Όσα πιο πολλά ξέρουμε τόσο μεγαλώνει κι ο αριθμός των αδιάβαστων βιβλίων. Έτσι πάει. Αυτή είναι η αντι-βιβλιοθήκη (credit: www.hendrickschurchill.com).

Λατρεύω τα βιβλία. Άμα πάω στο βιβλιοπωλείο, βγαίνω με τουλάχιστον τρία πονήματα ανά χείρας, τα οποία δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν. Μ’ αρέσει να χαϊδολογάω και τα παλιά, από δεύτερο χέρι, που έχουν ταξιδέψει. Λιγοθυμάω, χαμόγελο στα χείλη, με τη μυρουδιά τους, αυτήν την αρωματική πούδρα χωματένιας βανίλιας που κάθεται πάνω σου μόλις γυρίσεις σελίδα.

Το πρόβλημα είναι ότι η συνήθειά μου ν’ αγοράζω βιβλία ξεπερνάει την ικανότητά μου να τα διαβάσω. Αυτό οδηγεί σε περιστασιακές κρίσεις ενοχής ή στο φόβο μη χάσω κάτι (Fear of missing out, FoMO) στη θέα των αδιάβαστων τόμων που κατακλύζουν τα ράφια μου. Και μπορεί σε κάποιους να φαίνεται εύλογο να μην ντρέπονται να το ομολογήσουν, αλλά το παράδειγμα που κομίζει ο Ντέιβιντ Λοτζ λέει το αντίθετο. Στο Changing Places (Αλλάζοντας θέσεις), ο Χάουαρντ Ρινγκμπάουμ χάνει την έδρα του στο πανεπιστήμιο, επειδή καυχήθηκε ότι δεν έχει διαβάσει τον Άμλετ.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον στατιστικολόγο Nassim Nicholas Taleb, οι αδιάβαστοι τόμοι αντιπροσωπεύουν αυτό που αποκαλεί αντι-ισορροπία και θεωρεί ότι οι αντι-βιβλιοθήκες μας δεν αποτελούν σημάδι διανοητικής ανεπάρκειας. Μάλλον το αντίθετο.

Ας πάρουμε το παράδειγμα του μεγάλου Ουμπέρτο Έκο. Η βιβλιοθήκη του αριθμούσε περί τους 30.000 τόμους. Όσοι περνούσαν απ’ το σπίτι του καθηλώνονταν από το μέγεθός της και συμπέραιναν ότι συνόψιζε τις γνώσεις του οικοδεσπότη. Η αλήθεια, όμως, είναι πως ήταν τεράστια γιατί είχε περισσότερα βιβλία απ’ ό,τι επιθυμούσε να διαβάσει. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως, κάνοντας έναν πρόχειρο υπολογισμό, ανακάλυψε ότι δεν θα μπορούσε να έχει αναγνώσει πάνω από 25.200 βιβλία, έστω κι αν διάβαζε ένα την ημέρα. Τίποτα μπροστά στο εκατομμύριο που διαθέτει ένα καλό κέντρο βιβλίου.

Τα διαβασμένα βιβλία δεν πιάνουν μπάζα μπροστά στα αδιάβαστα. Η βιβλιοθήκη μας περιέχει πολύ περισσότερα απ’ όσα επιτρέπει η τσέπη μας. Γερνώντας, σωρεύουμε περισσότερες γνώσεις και περισσότερα βιβλία. Κι αυτός ο διογκούμενος αριθμός αδιάβαστων τόμων μας κοιτάει με απειλητικό βλέμμα. Όσα πιο πολλά ξέρουμε τόσο μεγαλώνει κι ο αριθμός των αδιάβαστων βιβλίων. Έτσι πάει. Αυτή είναι η αντι-βιβλιοθήκη.

Η συγγραφέας και μπλόγκερ Maria Popova συνοψίζει το επιχείρημα του Taleb, σημειώνοντας ότι έχουμε την τάση να υπερεκτιμούμε την αξία όσων γνωρίζουμε και να υποτιμούμε την αξία όσων δεν γνωρίζουμε. Η αξία της αντι-ισορροπίας του Taleb έγκειται στον τρόπο με τον οποίο αψηφά την αυτοεκτίμησή μας, παρέχοντας μια διαρκή και δόλια υπενθύμιση όλων όσων δεν ξέρουμε. Οι τίτλοι που περιστοιχίζουν τα ντουβάρια του σπιτιού μου μού θυμίζουν ότι δεν ξέρω τίποτα από κρυπτογραφία, την ανάπτυξη των φτερών, το νορβηγικό φολκλόρ, την κατανάλωση ναρκωτικών υπό το Γ΄ Ράιχ και το τι είναι η εντομοφαγία.

Η αξία ενός βιβλίου που δεν έχουμε διαβάσει είναι η δύναμή του να μας κάνει να το διαβάσουμε.

«Έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι οι γνώσεις μας, όπως κι η περιουσία μας, χρήζουν υπεράσπισης και προστασίας», γράφει ο Taleb. «Πρόκειται για ένα διακοσμητικό στοιχείο που μας επιτρέπει να ανελισσόμαστε εντός της ιεραρχικής τάξης. Αυτή η τάση να προσβάλουμε την ευαισθησία των βιβλιοθηκών του Έκο, επικεντρώνοντας στο τι μπορούσε να έχει διαβάσει, είναι μια ανθρώπινη προκατάληψη, η οποία εκτείνεται σε όλες τις διανοητικές μας λειτουργίες».

Οι ίδιες αυτές ανεξερεύνητες ιδέες είναι εκείνες που μας ωθούν να συνεχίσουμε την ανάγνωση, να μαθαίνουμε και ποτέ να μην ξέρουμε αν ξέρουμε αρκετά. Η αρθρογράφος Jessica Stillman αποκαλεί τη συνειδητοποίηση αυτή «διανοητική ταπεινότητα». Εκείνοι που δεν τη διαθέτουν –όσοι δεν θέλουν άλλα βιβλία ή δεν προτίθενται να πατήσουν το πόδι τους στο Σταύρος Νιάρχος- μπορεί να είναι περήφανοι για την προσωπική τους συλλογή, αλλά αυτού του είδους η βιβλιοθήκη δεν είναι τίποτε άλλο από ένα τρόπαιο καρφωμένο στον τοίχο. Μια απόφυση που χαρχαλεύει το εγώ μας, μια διακόσμηση. Δεν αποτελεί ένα κοίτασμα, μια πηγή που μπορεί να μας ξεδιψάει ώς τα 80 μας, ίσως και βάλε.

Βέβαια, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι το concept του Taleb μπάζει. Ότι θυμίζει μηχανορραφία σε μυθιστόρημα του Νταν Μπράουν –“Γρήγορα! Πρέπει να σταματήσουμε τους Ιλλουμινάτους προτού χρησιμοποιήσουν την αντι-ισορροπία για να διαγράψουν όλα τα υπάρχοντα βιβλία”. Και να καταφύγει σε μια άλλη έννοια που μας έρχεται από την Ιαπωνία: το tsundoku. Ο όρος αυτός δηλώνει τη στοίβα των βιβλίων που αγοράσαμε αλλά δεν έχουμε διαβάσει. Είναι ένας συνδυασμός του tsunde-oku (αφήστε τα πράγματα να μαζευτούν) και dukosho (διαβάζω βιβλία).

Η λέξη εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αι. ως σατιρικό βέλος κατά των εκπαιδευτικών που είχαν βιβλία χωρίς να τα διαβάζουν. Αν και διαφέρει από τη θέση του Taleb, η χρήση της δεν αποτελεί πλέον στίγμα στη σύγχρονη ιαπωνική κουλτούρα. Ούτε έχει σχέση με τη βιβλιομανία, η οποία είναι η εμμονική συλλογή βιβλίων με στόχος ακριβώς τη συλλογή τους και όχι την ανάγνωσή τους.

Βιβλιομανείς μπορεί να υπάρχουν, όμως οι μελέτες δείχνουν ότι κατοχή και ανάγνωση πάνε χέρι-χέρι. Μία από αυτές αποκάλυψε ότι τα παιδιά που μεγάλωναν σ’ ένα σπίτι με 80-350 βιβλία ανέπτυσσαν μεγαλύτερες δεξιότητες στο διάβασμα, τα μαθηματικά και στις τεχνολογίες επικοινωνίας. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι έτσι ενισχύονταν οι νοητικές τους ικανότητες, μειωνόταν το άγχος και το διάβασμα γινόταν μέρος της καθημερινότητάς τους. Αρκεί η ανάγνωση μυθιστορημάτων για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο.

Στο άρθρο της, η Stillman αναρωτιέται κατά πόσον η ικανότητα της αντι-ισορροπίας καταπολεμάει το σύνδρομο Dunning-Kruger, μια γνωστική λοξοδρόμηση που κάνει τους αδαείς να συμπεραίνουν ότι οι γνώσεις ή οι ικανότητές τους είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι ισχύει. Καθώς οι άνθρωποι δεν γουστάρουν εκείνα που τους υπενθυμίζουν την άγνοιά τους, στρέφονται στα βιβλία που δεν έχουν διαβάσει. «Άμα συνειδητοποιήσουμε πόσο αδαείς είμαστε, ρίχνουμε γύρο σ’ όλους τους υπόλοιπους», γράφει η Stillman.

Είτε προτιμάμε τον όρο antilibrary, tsundoku ή κάποιον άλλο, η αξία ενός βιβλίου που δεν έχουμε διαβάσει είναι η δύναμή του να μας κάνει να το διαβάσουμε. Και μετά να το σχολιάσουμε. Στο κάτω-κάτω, κατά τον Ουάιλντ, η κριτική «είναι η μόνη αποδεκτή μορφή αυτοβιογραφίας».

 

Διαβάστε ακόμα: «Η Μεγάλη Πτώση» του Πέτερ Χάντκε: Περιπλάνηση σε μια αινιγματική μοντερνιτέ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top