«Στη νουβέλα αυτή υπάρχει ένα στοιχείο που τη διαφοροποιεί από τα άλλα έργα του Μαν και την κάνει ακαταμάχητα γοητευτική. Είναι το στοιχείο της νοσταλγίας. Πρόκειται για μια πολυφωνική και πολύχρωμη νοσταλγία για τα απλά και συνηθισμένα, για τη ζεστή, ανθρώπινη φιλία, για τη χαμένη αθωότητα, τη φύση, την πατρίδα, τον έρωτα». (Αριστερά, ο Τόμας Μαν στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, New York Public Library Archives. Δεξιά, το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης (μακέτα: Δημήτρης Καλοκύρης) με σχέδιο του Αλέξανδρου Ίσαρη.

Ο «Τόνιο Κρέγκερ» κυκλοφόρησε στις αρχές αυτού του αιώνα. Στο μεταξύ ο κόσμος άλλαξε ριζικά, ακόμα και οι αστοί έχουν διαφοροποιηθεί, αλλά και οι καλλιτέχνες κάθε κατηγορίας δεν έχουν καμία σχέση με κείνους της εποχής του Μαν. Τι έχει απομείνει λοιπόν απ’ αυτή τη νουβέλα και τι είναι εκείνο που την κάνει τόσο ελκυστική;

Πρώτα πρώτα η ποιητική της δύναμη θα έλεγα και η μουσική της ποιότητα, που ελάχιστα έχουν φθαρεί. Όποιος ενδιαφέρεται να γνωρίσει το έργο του Τόμας Μαν, είναι αδύνατο να παρακάμψει το βιβλίο αυτό, γιατί περιέχει εν σπέρματι μερικά από τ’ αριστουργήματά του. Ο Άσενμπαχ, μας λέει ο Λούκατς, είναι ένας ενισχυμένος Κρέγκερ. Αλλά και ο κύκλος του «Ιωσήφ» καθώς και ο «Δόκτωρ Φάουστους» κατάγονται απ’ αυτό το κείμενο της νεότητας.

«Δεν διστάζω να πω πως αγαπώ τον “Τόνιο Κρέγκερ” παραπάνω απ’ όλα τ’ άλλα έργα μου». (Ο Τόμας Μαν σε επιστολή του προς τον Α.Β. Χάινιτς)

[…] Μια και κατά γενική ομολογία πρόκειται για το περισσότερο αυτοβιογραφικό έργο του Μαν, ο «Κρέγκερ» αποτελεί ένα είδος μαρτυρίας, που αν τη συγκρίνουμε με τα «Ημερολόγια.» που άρχισαν να κυκλοφορούν πρόσφατα, είναι εύκολο να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα, που φωτίζουν καλύτερα το έργο του. Τώρα λ.χ. ξέρουμε πως αυτός ο άμεμπτος οικογενειάρχης είχε ομοφυλόφιλες τάσεις, που θα πρέπει να του δημιουργούσαν ενοχές και κάθε είδους αδιέξοδα. Στον «Τόνιο Κρέγκερ», στο «Θάνατος στη Βενετία» και στον «Δόκτορα Φάουστους» εκτίθεται αριστοτεχνικά η προσήλωση του κεντρικού ήρωα σε κάποιο πρόσωπο του ίδιου φύλου και η σχέση αυτή επενδύεται άλλοτε με διάφορους συμβολισμούς ή αφηρημένα σχήματα, ή περιγράφεται σαν πολύ τρυφερή φιλία. Με τη δημοσίευση όμως του προσωπικού του ημερολογίου ο ίδιος ο συγγραφέας τεκμηριώνει την άποψη που αναπτύσσει ο Κρέγκερ στην Λισαβέτα Ιβάνοβνα. Ότι δηλαδή ένας άψογος τραπεζίτης που γράφει νουβέλες –αυτό δεν συμβαίνει ποτέ!

«Οι Μαν περνούσαν τις διακοπές τους στις ακτές της Βαλτικής (“και κει μακριά η θάλασσα, η Βαλτική, που τα θερινά όνειρά της μπορούσε ν’ αφουγκράζεται στις διακοπές του…”, γράφει ο Μαν στον «Τόνιο Κρέγκερ»). Ο μικρός Τόμας περίμενε πάντοτε με λαχτάρα αυτό το ταξίδι και φοβόταν να γυρίσει πίσω στο Λύμπεκ όταν τελείωνε το καλοκαίρι.» (Στη φωτογραφία ο Τόμας Μαν με την οικογένειά του στο Νίντεν της Λιθουανίας, το καλοκαίρι του 1931).

