bw1-kontos

«Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα./ Τι σκουλήκι / Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας. / Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!».

Δεν με χωράει το σώμα μου

Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ,
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό.
Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω.
Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο.
Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια
σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν
φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα.
Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν,
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και
την τριγωνομετρία.

Από τη συλλογή «Φωτοτυπίες», εκδ. Κέδρος, 1987.

 

Ράλι

Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά
και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου.
Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές
το φράγμα του νέφους.
Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί
πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος.
Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο.
Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν
με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ
γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος,
κοιτώντας αλλού την ησυχία.
Τα σήματα της τροχαίας κάποιος
τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο.
Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα
ή έχω πέσει σε βαθιά νερά.
Άλλες φορές οι λακούβες είναι στρωμένες
με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη.
Όπως αντιλαμβάνεσθε,
όλα μαθηματικώς με οδηγούν
στην επόμενη στροφή που περιμένει:
ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση.

Από τη συλλογή «Δωρεάν Σκοτάδι», εκδ. Κέδρος, 1989.

 

Η λύπη του έρωτα

Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα
χάρτινα κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα.

Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.

Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο.
Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
να ξεχωρίσω τον κυνηγό –

Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές.

Από τη συλλογή «Στη διάλεκτο της ερήμου», εκδ. Κέδρος, 1997.

 

Πώς να σε πάρει ο ύπνος

Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρουδιές
ένα γύρο σου;
Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο,
μέσα σε γάζες και στο οινόπνευμα.
Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει
τα τραγούδια που μας έκαναν άντρες.
Περνούμε κάτι βδομάδες
όλο αργές
και επικίνδυνα σιωπηλές
Κυριακές.
Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο
νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές.
Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα.

Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του
– στον στύλο του ηλεκτρικού –
Και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ.

Από τη συλλογή «Περιμετρική», εκδ. Κέδρος, 2000.

 

Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο

Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο.
Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι
με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.
Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,
ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια
ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω
και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.

Από τη συλλογή «Τα οστά», εκδ. Κέδρος, 1982.

 

Ψυχοπαίδης

Ο Γιάννης Κοντός δια χειρός του ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη.

 

Διαβάστε ακόμα: Top 5 ποιήματα του Γιάννη Σκαρίμπα για τη Χαλκίδα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top