Εν πλω (1936)

Ο Αντώνης Μπενάκης εν πλω (1936). Ο κοσμοπολίτης αυτός Έλληνας ξαναγεννιόταν μέσα από την εργασιομανία του, καθώς και από τα δημιουργικά πάθη του για τον αθλητισμό, την ιστιοπλοΐα και τον προσκοπισμό.

Ακόμα κι αν σήμερα φαντάζει μακρινή, υπήρξε μια εποχή όπου η Αθήνα ήταν στα αλήθεια μια όμορφη πόλη. Είχε όμορφα νεοκλασικά κτίρια και φαρδιά πεζοδρόμια με ανθισμένες πορτοκαλιές. Μετρημένα αυτοκίνητα, καλοβαλμένους μεσοαστούς, ραφινάτη αστική αισθητική. Στις 22 Απριλίου του 1931, όταν πραγματοποιήθηκε η τελετή των εγκαινίων του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Κουμπάρη (παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Αλέξανδρου Ζαΐμη και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου), το Κολωνάκι ήταν ένα μικρό πανόραμα αστικής φαντασμαγορίας: δεν ήταν ακριβώς το άντρο της αριστοκρατίας, όπως το θέλει ο μύθος, αφού η έννοια της αριστοκρατίας στην Ελλάδα υπήρξε εξίσου εισαγόμενη με το σούσι, ήταν όμως ένα πολύ ραφινάτο αθηναϊκό Quartier όπου οι δανδήδες έχαιραν θαυμασμού και οι γαλλόφιλοι μεγαλοαστοί κυκλοφορούσαν με εφημερίδα και βιβλία του Μπαλζάκ στο χέρι. Βεβαίως, η Αθήνα δεν ήταν ποτέ Παρίσι, αλλά για τα κυβικά της, εκείνη τη μεσοπολεμική περίοδο, δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. «Η ελπίδα», έγραψε κάποτε ο Μπαλζάκ, «είναι μια μνήμη που επιθυμεί». Η Αθήνα ειδικά δεν έπαψε ποτέ να επιθυμεί αυτό που δεν είχε ποτέ – ή που ήλπιζε πως κάποτε είχε και έχασε εξαιτίας των Οθωμανών. Η ελπίδα αυτής της πόλης, εν ολίγοις, ήταν πάντα η χρυσή εποχή της που, αλήθεια, στον εικοστό αιώνα, φάνταζε πιο παραμύθι και από τις μυθοπλασίες του Μπαλζάκ.

Δεν έπαψε ποτέ να αθλείται, ακόμα και στα εξήντα του ήταν τόσο λεβέντης όσο ένας τριαντάρης. Και κομψός. «Φορούσε από πολύ νωρίς άσπρα πουκάμισα και παντελόνια. Όταν κατέβαινε στη Νίκαια, έλεγαν όλοι “le beau Grec!”».

Ευεργέτες και οραματιστές εκείνης της εποχής, όπως ο Αντώνης Μπενάκης, πρόσθεσαν στην Αθήνα μία νότα ευρωπαϊκής ευεξίας. Μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Παρίσι, είχαν μεταμορφωθεί τον 19ο αιώνα σε μητροπόλεις του σύγχρονου κόσμου, χάρη στην επιμονή και το όραμα θρυλικών τεχνοκρατών όπως ο Βαρόνος Οσμάν, στον οποίο οφείλεται ο επικός επανασχεδιασμός της πάλαι ποτέ μεγαλούπολης της επανάστασης. Η Αθήνα δεν είχε ούτε τους τεχνοκράτες ούτε το χρήμα των Παρισίων για να αναπτυχθεί σε αστικό πρότυπο. Είχε όμως αυτό που γλίτωσε κατά καιρούς την μετα-οθωμανική Ελλάδα από τα όρια της κατάρρευσης: πρόθυμους ευεργέτες –ή ευπατρίδες όπως τους αποκαλούσαν τότε– όπως οι Μπενάκηδες, οι οποίοι μπορεί να μην είχαν τα μέσα του Οσμάν για να φέρουν την Αθήνα σε παριζιάνικα μέτρα, είχαν όμως αρκετό πείσμα, χρήμα και μεράκι για να προσφέρουν στην πόλη του Παρθενώνα κάτι που θα ευχαριστούσε ακόμα και εκείνη την ξεχασμένη θεά που τη λένε Αθηνά: όραμα, φινέτσα και πολιτισμό.

