LA MARGE

5. La Marge (1976)

Σκηνοθεσία: Ζιστ Ζεκέν

Παίζουν: Σίλβια Κρίστελ, Τζο Νταλεσάντρο, Αντρέ Φαλκόν

What’s up, doc? Ο Σιζιμόν (Τζο Νταλεσάντρο) είναι ένας ευτυχισμένος ιδιοκτήτης αμπελώνα, ευτυχισμένος σύζυγος και ευτυχισμένος πατέρας. Σε ένα επαγγελματικό του ταξίδι στο Παρίσι συναντά και κάνει έρωτα με την Ντιάνα (Σίλβια Κριστέλ), μια εντυπωσιακή Ολλανδέζα πόρνη. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, τα πάντα ανατρέπονται στη ζωή του, σαν να είναι καταδικασμένος να πληρώσει ένα μεγάλο τίμημα για μια στιγμή εύφορης απερισκεψίας.

Στα πεζοδρόμια του Παρισιού: Δύο χρόνια μετά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε ως Εμμανουέλα, η Σίλβια Κριστέλ πρωταγωνιστεί στο φιλμ του Μπορόβτζικ, αποφασισμένη να αποδείξει στον κόσμο πως δεν είναι απλώς μια γλυκιά κοπέλα που μπορεί να ξεσηκώσει την ανδρική επιθυμία, αλλά μια γλυκιά κοπέλα που μπορεί να ξεσηκώσει την ανδρική επιθυμία με σπουδαίο υποκριτικό ταλέντο. Και το καταφέρνει, όπως καταφέρνει και ο Μπορόβτζικ να δημιουργήσει έναν ελκυστικό, παραισθησιογόνο κόσμο, όπου εισχωρεί για να χαρτογραφήσει τη χώρα της απόλυτης ερωτικής επιθυμίας.

Εγκώμιο στα αιδοία των πορνών: «Μόλις οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις το επιτρέπουν, τρέχω στη γειτονιά με τις πουτάνες, για να τυλιχτώ στη μυρωδιά του φτηνού κρασιού και του μπαγιάτικου σπέρματος από τα μπουρδέλα. Οι πουτάνες στη γειτονιά με τα μπουρδέλα δεν ασχολούνται με σεμνοτυφίες και αντισυλληπτικά χάπια κι είναι οι μόνες που αφήνονται ν’ αγαπηθούν δίχως το σκουφάκι που επιβάλλει το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Οι πουτάνες στη γειτονιά με τις πουτάνες, κι όχι αυτές οι δεσποινίδες που διαφημίζουν εαυτούς στις εφημερίδες, είναι γνήσιες εκπρόσωποι ενός επαγγέλματος που τις εξυψώνει, επαγγέλματος τόσο φιλεύσπλαχνου και αναγκαίου. Είναι γυναικάρες γεμάτες, στραγγισμένες, αναμαλλιασμένες, με στήθη που με το ζόρι στηρίζουν κάτι σουτιέν ίδια τορβάδες. Αλλά το καλύτερο μέρος του σώματος τους είναι το αιδοίο τους, εκείνο το αιδοίο με τα γιγάντια χείλη, ψημένο από τις μισθοφορικές εργασίες μιας ολόκληρης ζωής, εκείνο το αιδοίο που έχει ανακτήσει την παρθενία του, ευλογημένο από τόσους άντρες με το φευγαλέο λιβάνι της βιασύνης, εκείνο το μπαγιάτικο αιδοίο, το σχεδόν απαστράπτον, που με συμφιλιώνει με τη λάσπη απ’ την οποία προέρχομαι και με κάνει να νιώθω λίγο περισσότερο άνθρωπος. Το αιδοίο σ’ αυτές τις πουτάνες είναι ένα αιδοίο ξεζουμισμένο απ’ την πολλή χρήση, ξεφτισμένο σαν μαραμένο τριαντάφυλλο, με κάτι χείλη που ανοίγουν σαν τα πέτα ενός σακακιού. Το αιδοίο σ’ αυτές τις πουτάνες έχει μια ξεχωριστή πατίνα, μια αίγλη από βεστιάριο θεάτρου ή καταστήματος με αποκριάτικα κοστούμια, όπου φυλάσσονται στολές από χαμένες εποχές (στο αιδοίο αυτών των πορνών περιπλανιέται ο Προυστ, ο οποίος δεν τολμάει να το δοκιμάσει εξαιτίας της ομοφυλοφιλικής του προκατάληψης). Εγώ, όποτε επισκέπτομαι τις αγαπημένες μου πουτάνες, τις παρακαλώ να μου δείξουν το ταλαιπωρημένο, ρυτιδιασμένο, πανέμορφο αιδοίο τους και τους ζητώ ν’ ανοίξουν τα πέτα των χειλιών του, αυτό το χαλαρό δέρμα που τα στολίζει και τα πυρπολεί με μια φλόγα που θυμίζει πληγή, σε συνδυασμό με την ταπετσαρία των τοίχων, και το ίδιο λιγδιάρικο μ’ αυτούς, αν όχι περισσότερο. Όταν η συνεύρεση τελειώσει, τις φιλάω όλες στο μέτωπο, το σημείο όπου οι Ισραηλινοί μύρωναν τους βασιλείς τους και όπου οι ιερείς σημαδεύουν με στάχτη τους ενορίτες τους. Κι έτσι, καθαγιασμένες, τις εγκαταλείπω γιατί με καλούν οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις.» («Το Αιδοίο της Πουτάνας», Χουάν Μανουέλ Πράντα).

Στιγμές της θεϊκής Σίλβια:

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top