Θα ταξιδέψουμε μαζί, στις πόλεις και στις συνοικίες του κόσμου, που ο έρωτάς μου δεν παύει ούτε στιγμή να ονειρεύεται. (Πίνακας: Οι Εραστές του Rene Magritte).

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ

Όπως πέφτει η βροχή
έτσι πέφτει
η αγάπη σου
λούζει το κάθε
ανοιχτό
Πράγμα του κόσμου –
William Carlos Williams

Στάσου στο πλάι μου, στάσου στο πλάι μου.

Θα σου χαρίσω μια στιλπνή γαλάζια κορδέλα, για να πιάνεις τα μαλλιά σου με αυτήν και να μπορώ, προτού σκύψω για να φιλήσω τα χείλη σου, να την ξελύνω και ν’ αναπνέω μια στιγμή το σκοτεινό τους άρωμα• κι όταν φυσάει τρυφερός ο άνεμος, να τα αφήνεις ν’ ανεμίζουνε λυτά, όπως μ’ αρέσει, και να παρασύρουνε όλο το βάρος που αποθέτει ο καιρός επάνω στην ψυχή μου.

Θα μεταφράσω, μόνο για σένα, και θα σου διαβάζω, τις νύχτες και τα μεσημέρια μας, ακουμπώντας το κεφάλι μου απαλά πάνω στα γόνατά σου, όλα τα ποιήματα που έγραψε ο Δάντης για τη Βεατρίκη, όλα τα ποιήματα που έγραψε για τη Φιαμέττα του ο Βοκκάκιος, όλα τα ποιήματα που για τη Λάουρα συνέθεσε ο Πετράρχης και όλα τα ποιήματα που για τη Βάννα του έψαλε ο Καβαλκάντι.

Στάσου κοντά μου, στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.

Θα ταξιδέψουμε μαζί, στις πόλεις και στις συνοικίες του κόσμου, που ο έρωτάς μου δεν παύει ούτε στιγμή να ονειρεύεται, από την πρώτη εκείνη μέρα που γεννήθηκε κι ήτανε καλοκαίρι (και μαζί του γεννηθήκαμε εμείς) και μέχρι σήμερα ακόμη, στο Παρίσι και στη Βαρκελώνη, στη Ρώμη και στη Νέα Υόρκη, στη Λισαβόνα –

στο Παρίσι ξέρω ένα μικρό καφενεδάκι (όποιος διάβασε στην εφηβεία του Henry Miller, André Breton και Jacques Prévert το ξέρει επίσης), όπου τα παιδιά που αγαπιούνται χαράζουνε στο ξύλινο τραπέζι τα ονόματά τους και από κάτω μια ημερομηνία κι όλα μαζί συνθέτουνε το πιο ωραίο ποίημα του κόσμου, που θα το διαβάζουμε πίνοντας ζεστό καφέ με γάλα και πράσινο τσάι με μια σταγόνα κονιάκ μέσα,

στη Βαρκελώνη υπάρχει ένα στενό ανηφορικό πλακόστρωτο δρομάκι, όπου είχα βρεθεί έναν Αύγουστο στα δεκατρία μου χρόνια και είχα ακούσει να ξεχύνεται από ένα παράθυρο με πράσινα γερτά παντζούρια μια θεία μουσική, που ποτέ δεν την ξαναβρήκα, μα την ακούω καθαρά μες στο μυαλό μου κάθε φορά που φιλάω το απαλό δέρμα κάτω από το στήθος σου και σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις,

Στο Παρίσι ξέρω ένα μικρό καφενεδάκι (όποιος διάβασε στην εφηβεία του Henry Miller, André Breton και Jacques Prévert το ξέρει επίσης).

στη Ρώμη είναι τα λόγια των ανθρώπων, που θα μας οδηγήσουν, είναι η γλώσσα η ιταλική, που γίνεται πάνω στα χείλη τους εξαίσια μουσική και για να την ακούμε θα τριγυρίζουμε, ολημερίς κι ολονυχτίς, σε δρόμους και πλατείες και θα καθόμαστε σε πολύβουα σκαλοπάτια και σε υπαίθρια μαγαζάκια για να πίνουμε παγωμένο prosecco και να τρώμε προσούτο με πεπόνι και αχνιστά μύδια με λεμόνι,

στη Νέα Υόρκη υπάρχει (λένε) ένα ξενοδοχείο με μεγάλα παράθυρα που κι από τον πιο ψηλό του όροφο μπορείς, μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, ν’ αφουγκραστείς τις νύχτες του φθινοπώρου τα βιαστικά βήματα των περαστικών πάνω στα πεσμένα κίτρινα φύλλα και να κοιτάξεις ως πέρα στη θάλασσα τον άνεμο που έρχεται απ’ την ανατολή και φέρνει μαζί του τα λόγια της Σαπφώς και τα σπαράγματα του Αρχίλοχου,