Διαβάστε ακόμα: Πως ο Λέοναρντ Κοέν συνδέθηκε για πάντα με την Ύδρα

Mε φίλες της οικογένειας, πλέοντας με τη θαλαμηγό του, "Αελλώ ΙΙ", προς Αιδηψό, Σκιάθο, Θεσσαλονίκη (1936)

Mε φίλες της οικογένειας, πλέοντας με τη θαλαμηγό του, «Αελλώ ΙΙ», προς Αιδηψό, Σκιάθο, Θεσσαλονίκη (1936).

Προτού αξιολογήσει κανείς όλα τα άλλα χαρίσματα ή ψεγάδια κάθε ξακουστού ευπατρίδη του παρελθόντος, όπως ο Εμμανουήλ Μπενάκης ή ο γιος του, ο Αντώνης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τη μεγαλύτερη αλήθεια, που έδωσε άλλωστε σε αυτούς τους άνδρες τον τίτλο του ευπατρίδη: με τα κεφάλαια και τις διεθνείς γνωριμίες που διέθεταν θα μπορούσαν να πάρουν τα φοβερά σεντούκια τους και να πάνε να ξοδέψουν το χρήμα και το χρόνο τους σε κάποιο σπουδαιότερο μέρος – στο λαμπερό Παρίσι του Οσμάν, φερειπείν, ή στην τότε ακμάζουσα ακόμα Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκε ο Αντώνης Μπενάκης το 1873, ή στην κοσμοπολίτικη Λόντρα όπου βρίσκονταν πια και τα διάσημα λάφυρα του Έλγιν. Προτίμησαν όμως την ταπεινή Αθήνα, όπου και αφιερώθηκαν ψυχή τε και σώματι και με πορτοφόλι πάντα ανοιχτό. Στο λεύκωμα «Αντώνης Εμμ. Μπενάκης» του Ευθύμιου Θ. Σουλογιάννη (Εκδόσεις Καστανιώτη-Μουσείο Μπενάκη), ένας φίλος του αείμνηστου ιδρυτή του Μουσείου Μπενάκη τον παρομοιάζει με κυπαρίσσι, αυτό το περήφανο όσο και λιτό ψηλό ελληνικό δέντρο, που αντέχει στους ανέμους του χρόνου και της Ιστορίας και που για πολλούς συμβολίζει την αιωνιότητα και τη μακαριότητα που γαληνεύει τις ψυχές. Όλες οι περιγραφές από ανθρώπους που γνώρισαν τον Μπενάκη μιλούν, λίγο ως πολύ, για έναν άνδρα-κυπαρίσσι: λεβέντη στο κορμί και στις προθέσεις του, στον τρόπο ζωής και στις εμμονές του. Πέθανε το 1954, πολύ πριν εγώ γεννηθώ. Ομολογώ ότι το όνομα Μπενάκη, όταν ήμουν παιδί, μού ήταν γνωστό κυρίως από την κεντρική οδό της Αθήνας, που τότε, θυμάμαι, είχε καλά τυροπιτάδικα! Ώσπου μια μέρα άκουσα τον πατέρα μου να λέει: «Αχ καημένε, αν δεν υπήρχαν και άνθρωποι όπως οι Μπενάκηδες, η Αθήνα θα ήταν ακόμα χωριό». Έτσι έμαθα κάτι περισσότερο για το όνομα της οδού με τις καλές τυρόπιτες.

