Ένα από τα έργα της έκθεσης «Εκφυλισμένη Τέχνη». Είχε κατασχεθεί και τελικά καταστραφεί από τους ναζί επειδή ήταν «παρακμιακή έκφραση ανώμαλων υπανθρώπων, μολυσματική έκφανση του πολιτισμικού μπολσεβικισμού, βλαβερή μη-τέχνη».

Ένα από τα έργα της έκθεσης «Εκφυλισμένη Τέχνη». Είχε κατασχεθεί και τελικά καταστραφεί από τους ναζί επειδή ήταν «παρακμιακή έκφραση ανώμαλων υπανθρώπων, μολυσματική έκφανση του πολιτισμικού μπολσεβικισμού, βλαβερή μη-τέχνη».

Στο ζενίθ της κρίσης, με την ηττοπάθεια να χτυπάει κόκκινο, πώς καταφέρνετε να είστε τόσο δημιουργικός; Πρόσφατα κάνατε την παρουσίαση μιας τριλογίας βιβλίων.

Είναι γεγονός ότι, ως υπνοβάτης διατεταγμένου έργου, «αφυπνίστηκα» με το που έκλεισε το περιοδικό Focus, το οποίο έμελλε να διευθύνω μέσα στην κρίση. Και έτσι βγήκαν στον αφρό τα κρυμμένα μου ψυχικά αντισώματα, οι δημιουργικές αμφιβολίες, οι οποίες ανέκαθεν σχετίζονταν με τη γραφή. Παράλληλα, στο συρτάρι μου υπήρχαν ημιτελείς απόπειρες λογοτεχνικής δημιουργίας και ιστορικών ερευνών, στις οποίες και πρωτίστως στράφηκα ως ψυχολογική σανίδα σωτηρίας. Εξάλλου, το θέμα των συγκεκριμένων βιβλίων απασχολεί διαχρονικά το μυαλό μου, δεν με αφήνει να ξεχαστώ.

«Το θέμα των συγκεκριμένων βιβλίων απασχολεί διαχρονικά το μυαλό μου, δεν με αφήνει να ξεχαστώ», εξομολογείται ο Χρήστος Τσανάκας. (Στη φωτογραφία την εποχή –γύρω στο 2000– που ξεκίνησε την έρευνά του για το Ολοκαύτωμα).

«Το θέμα των συγκεκριμένων βιβλίων απασχολεί διαχρονικά το μυαλό μου, δεν με αφήνει να ξεχαστώ», εξομολογείται ο Χρήστος Τσανάκας. (Στη φωτογραφία, την εποχή –γύρω στο 2000– που ξεκίνησε την έρευνά του για το Ολοκαύτωμα).

Από τα παιδικά σας χρόνια ήδη, διαβάζουμε στην εισαγωγή που έχει τίτλο «Η βόμβα και το Άουσβιτς»…

Όντως, στο παιδικό μου δωμάτιο υπήρχε ένας ξύλινος Εσταυρωμένος, πλάι στον οποίο ανάρτησα κάποια στιγμή δύο εικόνες που μου έκαναν ακόμα πιο ζοφερή εντύπωση. Την ασπρόμαυρη φωτογραφία της ατομικής έκρηξης και μια ζωγραφιά μου με αποστεωμένους ανθρώπους που συμβόλιζαν τους έγκλειστους στο Άουσβιτς. Θυμάμαι πως, όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρόνων, η μητέρα μου μας έλεγε ιστορίες για κάποιες κυρίες με παράξενα ονόματα (Ναχμία, Μπενρουμπή, Καμχή…), κάποιες από τις οποίες είχαν χαραγμένους ανεξίτηλους αριθμούς στα χέρια τους. Έρχονταν για λουτρά στα Καμένα Βούρλα και η μητέρα μου ήταν εκείνη την εποχή η λουτρονόμος τους.

Όμως, οι γενοκτονίες είχαν τρυπώσει σαν ιός στο μυαλό μου και με έναν άλλο τρόπο. Μεγάλωσα στον Άγιο Κωνσταντίνο Λοκρίδος, όπου η μισή κωμόπολη αποτελούνταν από Μικρασιάτες πρόσφυγες, στους οποίους ανήκαν σχεδόν όλοι οι παιδικοί μου φίλοι. Από τις γιαγιάδες τους ακούγαμε τα όσα είχαν συμβεί στους Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου, αλλά και στους Αρμένιους. Τόση φρίκη έπρεπε, έστω και μετά από τόσες δεκαετίες, να εξορκιστεί. Ανάγκη που οδήγησε σε αυτήν τη σειρά βιβλίων. Επιπλέον, θεώρησα χρήσιμη τη δημοσιοποίηση, προς καλλιέργεια άλλων, μιας σποράς στοιχείων ιστορίας, ιδεολογίας και κοσμοθεωρίας.

