Τα πάντα βαίνουν προς το τέλος. Από τις τελευταίες σκηνές του έργου όπου ο Βυσσινόκηπος έχει περάσει -πλέον- σε άλλα χέρια.

Ο ίδιος, με την τόσο ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του, είχε χαρακτηρίσει το έργο του «τραγική κωμωδία». Τι παράξενο, όμως, όλοι οι σκηνοθέτες που κλήθηκαν να το ανεβάσουν επί σκηνής, από το 1904 (χρονιά που γράφτηκε) και εντεύθεν, άφησαν κατά μέρος τις κωμικές συνδηλώσεις, αναδεικνύοντας τις δραματικές.

Το συγγραφικό «αντίο» του Άντον Τσέχοφ στο θέατρο ήταν ο «Βυσσινόκηπος». Έκτοτε, δεν πρόλαβε να γράψει κάτι άλλο. Τον βρήκε ο θάνατος στις 15 Ιουλίου 1904 (σε ηλικία 44 ετών) στο γερμανικό Μπαντενβάιλερ. Είχε προλάβει, όμως, να ξεδιπλώσει και να αναλύσει επαρκώς -σε θεατρικό και πεζογραφικό λόγο- την ανθρώπινη περίπτωση. Ελάχιστοι έχουν καταφέρει να ξεγυμνώσουν τον εσωτερικό πυρήνα του ανθρώπου με τέτοια οικονομία μέσων, αλλά και θαυμαστή ισορροπία τραγικού και κωμωδίας, όπως το έπραξε ο Ρώσος συγγραφέας.

Όπως και σε όλα τα έργα του Τσέχοφ, κάτι που εννοήθηκε και προηγουμένως, οι εξόχως δραματικές σκηνές «ξηλώνονται» επιδέξια από τον ίδιο.

Είναι ευεξήγητη η επιρροή που άσκησε στους σύγχρονους συγγραφείς, ειδικά τους Αμερικανούς, για την εντατική παρατήρησή του πάνω στις ανθρώπινες συμπεριφορές, για την πλήρη αποστροφή του σε ακκισμούς (λογοτεχνικούς κι έτερους), αλλά και για την ευθυβολία της ματιάς του. Ο Ρέιμοντ Κάρβερ τον λάτρεψε, ο Τομπάιας Γουλφ τον μνημόνευσε άπειρες φορές, ο Τζον Τσίβερ τον έκανε εικόνισμα.

Είναι, λοιπόν, κωμωδία ο «Βυσσινόκηπος» όπως ήθελε ο δημιουργός του; Όπως και σε όλα τα έργα του Τσέχοφ, κάτι που εννοήθηκε και προηγουμένως, οι εξόχως δραματικές σκηνές «ξηλώνονται» επιδέξια από τον ίδιο με χαρωπές «γέφυρες» που δεν έχουν στόχο να δελεάσουν το κοινό ή να το βάλουν στανικά να γελάσει, όσο για να αποδραματοποιήσει μια εικόνα. Αυτή η αποφόρτιση, αντί να μειώνει τα δραματικά στοιχεία, τα μεγεθύνει ακόμη περισσότερο, αλλά με υπόρρητο τρόπο. Όπως πρέπει να γίνεται στην υψηλή δραματουργία.

Αν και ο βυσσινόκηπος είναι ένας εξωσκηνικός χώρος, κάπου πέρα, εκεί που πιάνει το μάτι των ηρώων, δίχως να γίνεται ορατός από τους θεατές, εντούτοις είναι η αιτία της κατάρρευσης μιας πάλαι ποτέ αριστοκρατικής οικογένειας. Είναι το τέλος των ψευδαισθήσεων και της παιδικότητας.

Η Θέμις Μπαζάκα ως Λιουμπόφ πείθει και με το παραπάνω.

Οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η συγκεκριμένη οικογένεια είναι τόσο επιτακτικές που φτάνει στο σημείο να χάσει το «έμβλημά» της: τον βυσσινόκηπο. Τόπο χαράς, κεφιού, αλλά και οικονομικής ευμάρειας στα καλά χρόνια.

Τα μέλη της που ζουν σε διάφορους τόπους -οι περισσότεροι στο Παρίσι- συγκεντρώνονται να συζητήσουν το θέμα. Η πρόταση που τους γίνεται από ένα οικονομικά ανερχόμενο μέλος παλιάς οικογένειας χειραφετημένων μουζίκων για οικοπεδοποίηση του βυσσινόκηπου και ταχτοποίηση των χρεών δεν τους βρίσκει σύμφωνους. Έτσι όμως και ο βυσσινόκηπος χάνεται και οι ελπίδες για συνέχιση της άνετης ζωής τους εξανεμίζονται.

Δίχως βασικό ρόλο, ο Βυσσινόκηπος στηρίζεται σε ρόλους που ο καθένας προσθέτει σημαντικές ψηφίδες στο δράμα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το έργο γράφτηκε σε μια μεταιχμιακή περίοδο για τη Ρωσία κι ο Τσέχοφ δεν άφησε το κοινωνικό πλαίσιο εκτός «κάδρου». Η παλιά αριστοκρατία, αυτή που κυριάρχησε στη Ρωσία για αιώνες, πνέει τα λοίσθια. Θα ακολουθήσει η επανάσταση του 1905 και του 1917, οπότε η πλειοψηφία του λαού (ελεύθεροι μεν, αλλά αμαθείς και κατ’ ουσίαν παρίες) θα πάρει την τύχη της χώρας στα χέρια της εξοβελίζοντας τις παλιές κάστες των αριστοκρατών.