 

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

μπενάκης 2

Ο Αντώνης Μπενάκης με στολή ιππασίας στον Ιππικό Όμιλο Αλεξάνδρειας (1906)

Στη μεσοπολεμική, μικρή κοινωνία των Αθηνών, η οικογένεια Μπενάκη ασκούσε περίπου τη γοητεία που απολάμβαναν οι Ροκφέλερ στην άλλη άκρη του κόσμου. Ήταν μια πολυπληθής οικογένεια της οποίας οι γόνοι καταξιώθηκαν, ο καθένας με τον τρόπο του, και της οποίας οι απόγονοι εξακολουθούν να πρωτοστατούν στο ελληνικό προσκήνιο (ο πρώην υπουργός Πολιτισμού, Παύλος Γερουλάνος, από την πλευρά της μητέρας του, είναι δισέγγονος του Αντώνη Μπενάκη). Η μακριά ιστορία τους ξεκινάει από τη Μεσσηνία του 18ου αιώνα, από όπου κατάγονταν οι προπάπποι του Εμμανουήλ Μπενάκη. Ο Εμμανουήλ γεννήθηκε το 1843 στη Σύρο, αλλά το εμπορικό δαιμόνιό του τον οδήγησε αργότερα στην Αλεξάνδρεια. Στο γύρισμα του αιώνα, η καβαφική Αλεξάνδρεια είχε αγγίξει την πρωτιά τής πιο σοφιστικέ ελληνικής παροικίας της Μεσογείου, όπου οι πιο εκλεκτοί της Ελλάδας διέμεναν στο πολύ σικ Quartier Grec, όπως το έλεγαν, με τις εντυπωσιακές επαύλεις, μία εκ των οποίων ήταν εκείνη των Μπενάκηδων. Οι επιχειρήσεις, οι τέχνες και τα γράμματα ανθούσαν στην Αλεξάνδρεια, μέσα σε ένα τοπίο πνευματικής καλλιέργειας, εύρωστων επιχειρήσεων και ευχάριστου μεσογειακού κλίματος. Η πόλη που κατά καιρούς περιέγραψε ο Καβάφης ως θαύμα της Μεσογείου –ένα ελκυστικό αστικό κομφούζιο φίνας μπουρζουαζίας και γλυκιάς παρακμής (τα έργα του Εγγλέζου πρίγκιπα του decadence Όσκαρ Ουάιλντ ήταν τότε πιο δημοφιλή από τα ποιήματα του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια)– απλωνόταν πέρα από το Κρητικό πέλαγος ως μια μικρή Νέα Υόρκη του εμπορίου και των προνομιούχων μετοίκων. Πέρα από τις πετυχημένες εμπορικές δραστηριότητές του εκεί, ο Εμμανουήλ Μπενάκης κατάφερε να γίνει κάτι περισσότερο από επιχειρηματίας και έμπορος: χρημάτισε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, δημοτικός-δημαρχιακός σύμβουλος της πόλης, πρόεδρος της Εταιρείας Εκκοκιστών Βάμβακος και διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τραπέζης της Αιγύπτου.

«Ήταν ένα μείγμα μεταξύ του ανθρώπου της Ελληνικής Επανάστασης και του κομψού ανθρώπου του τέλους του αιώνα. Το πέρασμά του αφήνει χνάρια δημιουργίας και προσφοράς που ως βάση της έχει την ανθρωπιά και την αφοσίωση στην πατρίδα». (Ν. Λούρος, ακαδημαϊκός)

Ως πρωτότοκος των Μπενάκηδων, ο Αντώνης μεγάλωσε σαν πριγκιπόπουλο. Ήταν ζωηρός, δημιουργικός και πεισματάρης. Η ζωντάνια του και το χάρισμά του θα ενέπνεαν αργότερα την αδελφή του, τη γνωστή συγγραφέα Πηνελόπη Δέλτα, να γράψει τον «Τρελαντώνη», ένα από τα δημοφιλέστερα και πιο εύθυμα βιβλία του μεσοπολέμου, με κεντρικό ήρωα τον Αντώνη Μπενάκη. Ο Αντώνης άτακτο παιδί («απ’ όλους μας, ο Αντώνης έχει φάγει το περισσότερο ξύλο», σημειώνει η Δέλτα), ο Αντώνης γοητευτικός έφηβος, ο Αντώνης πρόσκοπος, φίλαθλος και ευπατρίδης. Από τα πέντε παιδιά του Εμμανουήλ και της Βιργινίας, εκείνος έκλεψε την παράσταση ως ο πιο πληθωρικός Μπενάκης και πώς θα μπορούσε η Πηνελόπη, που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, να μη γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτόν; Όπως περιγράφει η ίδια στον «Τρελαντώνη», ήταν «σκάνταλος, ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος “ιδέες”, ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες που τελείωναν με μπάτσους και τραβήγματα των αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως μέσα στα μαλλιά του, ντρεπόταν, υπέφερε στο φιλότιμό του, στην υπερηφάνειά του που ήταν πολύ μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα ούτε έκλαιγε ποτέ ούτε καταδέχονταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι περήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε. Και εμείς, τα κορίτσια, τον λατρεύαμε σαν ήρωα».

