Hans Staub, «In front of the Kindergarten», Zurich, 1931.

Hans Staub, «In front of the Kindergarten», Zurich, 1931.

Γιάννης Ευσταθιάδης, «Τρέχοντας βιαστικά πάνω στο πράσινο ποδηλατάκι»

Μέρες του ’53 κάθε Κυριακή
ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε βόλτα
πάνω στο πράσινο ποδηλατάκι μου
στην έρημη οδό Σταδίου

φυσούσε αεράκι τσουχτερό θυμάμαι
και δωσ’ του τα δυο μου σημαιάκια
να κουνιούνται
και δωσ’ του η μπαταρία
και τα φώτα να δουλεύουν

μεσημέρι για τα καλά επιστρέφαμε
μες στο παλτό μου εγώ κουκουλωμένος
το μπερεδάκι μου κατέβαινε ως τ’ αφτιά
πάλι μας άνοιγαν το λουκέτο στη στοά
το αφήναμε στο υπόγειο
κι ύστερα σπίτι γρήγορα για φαγητό

μέρες του ’53
και δεν ήξερα
δεν μπορούσα να νιώσω
πατρίδα μου
τον πόνο σου
τη δυστυχία και τη μοναξιά σου
την πίκρα των ανθρώπων σου
δεν πρόφταινα να διαβάσω
τρέχοντας βιαστικά πάνω στο πράσινο
ποδηλατάκι

 

Γιάννης Κοντός, «Τρίτη μέρα»

Στον πατέρα μου

Μια κίτρινη πεταλούδα άνοιξε τα φτερά της
και μαζί ανοίξανε τα μάτια μου.
Και είδα τότε το πραγματικό σκοτάδι.
Είδα το νερό να τρέχει παντού
και να κυνηγά τον αγέρα από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Και το σταματημένο από χρόνια άροτρο
να μπήγεται στα μάτια του παππού Οδυσσέα
που χαμογελά ακόμη στην Πηνελόπη μέσα από τους καπνούς.
Από τη φτέρη βγήκε μουσική, και τα μάρμαρα
άρχισαν να αρκουδίζουν σαν μωρά.
Ο πατέρας ξέμπλεξε τα δάχτυλά του, και έφερε
τον κατακλυσμό.
Ο πατέρας μου είναι βροχοποιός.

Πίνακας του Matteo Caloiaro.

Πίνακας του Matteo Caloiaro.

Γιώργος Μαρκόπουλος, «Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι»

Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια…
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πως πέθανε κι ο πατέρας.

Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.

Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.

 

Κώστας Μαυρουδής, «Σχετικά με τον πατέρα»

Ένα νοσοκομείο που φλέγονταν απ’ τον Ιούλιο. Μετρούσε εβδομάδες
η κλεψύδρα του ορού σου. Σε τίποτε δεν παρέπεμπες πια. Φωνή που
κάποτε αντέγραψα και τώρα την ακούω ακατανόητη.

Άλλαξες˙ σχεδόν κρυφά, ανειδοποίητα. Όστρακο που
άδειασε απ’ το μαλάκιο της ιστορίας του. Τι χάδι υπό προθεσμίαν, τι
θαλπωρή εφήμερη ήσουν εσύ˙ πίσω από την πλάτη μου
να μεταβάλλεσαι σ’ αυτό το άδειο βλέμμα.

 

Λευτέρης Ξανθόπουλος, «Ο πατέρας παντού»

Άνοιξε το ντουλάπι της κουζίνας
και βγήκε από μέσα ο πατέρας
κρατούσε δίχτυ με ψώνια πατάτες
μακαρόνια μοσχαρίσιο κιμά
τυριά από τον Ζαφόλια
50 δράμια καφέ˙
σας έφερα να φάτε είπε
ακούμπησε το δίχτυ στο τραπέζι
και βγήκε.

Έπειτα ήρθε η μυρωδιά του καπνού
από το μπάνιο από το χολ
απ’ το υπνοδωμάτιο από το σαλόνι
απ’ το φωταγωγό από τον κήπο.

Διαβάστε ακόμα: Top 5 βιβλία για τη Φιλία

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top