«Η αφετηρία των αναζητήσεών μου ήταν η ενδοοικογενειακή βία, ο εγγύς εμφύλιος, ακόμα και οι προσωπικές μας εσωτερικές συγκρούσεις, ο αόρατος πόλεμος».

Το κοινό θέμα των τριών νέων βιβλίων σας είναι η «βία ανθρώπου προς άνθρωπο»…

Ναι, ακριβώς αυτό. Ως παιδί αναρωτιόμουν πάντα γιατί συμβαίνουν εγκλήματα μέσα σε μια οικογένεια και αργότερα ήθελα να μάθω λεπτομέρειες ως προς το γιατί αναπτύσσονται σαδομαζοχιστικές σχέσεις στον παράδεισο του έρωτα, γιατί το εγώ βγάζει τόσα απωθημένα, γιατί ξερνάει δηλητήριο στην πηγή που του σώζει τη ζωή. Αυτή ήταν η αφετηρία των αναζητήσεών μου, η ενδοοικογενειακή βία, ο εγγύς εμφύλιος, ακόμα και οι προσωπικές μας εσωτερικές συγκρούσεις, ο αόρατος πόλεμος.

Διαβάστε ακόμα: Γιατί οι ναζί μίσησαν τις πρωτοπορίες;

«Τα φαντάσματα του Άουσβιτς, του Μπίγκερναου, της Τρεμπλίνκα δεν κλαίνε πια. Δεν μπορούν. Δεν μπορούν να ξαναγαπήσουν τη μουσική, και την ποίηση. Να ξαναγαπήσουν τον έρωτα.», γράφει στο Επιμύθιο του βιβλίου «Οι απαγορευμένοι του Τρίτου Ράιχ» η Νίνα Ναχμία.

«Τα φαντάσματα του Άουσβιτς, του Μπίγκερναου, της Τρεμπλίνκα δεν κλαίνε πια. Δεν μπορούν. Δεν μπορούν να ξαναγαπήσουν τη μουσική, και την ποίηση. Να ξαναγαπήσουν τον έρωτα.», γράφει στο Επιμύθιο του βιβλίου «Οι απαγορευμένοι του Τρίτου Ράιχ» η Νίνα Ναχμία.

Όμως, αυτό είναι το θέμα μόνο του τρίτου βιβλίου, μιας ποιητικής συλλογής που δεν έχει εκδοθεί ακόμη, ενώ τα άλλα δύο βιβλία ασχολούνται με το Ολοκαύτωμα δια χειρός Ναζί και με τις ανά τον κόσμο γενοκτονίες…

Στην εν λόγω τριλογία συμβαίνει, αναπόφευκτα, μια μετάβαση από το μερικό στο γενικό. Από την ανεπάρκεια ή τη στρεβλότητα του Εγώ, στους ιδεοψυχαναγκασμούς ολόκληρων κοινωνιών και εθνών, όπως της ναζιστικής Γερμανίας εναντίον των Εβραίων και των υπόδουλων λαών του Τρίτου Ράιχ ή των Νεότουρκων εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καταλήγοντας στα σημερινά ρατσιστικά καθεστώτα και τις πλησιόχωρες εμφυλιοπολεμικές εστίες, στα όρια της Ευρώπης.

Αυτά τα μείζονα ζητήματα τα διαπραγματεύεται το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας «Βία Ανθρώπου προς Άνθρωπο», εστιάζοντας κυρίως στο ναζιστικό ανθρωποκυνηγητό στην καρδιά της EUROPA του Γ’ Ράιχ, δίνοντας έμφαση στην «εξειδικευμένη» δίωξη καλλιτεχνών και λογίων, θέμα που με αφορά προσωπικά. Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Οι οιωνοί για το αύριο έρχονται από το παρελθόν.

«Οι ‘’κρυφές’’, οι εν πολλοίς ‘’αόρατες’’ γενοκτονίες του σύγχρονου ανεπτυγμένου κόσμου είναι εκείνες που διαπράττονται εις βάρος των ανέργων, των αστέγων και των μεταναστών…».