Διαβάστε ακόμα: Το έπος της ζωής του Λορδου Βύρωνα

Με τη σύζυγό του Ελένη στις Μυκήνες (1953)

Με τη σύζυγό του Ελένη στις Μυκήνες (1953)

Ο Αντώνης Μπενάκης έμελλε να γίνει ο ήρωας πολλών ανθρώπων και όχι μόνο των κοριτσιών. Θα έλεγε κανείς πως ένας από τους λόγους που ψήθηκε από νωρίς και ξέφυγε από τους χαλαρούς ρυθμούς της Αλεξάνδρειας ήταν η ξαφνική σχολική φυγή του στο Λίβερπουλ, στην Αγγλία. Αρχικά ο πατέρας του τον είχε γράψει στο τοπικό καθολικό σχολείο –τα ελληνικά σχολεία δεν έχαιραν ακόμα σπουδαίας φήμης στην Αλεξάνδρεια–, αλλά ο μικρός αντιστάθηκε στο καθολικό δόγμα και μετά από μια περιπλοκή με τους δασκάλους, ο πατέρας του, λίγο πριν κλείσει τα 14, τον έστειλε εσώκλειστο στο ξακουστό Rossall School του Λίβερπουλ, όπου και τελείωσε το σχολείο. Σ’ εκείνη την εφηβική περίοδό του οφείλεται η συγκρότηση και η πειθαρχία του, καθώς και μια τάση εγκράτειας και αυτοκυριαρχίας που τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή, δείγμα της βικτοριανής λογικής που υπήρξε κάποτε ο θεμελιώδης λίθος του Rossall και της Αγγλίας γενικότερα. Ο προσκοπισμός, μία από τις μετέπειτα δραστηριότητες και μεγάλο πάθος του Αντώνη, είχε επινοηθεί στην Αγγλία κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ακριβώς χάρη σε αυτή τη βικτοριανή παράδοση διάπλασης με αρχές που υποτίθεται ότι εμφύτευαν τη σωφροσύνη και την αυτοκυριαρχία στο ήθος, την ψυχή και το κορμί ενός νέου. Όπως ξέρουμε σήμερα, ο προσκοπισμός ήταν μια άσκηση ψυχαγωγικής σκληραγωγίας που αντανακλούσε τα σκληρά, άκαμπτα ήθη μιας γκρίζας εποχής.

Αλλά για τον Αντώνη Μπενάκη και τη γενιά του –που πολέμησαν σε αληθινούς πολέμους και επέζησαν ολέθριων κινδύνων– ο προσκοπισμός ήταν ένα πολύτιμο σχολείο. Μετά την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια από την Αγγλία, το έδαφος ήταν ήδη προετοιμασμένο: θα εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση των Μπενάκηδων «Χωρέμη-Μπενάκη», που εμπορευόταν το αιγυπτιακό βαμβάκι. Αργότερα, μετά την οριστική επιστροφή του Εμμανουήλ στην Αθήνα, όπου το 1911 θα γινόταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Βενιζέλου και το 1914 δήμαρχος Αθηναίων, ο Αντώνης θα αναλάμβανε τη διεύθυνση της εταιρείας – και ίσως να είχε παραμείνει εκεί αν η ιστορία δεν άλλαζε διαθέσεις. Στους Βαλκανικούς πολέμους, πολέμησε ως εθελοντής και μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου μετοίκησε πλέον στην πατρίδα του πατέρα του και των παππούδων του, όπου θα γινόταν ένας από τους σημαντικούς Αθηναίους του εικοστού αιώνα.

Διαβάστε ακόμα: «Πώς ανακαλύψαμε τη… Μακεδονία του Αμαζονίου!»

