κοινοτοπίες που προϋποθέτει η έκπληξη και υπερβαίνει τις ανατροπές που αντέχει το αίσθημα σαγήνης, τότε γεννά στους άλλους ανασφάλεια αλλά και προσωπικό «καλτ» μύθο. Εξ ου και η ταύτιση της «εικόνας» των Residents με καρτούν τρόμου, σινεμά απειλής, ερμαφρόδιτες καταστάσεις αποξένωσης από οτιδήποτε θεωρείται φυσιολογική νόρμα, παρακινδυνευμένες παγανιστικές επικλήσεις στις αρχέγονες ρίζες της ανθρώπινης φύσης, μεταλλαγμένα σώματα και πνεύματα αρπαγμένα από ακατανόητες δυνάμεις σκοτεινών παράκοσμων (όπως εκείνος του «Eskimo»).

Οι Residents είναι το ευφυέστερο λαϊκό οπτικοακουστικό συγκρότημα όλων των εποχών, μέχρι αποδείξεως του εναντίον!

Ούτε ο ντανταϊσμός, ούτε ο υπερρεαλισμός γίνονται σύστημα στα χέρια τους. Απλώς, τους ταιριάζουν. Όσο τους ταιριάζει επίσης το Μπρόντγουεϊ και το κουκλοθέατρο, η σάτιρα και το παραμύθι. Φυσικά, άλλους γοητεύουν και άλλους απογοητεύουν με αυτή την «παιδιάστικη» εμμονή τους στη μεταστροφή του οικείου σε ανοίκειο. Σαν τον έφηβο «Φύλακα της Σίκαλης» του Σάλιντζερ, οι Residents ζουν από το παρελθόν, αλλά όχι στο παρελθόν. Οι συναρπαστικά απρόβλεπτες αναδρομές τους στο κοινό μας «ποπ» χθες διαθέτουν την οριακή γοητεία μιας έσχατης περιπέτειας, όπου τα διχασμένα συναισθήματα «συγκολλούνται» με αυτόματο μοντάζ μέσα μας στην κρίσιμη για την ευστάθειά μας χαρτογράφηση της ψυχικής γεωγραφίας του μυστηριώδους, του απόκοσμου, του υπερφυσικού, του καινούργιου, που ενσωματώνονται βίαια σαν ίωση στον παλιό μας εαυτό.

307632

Οι «οφθαλμοί» φωτογραφίζονται με φόντο τη διάσημη Golden Gate του Σαν Φρανσίσκο, όπου εδρεύουν οι Residents από την αρχή της δεκαετίας του 1970.

Είναι παράξενο που έκαναν κυβερνοπάνκ πριν από κάθε άλλο; Ο ιστορικά καθυστερημένος όρος «κυβερνοψυχεδέλεια» δεν χωράει την εμπειρία της μουσικής τους, μια αλληλουχία ειρμών σε στιλ αφιονισμένης Βιρτζίνια Γουλφ, μια κλιμακούμενη, γεμάτη αντιθέσεις, αναφορά σε ό,τι τους συγκινεί ή τους συγκίνησε κάποτε θετικά ή αρνητικά (όπως το χαρακτηριστικό «θύμα» των διασκευών τους, οι Μπιτλς). Όμως, κάθε αληθινός ποιητής, κάθε καλλιτέχνης, δεν είναι υποχρεωμένος από την ευαισθησία του να επινοεί διαρκώς την καταγωγή του, τους προδρόμους του; Πόσο μάλλον εκείνος που παράγει πολιτισμό σχολιάζοντας τον πολιτισμό, όπως ακριβώς κάνουν οι εν λόγω τερατολόγοι ψυχογράφοι, στη μουσική εκδοχή μιας νέας πυρετώδους νουβέλ βαγκ.

Οι Residents επιδίδονται στην καθολική γενετική μεταμόρφωση του κοινόχρηστου καλλιτεχνικού υλικού, ξεπερνώντας ως νηπιακή εμπειρία τα «ready mades» του Μαρσέλ Ντισάν, λες και κάνουν ανατομικές εξερευνήσεις στους ιστούς και τις ουσίες που ωθούν την καρδιά των λαϊκών ουτοπιών του μεταμοντέρνου κόσμου να χτυπά επώδυνα. Από το 1969 ασκούν εν είδει techno-μαντικής το δικό τους προφητικό sampling. Και συνεχίζουν, με ιδιότυπο χιούμορ, να αναπτύσσουν μέχρι σήμερα τον δικό τους αέναο γρίφο της «ζωής μετά την ποπ», συντονισμένοι ευφυώς από την πρώτη στιγμή με την ιστορική καμπή ενός κόσμου εκτροχιασμένου, που αναπαράγει τον εαυτό του μέσα σε κρίση διαρκούς μεταμόρφωσης, σαν μια άπληστη και αυτάρεσκη χρυσαλίδα-πεταλούδα που ανανεώνει πειραματικά το DNA της σε ένα παγκοσμιοποιημένο κουκούλι.

Να το πω απλά και καθαρά: Οι Residents είναι το ευφυέστερο λαϊκό οπτικοακουστικό συγκρότημα όλων των εποχών, μέχρι αποδείξεως του εναντίον!

Διαβάστε ακόμα: Top 5 ραδιόφωνα για τη νέα χρονιά

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top