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε μερικές από τις αντιστοιχίες που υφίστανται ανάμεσα στα βιογραφικά του Κρέγκερ και του Μαν (ο Κρέγκερ είναι τόσο πολύ ο δημιουργός του, που σε μια επιστολή της η Άγκνες Μάγιερ αποκαλεί τον Μαν «Κύριο Τόνιο Κρέγκερ», κι αυτό στα 1941, τριάντα οχτώ χρόνια αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο. Πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη Λύμπεκ, αλλά είναι σαφές πως αυτή η γραφική χανσεατική πόλη του γερμανικού Βορρά περιγράφεται σαν η γενέτειρα του Τόνιο Κρέγκερ. Ο πατέρας του συγγραφέα ήταν γερουσιαστής και αντιδήμαρχος στο Λύμπεκ (ο πατέρας του Κρέγκερ είναι Πρόξενος, όπως Πρόξενος ήταν και ο παππούς του Μαν, ο Γιόχαν Σίγκμουντ Μαν) και πέθανε από σηψαιμία, όταν ο Τόμας ήταν δεκάξι χρονώ. (Αργότερα είχε αφήσει εκεί την τελευταία του πνοή κι ο ίδιος ο πατέρας του, ο ψηλός, καθωσπρέπει, λίγο μελαγχολικός και σκεφτικός κύριος με το αγριολούλουδο στο πέτο…). Η μητέρα του Μαν, η Γιούλια ντα Σίλβα-Μπρουντς, μια πανέμορφη μελαχρινή γυναίκα, που ντυνόταν εντυπωσιακά και λάτρευε τη μουσική και το χορό, είχε γεννηθεί στη Βραζιλία από πατέρα Γερμανό και μητέρα Βραζιλιάνα με πορτογαλικό και ινδιάνικο αίμα. (Η μητέρα του Τόνιο, η ωραία μαυρομαλλούσα μητέρα του, που το μικρό της όνομα ήταν Κονσουέλο, και που ήταν τόσο διαφορετική από τις άλλες γυναίκες της πόλης, γιατί ο πατέρας την είχε φέρει από πολύ μακριά, απ’ το Νότο…). Οι Μαν περνούσαν τις διακοπές τους στις ακτές της Βαλτικής (… και κει μακριά η θάλασσα, η Βαλτική, που τα θερινά όνειρά της μπορούσε ν’ αφουγκράζεται στις διακοπές του…). Ο μικρός Τόμας περίμενε πάντοτε με λαχτάρα αυτό το ταξίδι και φοβόταν να γυρίσει πίσω στο Λύμπεκ όταν τελείωνε το καλοκαίρι. Άλλωστε μισούσε κυριολεκτικά το σχολείο και την πειθαρχία (… επειδή στις παραδόσεις ήταν βραδύς κι αφηρημένος, οι δάσκαλοι του έβαζαν κακούς βαθμούς). Μετά το θάνατο του πατέρα του (1891) η φίρμα Γιόχαν Σίγκμουντ Μαν διαλύθηκε. (Η παλιά οικογένεια των Κρέγκερ βάδιζε όλο και περισσότερο προς τη διάλυση και την καταστροφή… Το μεγάλο σπίτι των Κρέγκερ είχε βγει στο σφυρί μαζί με όλη την αξιοσέβαστη ιστορία του και η φίρμα δεν υπήρχε πια). Όμως κι άλλες πολλές λεπτομέρειες της νεανικής ζωής του Μαν πέρασαν στη νουβέλα αυτή, στο «Βέρθερό» του, όπως συνήθιζε να την ονομάζει (βρίσκουμε λ.χ. τον Κρέγκερ στο Μόναχο, στην πόλη δηλαδή όπου έζησε κι ο Μαν ένα διάστημα).

«Ο πατέρας του συγγραφέα ήταν γερουσιαστής και αντιδήμαρχος στο Λύμπεκ (ο πατέρας του Κρέγκερ είναι Πρόξενος, όπως Πρόξενος ήταν και ο παππούς του Μαν, ο Γιόχαν Σίγκμουντ Μαν) και πέθανε από σηψαιμία, όταν ο Τόμας ήταν δεκάξι χρονώ. (“Αργότερα είχε αφήσει εκεί την τελευταία του πνοή κι ο ίδιος ο πατέρας του, ο ψηλός, καθωσπρέπει, λίγο μελαγχολικός και σκεφτικός κύριος με το αγριολούλουδο στο πέτο…”, γράφει στον «Τόνιο Κρέγκερ» ο Τόμας Μαν»). Πάνω πορτρέτα του Χάινριχ Μαν (αριστερά) και του Τόμας Μαν (δεξιά) από τον Max Oppenheimer.