 

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

Όταν μετακόμισε στην Αθήνα, ο Αντώνης Μπενάκης είχε πατήσει τα πενήντα, είχε κάνει δύο γάμους και τέσσερα παιδιά. Για κάποιο λόγο, όμως, η ζωή του ήταν μια σειρά από αυτοτελή κεφάλαια δημιουργίας και ανανέωσης. Ο κοσμοπολίτης αυτός Έλληνας ξαναγεννιόταν μέσα από την εργασιομανία του, καθώς και από τα δημιουργικά πάθη του για τον αθλητισμό, την ιστιοπλοΐα και τον προσκοπισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έπαψε να αθλείται ως τα βαθιά του γεράματα και ότι ακόμα και στα εξήντα του ήταν τόσο λεβέντης όσο ένας τριαντάρης. Και κομψός! Όπως περιγράφει μια φίλη του, «ήταν ένας άρχοντας, περίφημος, όλοι τον λάτρευαν. Όταν κατέβαινε στη Νίκαια, έλεγαν όλοι “le beau Grec!”. Φορούσε από πολύ νωρίς άσπρα πουκάμισα και παντελόνια».

BEN_KY~1

Mπροστά στη χρυσή μυκηναϊκή κύλικα από τα Δέντρα της Αργολίδας (1950).

Μπορεί να γεννήθηκε σε προνομιούχα οικογένεια και στη ζωή του να ήταν τυχερός που τον αγάπησαν όσοι τον γνώρισαν ως «ήρωα» και «Τρελαντώνη», παράλληλα όμως ο Αντώνης Μπενάκης είχε την ατυχία να ανήκει στην «καταραμένη γενιά», όπως την είπαν, εκείνων που γεννήθηκαν τη λάθος στιγμή για να ζήσουν πολλαπλούς αιματηρούς πολέμους και μεγάλες ανακατατάξεις: ο ίδιος επέζησε των Βαλκανικών, δύο Παγκόσμιων και ενός εμφύλιου. Όπως είχε διδαχτεί την πειθαρχία στο αγγλικό του σχολείο, έτσι έμαθε από τους πολέμους αυτό που είχε διατυπώσει στην αρχαιότητα ο Ηρόδοτος: ο πλούτος είναι πιο εφήμερος από τον άνθρωπο και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον του ή να κοκορευτεί για τα κατορθώματά του πριν πεθάνει, απλώς επειδή όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος. Με το χαμόγελο στο στόμα, που ήταν και το πιο αφοπλιστικό χαρακτηριστικό του σύμφωνα με όσους τον γνώρισαν, αντιμετώπιζε κάθε νέα μέρα –πριν, κατά και μετά τους πολέμους– σαν μια νέα πρόκληση και δυνατότητα εξέλιξης, προσωπικής και συλλογικής. Πέρα από τον προσκοπισμό, είχε επίσης πάθος με τον ναυταθλητισμό (ίδρυσε τον Ναυτικό Όμιλο Ελλάδας) και την τέχνη (ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος και έμπειρος συλλέκτης), ενώ του άρεσε να ενθαρρύνει και να χορηγεί κάθε προσπάθεια που τιμούσε την τέχνη, τα γράμματα και τον φιλελληνισμό. Για ένα φεγγάρι, μάλιστα, διετέλεσε υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου, επίσημος τελετάρχης της βασιλικής αυλής και υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Δεμερτζή. Δεν είναι μυστικό, όμως, πως αγαπούσε περισσότερο την τέχνη από την πολιτική, γι’ αυτό και, αναμφίβολα, μία από τις μεγαλύτερες στιγμές του, αυτή για την οποία τον θυμούνται οι νεότεροι και χάρη στην οποία τον μνημονεύουμε σήμερα, ήταν η δημιουργία του Μουσείου Μπενάκη, του οποίου τα εγκαίνια, τον Απρίλιο του 1931, ήταν ίσως ένα από στα σημαντικότερα πολιτιστικά γεγονότα της Αθήνας. Η Αθήνα μπορεί να ήταν «πτωχή στην τσέπη», όπως άρεσε στον ίδιο να χαριτολογεί, αλλά όχι στην ψυχή. Δεν είναι μυστικό επίσης πως ο Αντώνης ήταν «πολύ φιλάνθρωπος και λιγότερο επιχειρηματικό μυαλό», όπως παρατηρεί ο βιογράφος του, Ευθύμιος Σουλογιάννης.