Η Σίσσυ Τουμάση (Άνια) και ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Τροφίμοφ).

Το έργο θαυμάζεται και για έναν ακόμη νεωτερισμό του: δεν διαθέτει αυτό που λέμε κεντρικό ήρωα που να μαγνητίζει και να τραβάει πάνω του όλες τις δευτερεύουσες δράσεις. Ολη η οικογένεια και οι φίλοι τους -πολυπληθής θίασος, το δίχως άλλο- συγκροτούν μια ομάδα από δεύτερους ρόλους που όλοι μαζί συνθέτουν ένα συγκεκριμένο ανθρωπογεωγραφικό παζλ. Αν υπάρχει ένα κεντρικό μοτίβο στο έργο, σε συμβολικό επίπεδο πάντα, αυτό είναι ο βυσσινόκηπος. Ο τόπος είναι το σημείο αναφοράς και ο βασικός λόγος που πυροδοτείται το εν εξελίξει δράμα.

Το παιδικό δωμάτιο της παριζιάνας Λιουμπόφ άλλο δεν είναι από την ψυχική της κατάσταση: .

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ανέβασε το έργο στο Θέατρο «Δημήτρη Χορν» και δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς σε παλαιότερες παραστάσεις -πλείστες όσες, είναι αλήθειεα- για να κατανοήσει πως ακολούθησε μια ορθόδοξη οδό, πλην όμως απόλυτα ορθή. Σκηνοθετικά έστησε έναν άρτιο «χορό» με νεύρο, ένταση, υποβλητικότητα, πολλά ποιητικά και εξωκειμενικά στοιχεία. Με τη βοήθεια των σκηνικών (Αθανασία Σμαραγδή), τη μουσική (Μίνως Μάτσας), τα κοστούμια (Μαρία Κοντοδήμα), τους φωτισμούς (Αλέκος Γιάνναρος) και τη χορογραφία (Κική Μπάκα), δίνει όλους τους τόνους μια δεσμευτικής πραγματικότητας, αλλά και μιας ονειρικής διάστασης που είναι άκρως απαραίτητη στο έργο.

Εξαιρετικές ερμηνείες από τον Δημήτρη Λιγνάδη και την Κόρα Καρβούνη.

Το παιδικό δωμάτιο της παριζιάνας Λιουμπόφ άλλο δεν είναι από την ψυχική της κατάσταση: είναι μια γυναίκα που έχει μείνει στην χαρωπή παιδική της ηλικία και αδυνατεί να δει κατάματα την αλήθεια που την περιβάλλει. Οι περισσότεροι ήρωες κινούνται σ’ αυτή τη νοητή γραμμή μεταξύ αλήθειας και ψευδαίσθησης. Ακόμη και ο πλέον ορθολογιστής, ο νεόπλουτος Λοπάχιν, στο τέλος άλλο δεν κάνει από το να πλάθει μια δική του ψευδαίσθηση για το μέλλον του βυσσινόκηπου και του δικού του.

Η παράσταση ευτύχησε να έχει μια σειρά από πολύ καλές ερμηνείες που όλες μαζί δημιουργούν ένα μείγμα δυστυχίας, ονείρου, συγκρούσεων, ανυπακοής στην πραγματικότητα, συντριβής μπρος στο επικείμενο τέλος και ελπίδας πως κάτι μπορεί να συμβεί που να διακόψει τον ήχο των τσεκουριών που ακούγονται προς το τέλος της παράστασης (ένα-ένα πέφτουν τα δέντρα του βυσσινόκηπου για να γίνουν παραθεριστικές κατοικίες).

Η Αθηνά Μαξίμου ως Σαρλότα είναι επιβλητική.

Η Θέμις Μπαζάκα ως Λιουμπόφ πείθει και με το παραπάνω: είναι λαγαρή και ουσιαστική.  Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ως Λοπάχιν είναι κοφτός και ευκρινής – μια εξαιρετική ερμηνεία. Η Κόρα Καρβούνη ως η ψυχοκόρη Βάρια κουβαλάει όλη την απώλεια των ονείρων που δεν παίρνουν σάρκα και οστά. Η Αθηνά Μαξίμου ως Σαρλότα που κάνει τα μαγικά που διαλύουν τον σκληρό πυρήνα της πραγματικότητας, είναι επιβλητική.

Ο Γιάννης Κότσιφας ως Γκάγεφ (ο αδελφός της Λιουμπόφ), μονίμως με μια στέκα μπιλιάρδου στα χέρια, φέρει επάξια το βάρος του ρόλου του. Η Σίσσυ Τουμάση (Άνια), ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Τροφίμοφ), ο Γιώργος Μπινιάρης (ο γέρος οικονόμος Φιρς) και οι Γεωργιάννα Νταλάρα-Ντουνιάσα, Τάσος Δημητρόπουλος-Γεπιχόντοφ, Γιάννης Στόλας-Πίσικ, Γιάννης Γιαννούλης-Γιάσα στους υπόλοιπους ρόλους συνθέτουν έναν θίασο που αναδεικνύει το τσεχοφικό έργο με βαθύτητα και θεατρικό στοχασμό.

 

INFO
ΘΕΑΤΡΟ «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ», Αμερικής 10, Κολωνάκι, 2103612500.
Ο ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ
Παραστάσεις : Πέμ., Παρ. 9 μ.μ., Σάβ. 6 μ.μ./ 9 μ.μ., Κυρ., Τετ. 8 μ.μ.

 

Διαβάστε ακόμα: Ακούσαμε τον Επιτάφιο του Περικλή στην Οικία Κατακουζηνού.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top