στη Λισαβόνα θ’ ακολουθήσουμε τη διαδρομή που έκανε μιαν εποχή ο Pessoa, όταν τριγύριζε με τις ώρες στους δρόμους της πόλης, μόνο και μόνο για να έχει την ευκαιρία να κοιτάξει μια στιγμή την αγαπημένη του Οφέλια, που έστεκε στο παράθυρο του σπιτιού της περιμένοντάς τον να περάσει από κάτω – αυτός ωστόσο δίσταζε την τελευταία στιγμή ακόμη και να σηκώσει το βλέμμα του για να τη δει.

Και θα γράψω, για να σου τις χαρίσω, δεκάδες κασέτες, ναι, κασέτες, με όλα τα τραγούδια του Duke Ellington που αγαπάω, μα πιο πολύ το The sidewalks of New York, το Mood indigo (ξανά και ξανά αυτό) και το Solitude, ίσως και το Clarinet lament.

Στάσου στο πλάι μου, στάσου στο πλάι μου και άκουσε με.

Για χάρη σου μόνο, θα αντιγράψω με το χέρι μου, σε φύλλα υπόλευκα γραφής δεμένα με χρυσή κλωστή, ολόκληρη τη Νάντια και τον Τρελό έρωτα του Breton, για να σου τα προσφέρω, και θ’ απομνημονεύσω (το έχω ήδη κάνει), για να σ’ τα ψιθυρίζω στο αυτί την ώρα που θα μου το ζητάς, την Ελεύθερη ένωση και τον Αέρα του νερού (πάλι του Breton), γιατί

έχω βρει το μυστικό
να σ’ αγαπώ
πάντα για πρώτη φορά.

Θα σου μιλήσω, με δακρυσμένο θαυμασμό, για τον εξαίσιο βίο, για το συνταρακτικό έργο και για τον πικρό θάνατο του Βάλτερ Μπένγιαμιν και του Μπράιον Γκάιζιν.

Θα μιλάμε για τις μέρες που πέρασαν και μας βρήκαν μαζί και για τις μέρες που πέρασαν και ήμασταν χώρια• θα μιλάμε για τις μέρες που θα ‘ρθουν και θα μας βρουν να παίζουμε στα χείλη μας στίχους των τροβαδούρων: εσύ θα με ρωτάς για την αγάπη με τους γλυκούς στίχους του νεαρού Δάντη (όλες μου οι σκέψεις για Έρωτα μιλάνε / μα δεν μπορούν να ‘ρθουν σε συμφωνία: / η μία τη δύναμή του προσκυνά, / η άλλη λέει πως τούτο τρέλα θα ‘ναι, / άλλην γλύκα κι ελπίδα την κινάνε, / κι άλλη μου φέρνει δάκρυα και πικρία) κι εγώ θα σου απαντώ επαναλαμβάνοντας τις φράσεις τού Bernard de Ventadour:

ομορφιά μου, ποθητή και παινεμένη
κορμάκι τρυφερό
και λυγερό
μ’ ευγενικιά χάρη, με σάρκα δροσερή,
ροδοπλασμένη απ’ τον ίδιο τον Θεό•
μονάχα εσένα
νύχτα μέρα λαχταρώ,
από άλλη αγάπη δεν ζητώ παρηγοριά.

Έλα, ξάπλωσε πλάι μου, εδώ.

Τις νύχτες θα φέρνω από τη βιβλιοθήκη στο κρεβάτι τον μεγάλο κατάλογο της συλλογής Guggenheim και καθώς θα κοιτάζουμε τις εξαίσιες ζωγραφιές και τα συγκλονιστικά γλυπτά, θα σου μιλάω για τους εφήμερους εραστές και τους ασίγαστους έρωτες της Peggy, ώσπου θα επισκεφθούμε κι εμείς, κάποιον Οκτώβριο ή Νοέμβριο βροχερό, το ίδιο το Palazzo Venier dei Leoni, και να δούμε από κοντά τις γόνδολες και τα πράσινα νερά του Μεγάλου Καναλιού και το Φιλί του Max Ernst, τον Θλιμμένο άνδρα σε τραίνο του Marcel Duchamp, τον Ποιητή του Picasso και το Ξημέρωμα του Paul Delvaux.

Θα καθόμαστε στον καναπέ και θα διαβάζουμε ψιθυριστά ο ένας στον άλλο την Άντα και τη Λολίτα – ένα κεφάλαιο εγώ, ένα κεφάλαιο εσύ• τον Οδυσσέα και τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες.