«Ήταν ένας άρχοντας, περίφημος, όλοι τον λάτρευαν. Όταν κατέβαινε στη Νίκαια, αναφωνούσαν  “le beau Grec!”. Φορούσε από πολύ νωρίς άσπρα πουκάμισα και παντελόνια»

Μετά το θάνατο του Εμμανουήλ Μπενάκη, το πατρικό της οικογένειας στην οδό Κουμπάρη δωρήθηκε στο κράτος και σε αυτό το υπέρκομψο νεοκλασικό –το οποίο έκτοτε έχει επανειλημμένα ανακαινιστεί και επεκταθεί– ο Αντώνης Μπενάκης έστησε την άλλη «οικία» του. Το Μουσείο Μπενάκη, που στεγάστηκε σε αυτό το ακίνητο, ήταν το μεγάλο έργο της ζωής του: η αναδιαρρύθμιση του χώρου, οι συλλογές του, η λειτουργία του, η διατήρησή του στα χρόνια της Κατοχής (που τα παράθυρα είχαν καλυφθεί με σακιά για να μην σακατέψουν οι βόμβες το εσωτερικό του μεγάρου), η περαιτέρω ανάπτυξή του μετά το πόλεμο σε σημαντικό μουσείο και ίδρυμα, που επανειλημμένα έβαλε τα γυαλιά στην Εθνική Πινακοθήκη, με πρωτοποριακές εκθέσεις διεθνούς εμβέλειας. Από το κεντρικό κτίριο του μουσείου στην οδό Κουμπάρη ως τη σύγχρονη εντυπωσιακή επέκταση του μουσείου στην οδό Πειραιώς, το ίδρυμα του Αντώνη Μπενάκη εξελίχτηκε σε μια από τις σημαντικότερες ελληνικές πολιτιστικές μονάδες με πολλαπλές δραστηριότητες.

Με τους Απόστολο Αλεξανδρή, Ελευθέριο Βενιζέλο-το 1911 έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση του-και Στέφανο Δέλτα (1931)

Με τους Απόστολο Αλεξανδρή, Ελευθέριο Βενιζέλο ‒το 1911 έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνησή του‒ και Στέφανο Δέλτα (1931).

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Μπαλάφας, ο αντάρτης φωτογράφος

Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο λεύκωμα για τον Αντώνη Μπενάκη από τον αείμνηστο ακαδημαϊκό, πάλαι ποτέ συνεργάτη του και πρώην διευθυντή του Ιδρύματος Μπενάκη, Μανόλη Χατζηδάκη, «είναι πιθανόν ότι ο φίλαθλος νεαρός ευπατρίδης, όταν άρχισε να αγοράζη πολύτιμα ανατολίτικα όπλα, με χρυσοποίκιλτες λάμες και ψιλοδουλεμένες λαβές, δεν σκεπτόταν ακόμα την ίδρυση μουσείου. Περίπου τριάντα χρόνια ασχολήθηκε με τη συστηματική αγορά και συγκέντρωση έργων τέχνης από την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τη Δυτική Ευρώπη, και όταν στα 1929 πίστεψε ότι οι συλλογές του μπορούσαν ν’ αποτελέσουν με την άρτια συγκρότησή των ένα Μουσείο, με την παιδευτική έννοια του αρχαίου όρου, προσέφερε στο Έθνος τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που είχε συγκεντρώσει με τόσες θυσίες, με τόση λαχτάρα… Από το 1931, που έγιναν τα εγκαίνια του Μουσείου Μπενάκη ως αυτόνομου ιδρύματος, ο δωρητής του εξακολούθησε να το πλουτίζη με λαμπρά νέα αποκτήματα, να φροντίζη και να δαπανά για τη μόρφωση ειδικευμένου προσωπικού, για την ενημέρωση της Βιβλιοθήκης, για την έκδοση των επιστημονικών καταλόγων του Μουσείου. Έως το 1942, όλες οι δαπάνες λειτουργίας εβάρυναν τον ίδιο. Μόνο στα μαύρα χρόνια της Κατοχής αναγκάστηκε να ζητήση την οικονομική συνδρομή του κράτους. Μόλις εξάλλου κηρύχτηκε ο πόλεμος, το 1939, ο ίδιος με τα χέρια του εφύλαξε μέσα σε ειδικά κιβώτια όλα τα αντικείμενα του Μουσείου, δουλεύοντας επί μήνες, πολλές ώρες την ημέρα, όρθιος – και ήταν ήδη 66 ετών άνθρωπος. Με ανάλογους προσωπικούς κόπους και με την ίδια πρόθυμη εκτέλεση του χρέους του ξανάστησε ο ίδιος το Μουσείο τα χρόνια μετά την απελευθέρωση (…). Η απόλυτη ταύτιση του δημιουργού με το έργο του –αυτήν εξέφρασε ο ίδιος με τη μεταθανάτια ευχή του εντοιχισμού της καρδιάς του στο Μουσείο– έδωσε την πολλαπλότητα και την ποικιλία των συλλογών με ουσιαστική ενότητα».