Αλλά αυτό που αποτελεί τον πυρήνα της νουβέλας, η σύγκρουση δηλαδή του καλλιτέχνη με τον κοινωνικό του περίγυρο (με τον έξω κόσμο, την πραγματικότητα) και τα προβλήματα που γεννιούνται απ’ αυτήν, παραμένει αναλλοίωτος, όσο κι αν ο καλλιτέχνης μοιάζει να είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε ενσωματωμένος στην κοινωνία. Γιατί στην ουσία αποτελεί ένα είδος εκτροπής των κανόνων και των συστατικών της. Στις αστικές κοινωνίες όπου ζούμε, οι καλλιτέχνες μπορεί να μη ζουν απομονωμένοι όπως άλλοτε. Συνδικαλίζονται, ανήκουν σε οργανώσεις και πολλοί απ’ αυτούς είναι κοινωνικά και πολιτικά δραστήριοι. Αυτό όμως λίγο έχει να κάνει με την καλλιτεχνική δημιουργία, που πάντα θα είναι συνδεδεμένη μ’ αυτό που ο Μαν ονομάζει ύποπτες καταστάσεις, αλλά και με μια απερίγραπτη μοναξιά και αγωνία που δεν θα πάψουν ποτέ να την προϋποθέτουν.

Ας πάρουμε ένα κοντινό, μα και τελείως τυπικό παράδειγμα ενός αστού καλλιτέχνη, επιτυχημένου διπλωμάτη και πολυβραβευμένου ποιητή, του Γιώργου Σεφέρη, που διατυπώνει με δικό του τρόπο το παράπονο του Τόνιο Κρέγκερ: Το πιο δυνατό πάθος μου, γράφει κάπου, το πάθος της έκφρασης, στάθηκε μια ανεξάντλητη πηγή δυστυχίας για μένα. Ας είναι… Έπρεπε να φτάσω στο κατώφλι της αυτοκαταστροφής για να καταλάβω τουλάχιστο, πως το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας ονειροπολώντας μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε… Σ’ αυτή τη δική μας ζωή, την αναφαίρετη και μοναδική, που δίνει χυμό στα έργα μας και τα κάνει όμοια με μας, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε το θαύμα.

«Ο Γιώργος Σεφέρης διατυπώνει με δικό του τρόπο το παράπονο του Τόνιο Κρέγκερ: “Το πιο δυνατό πάθος μου, το πάθος της έκφρασης, στάθηκε μια ανεξάντλητη πηγή δυστυχίας για μένα. Ας είναι… Έπρεπε να φτάσω στο κατώφλι της αυτοκαταστροφής για να καταλάβω τουλάχιστο, πως το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας ονειροπολώντας μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε…”». (Φωτογραφία: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)

Τέλος, υπάρχει ένα στοιχείο στη νουβέλα αυτή που τη διαφοροποιεί από τα άλλα έργα του Μαν και την κάνει ακαταμάχητα γοητευτική. Είναι το στοιχείο της νοσταλγίας. Πρόκειται για μια πολυφωνική και πολύχρωμη νοσταλγία για τα απλά και συνηθισμένα, για τη ζεστή, ανθρώπινη φιλία, για τη χαμένη αθωότητα, τη φύση, την πατρίδα, τον έρωτα. Η νοσταλγία αυτή που διατρέχει τις γραμμές του «Κρέγκερ» κορυφώνεται προς το τέλος, όταν ο ήρωάς μας ξαναβλέπει στα πρόσωπα των δυο άγνωστων νεαρών τους αγαπημένους των παιδικών του χρόνων: Μήπως σας είχα ξεχάσει; Όχι, ποτέ! Ούτ’ εσένα Χανς, ούτ’ εσένα ξανθιά Ίνγκε! Για σας εργαζόμουνα, κι όταν με χειροκροτούσαν κοίταζα κρυφά γύρω μου, μήπως είσαστε κι εσείς εκεί… Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου διαβάζουμε: Αναλογίστηκε τις άγριες περιπέτειες των αισθήσεων, των νεύρων και του μυαλού που είχε ζήσει, κι είδε τον εαυτό του κατασπαραγμένο από ειρωνεία και πνεύμα, ερημωμένο και παράλυτο από γνώσεις, μισοερειπωμένο απ’ τους πυρετούς και τα ρίγη της δημιουργίας να παραδέρνει γεμάτος τύψεις ανάμεσα σε ακραίες καταστάσεις, ανάμεσα σε αγιοσύνη και αμαρτία, μια εδώ και μια εκεί· εκλεπτυσμένο, φτωχό, αποκαμωμένο από ψυχρές και τεχνητά διαλεγμένες εξάψεις, χαμένο, εγκαταλειμμένο, ταλαιπωρημένο: έκλαψε από τύψεις και νοσταλγία.

Ιανουάριος 1982

 

//Απόσπασμα από την Εισαγωγή του Αλέξανδρου Ίσαρη (από το κεφάλαιο «Το πάθος της έκφρασης», σελ. 15) στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Τόμας Μαν «Τόνιο Κρέγκερ» στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ύψιλον / βιβλία, 1982, στη σειρά Λογοτεχνία, την επιμέλεια της οποίας είχε ο Δημήτρης Καλοκύρης.

 

Διαβάστε ακόμα: «Γιατί, ως φοιτητής, κατέφυγα στον “Τόνιο Κρέγκερ” για να βρω παρηγοριά».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top