Θα σου δείξω πού κρύβω το κλειδί για το γαλάζιο μεταλλικό μου κουτί, όπου συνηθίζω να αποθέτω κάθε βράδυ ευλαβικά τους θησαυρούς που κάθε μέρα συλλέγω (μία κορδέλα που έπεσε από τα μαλλιά σου, ένα σημείωμα που έγραψες για μένα και το άφησες κάποιο πρωί στη μέσα τσέπη του παλτού μου, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία σου από τότε που ήσουνα δώδεκα χρονών) και, κάθε τόσο, με τα μάτια μου κλειστά βυθίζω μέσα του προσεκτικά τα χέρια μου και ασκούμαι στην τυφλότητα της μνήμης και στην οξυδέρκεια της αγάπης.

Θα καθόμαστε στον καναπέ και θα διαβάζουμε ψιθυριστά ο ένας στον άλλο την Άντα και τη Λολίτα – ένα κεφάλαιο εγώ, ένα κεφάλαιο εσύ• τον Οδυσσέα και τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες – μία σελίδα εσύ και μια σελίδα εγώ• το Μαγικό βουνό και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο – μια φράση εγώ, μια φράση εσύ• την Anna Blume – λέξη λέξη: Ω, εσύ, λατρεμένη εσύ, με τις είκοσι εφτά μου αισθήσεις, σ’ αγαπώ, Εσένα, αγαπώ το δικό Σου, εσύ, εσένα, συ, σεις, σου, εγώ σου, εγώ μου – εμείς.

Γλυκό μου στήριγμα, καμάρι μου και λουλούδι, τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν. Μείνε μαζί μου. (Φωτό από την ταινία Eyes Wide Shut).

Στάσου στο πλάι μου και κράτα μου το χέρι.

Θα σου μιλήσω γι’ αυτό που ζητάω να φτιάξω, όταν ξαγρυπνάω στο γραφείο μου, με μόνο μια λάμπα να ρίχνει το φως της και με τα μάτια κόκκινα και κουρασμένα από το διάβασμα και με τα δάχτυλα ν’ αγγίζουνε ελαφριά τα πλήκτρα του υπολογιστή. Θα σου μιλήσω γι’ αυτό που γυρεύω, όταν στέκω μόνος μπρος στ’ ανοιχτό παράθυρο και κοιτάζω προς τη θάλασσα τα πλοία και το κύμα κι όταν τριγυρίζω χωρίς προορισμό σε στενούς δρόμους και φαρδιές λεωφόρους κι απευθύνω τον λόγο σε άγνωστους περαστικούς. Θα σου μιλήσω για το χαμένο νόημα των πραγμάτων και για το νόημα των χαμένων πραγμάτων.

Τις νύχτες, που δεν μπορείς να κοιμηθείς, θα σου διηγούμαι, με χαμηλή φωνή πολύ κοντά στο αυτί σου, για τα χιονισμένα βουνά της Ελβετίας και για τους ψηλούς γκρεμούς, όπου μια ηχώ που έρχεται από την άβυσσο απαντάει σιβυλλικά στα ερωτήματα των εραστών και των απελπισμένων: «Jungfrau… Jungfrau… Jungfrau…».

Θα ξαναπώ, άλλη μια φορά, για το χατίρι σου, τα λόγια τού αγαπημένου μου Ηλία Πετρόπουλου, κείνα τα ίδια που από παλιά μου αρέσει να σου λέω, γιατί – το ξέρεις – όσα είπαμε παλιά ισχύουν:

Γλυκό μου στήριγμα, καμάρι μου και λουλούδι, τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν. Μείνε μαζί μου. Θα σου μιλήσω με πάθος και δακρυσμένα μάτια για τον ουρανό της Θεσσαλονίκης, την εικοσαετή ορφάνια μου, τον ισάδελφο Τσιτσάνη, τα νοτισμένα χώματα των Χασίων, τους ολόδροσους κλώνους• για τις θεϊκές γυναίκες του Ελύτη και του Μόραλη. Ακόμη θα σου περιγράψω την δολοφονία του Ιάκωβου Πατιερίδη τον Οκτώβριο του 1944, θα σου παραστήσω πώς βαδίζουν οι ορθόδοξοι ρεμπέτες και πώς χορεύουν ζεϊμπέκικο στην ταβέρνα του Φραγκούλη στην Μπάρα. Αγάπησε με δύναμη. Αυτό αρκεί.

Στάσου στο πλάι μου κι αγάπησέ με• μα αγάπησέ με με πάθος. Αυτό αρκεί.

 

Διαβάστε ακόμα: Αιμίλιος Μπερτιέ και Mihály Zichy, δύο ζωγράφοι που ύμνησαν το σεξ. 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top