Ογδόντα τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του, στην εποχή του Facebook πλέον, το Μουσείο Μπενάκη όχι απλώς έχει επιζήσει πολέμων και ανακατατάξεων, αλλά έχει καταξιωθεί ως ένα από τα κυριότερα ιδρύματα της χώρας. Πολλά έχουν αλλάξει, προς το καλό και προς το κακό, από τις μέρες του Αντώνη Μπενάκη. Αυτό που έχει μείνει σταθερά στη θέση του, όμως, είναι η καρδιά του θρυλικού ιδρυτή, καθώς και η αγάπη όσων τον γνώρισαν. Τι παραπάνω άλλωστε είναι η αθανασία, πέρα από μια ευλογημένη θέση στη μνήμη των μεταγενέστερων; Όπως το τοποθέτησε κάποτε ο ακαδημαϊκός Ν. Λούρος, «ο Μπενάκης ήταν ένα μείγμα μεταξύ του ανθρώπου της Ελληνικής Επανάστασης και του κομψού ανθρώπου του τέλους του αιώνα. Ήταν υπόδειγμα ανθρώπου-δημιουργού, που το πέρασμά του από τον κόσμο μάς αφήνει χνάρια δημιουργίας και προσφοράς που ως βάση της έχει την ανθρωπιά, την αγάπη στον άνθρωπο και την αφοσίωση στην πατρίδα».

Λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, σε μια εγκύκλιό του προς το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, ο Αντώνης Μπενάκης έγραψε τα εξής: «Το ψεύδος, η εγωπάθεια, η επίδειξις, η ματαιοδοξία, η υποκρισία, η έλλειψις ανεκτικότητος και αναγνωρίσεως της αξίας ή της εργασίας του πλησίον μας, ιδού πάθη ανθρώπινα ή μερικά εκ των χαρακτηριστικών μας ελαττωμάτων, από τα οποία προσεπάθησε και θα προσπαθήση το παιδαγωγικόν μας σύστημα ν’ απαλλάξη την ελληνικήν κοινωνίαν του μέλλοντος διά να ξεπηδήση και πάλιν από την κοιτίδα του αρχαίου πολιτισμού ένας άλλος ανθρώπινος πολιτισμός, που θ’ αποτελέση παράδειγμα προς μίμησιν». Παρά τη θετική του σκέψη, που προσωπικά τον καθοδήγησε σωστά, επ’ αυτού ο μεγάλος αυτός Έλληνας έπεσε παταγωδώς έξω. Η προφητεία του, δυστυχώς, θάφτηκε παρέα με την καρδιά του.

Διαβάστε ακόμα: Σερ Μπάζιλ Ζαχάροφ, ο αινιγματικός Έλληνας “έμπορος του θανάτου”

Φωτογραφίες: ©Μουσείο Μπενάκη

Ακόμα και μετά το θάνατό του, "υποδέχεται" τον επισκέπτη στην είσοδο του μουσείου.

Ακόμα και μετά το θάνατό του, “υποδέχεται” τον επισκέπτη στην είσοδο του μουσείου.

Δείτε εδώ την ιστορία του Μουσείου Μπενάκη με τη φωνή του Γουίλιαμ Νταφόε σε σκηνοθεσία Αθηνάς Ραχήλ Τσαγκάρη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top