Αυτή είναι και η κεντρική ιδέα της τριλογίας;

Όχι ακριβώς. Η κεντρική ιδέα και, νομίζω, το νόημα ύπαρξης ειδικά του δεύτερου βιβλίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οι Απαγορευμένοι του Γ’  Ράιχ: Το Ολοκαύτωμα και η Δίωξη των Τεχνών» (Εκδ. Futura), είναι η πολιτική διαπίστωση ότι ο καθένας από εμάς μπορεί να θεωρηθεί «περιττός» εκ μέρους ενός καθεστώτος που εκτρέπεται προς την εκκαθαριστική βία, ισχυροποιούμενο μέσω αυτής, είτε με τρόπο φανερό, διαπράττοντας γενοκτονίες, είτε στα κρυφά, με αποκλεισμούς. Για παράδειγμα, οι «κρυφές», οι εν πολλοίς «αόρατες» γενοκτονίες του σύγχρονου ανεπτυγμένου κόσμου είναι εκείνες που διαπράττονται σε βάρος των ανέργων, των αστέγων και των μεταναστών…

70 years Auschwitz

Η εφιαλτική είσοδος του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς | Σκελετωμένα κορμιά μικρών παιδιών από εποχές που φαντάζουν μακρινές…

Δεν έχουμε πει τίποτα για το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, «Οι Απαγορευμένοι του Γ’ Ράιχ: Ποιήματα-Μαρτυρίες», πάντα στις εκδ. Futura, το οποίο είναι και το μόνο που έχει κυκλοφορήσει ήδη, ενώ τα άλλα δύο απλώς προαναγγέλθηκαν, καθώς –όπως εξηγήσατε στην παρουσίασή τους– λόγω της κρίσης και της γενικής αβεβαιότητας στη χώρα μας δεν έχουν τυπωθεί ακόμη.

Αυτό το βιβλίο σχετίζεται με την εικοσιπενταετή θητεία μου ως μουσικού παραγωγού στο Τρίτο Πρόγραμμα, η οποία ξεκίνησε το 1985. Αργότερα, μετά το 2000, επί διεύθυνσης Γιώργου Τσαγκάρη, πρωτοπαρουσίασα στοιχεία της έρευνάς μου για τις γενοκτονίες εν είδει πολιτισμικής εκπομπής, οι ανάγκες της οποίας με έτρεψαν στο να αναζητήσω συναντήσεις με επιζώντες του Άουσβιτς, όπερ και εγένετο.

«Γενέθλιος τόπος των ποιημάτων του πρώτου βιβλίου της τριλογίας», λέει ο Χρήστος Τσανάκας, «ήταν κυρίως ο πικρός λυρισμός των συναντήσεών μου με επιζώντες του Ολοκαυτώματος».

«Γενέθλιος τόπος των ποιημάτων του πρώτου βιβλίου της τριλογίας», λέει ο Χρήστος Τσανάκας, «ήταν κυρίως ο πικρός λυρισμός των συναντήσεών μου με επιζώντες του Ολοκαυτώματος».

Η συγκίνηση, περιττό να το πω, ήταν απερίγραπτη. Ο απόηχός της, παραμορφωμένος από δικά μου όνειρα και εφιάλτες, ελπίζω να «ακούγεται» σε αυτήν την ποιητική συλλογή, η οποία βασίζεται εμφανώς στις προσωπικές αφηγήσεις των επιζώντων, αν και στην πραγματικότητα είναι νομίζω, όπως και τα κείμενα των άλλων δύο βιβλίων, φορέας του δηλητηρίου της σκέψης πως όλοι μας μπορούμε «ξαφνικά» να θεωρηθούμε από κάποιους περιττοί.

Αν και αυτό το «ξαφνικά» βασίζεται πάντα, σε κάθε περίπτωση βίας, από τις απώλειες στον έρωτα και το επάγγελμα έως τη δίωξη της ιδεολογίας και της φυσικής μας ύπαρξης, σε χρόνιες ιδιοτέλειες, συμπλέγματα, στερεότυπα, σκοπιμότητες και αρχαϊκές ενστικτώδεις συμπεριφορές. Διόλου τυχαία, ο ιστορικός και φιλόσοφος Ρενέ Ζιζάρ δεν παύει να επαναλαμβάνει, σε όλα του τα βιβλία, ότι η ιδρυτική συνθήκη ενός πολιτισμού και η επιτυχής μετεξέλιξή του βασίζονται αμφότερα στο συλλογικό φόνο. Μέχρι σήμερα η Ιστορία, δυστυχώς, τον επιβεβαιώνει. Μακάρι, κάποτε, οι ενσυνείδητες επιλογές μας να τον διαψεύσουν.

⇒ Ο Χρήστος Τσανάκας είναι συγγραφέας, μελετητής των πρωτοποριών και του μεταμοντερνισμού ως μετεξέλιξης του ρομαντικού κινήματος και παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ.

 

Διαβάστε ακόμα: «Το πώς επέζησα στο Νταχάου είναι δύσκολο να το εξηγήσω».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top