«Συνειδητοποίησα, έκθαμβος, ότι το πλάσμα των είκοσι επτά ετών, ντυμένο στο απαλό λευκό και στο ρόδινο, που κρατούσε το αριστερό μου χέρι, ήταν η μητέρα μου· και ότι το πλάσμα των τριάντα τριών ετών, ντυμένο στο τραχύ λευκό και στο χρυσό, που κρατούσε το δεξί μου χέρι, ήταν ο πατέρας μου», γράφει ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. (Αριστερά: Ο συγγραφέας σε ηλικία δυο ετών στη βεράντα της εξοχικής έπαυλης των Ναμπόκοφ στη Βύρα – photo © The Vladimir Nobokov Literary Foundation. Δεξιά: Οι γονείς του σ’ ένα παλιό ανέμελο στιγμιότυπο στο άλσος της Βύρα – photo Vladimir Nabokov Museum).

[…] Στην αρχή δεν είχα σαφή αντίληψη του γεγονότος ότι ο χρόνος, τόσο απέραντος εκ πρώτης όψεως, ήταν φυλακή. Αναδιφώντας τα παιδικά μου χρόνια (το πλησιέστερο πράγμα στην αναδίφηση της αιωνιότητας) βλέπω το ξύπνημα της συνείδησης σαν σειρά διαδοχικών σπιθισμάτων: τα διαστήματα μεταξύ τους μικραίνουν βαθμιαία, ώσπου σχηματίζονται φωτεινές δέσμες αντίληψης που παρέχουν στη μνήμη ακροσφαλή στηρίγματα. Να μετρώ και να μιλώ έμαθα πολύ νωρίς και περίπου συγχρόνως, πλην όμως η ενδόμυχη γνώση του ότι εγώ ήμουν εγώ και οι γονείς μου ήταν οι γονείς μου, φαίνεται ότι δεν καταστάλαξε παρά αργότερα, συνειρμικά με την ανακάλυψη της ηλικίας τους σε σχέση με τη δική μου. Αν κρίνω από τον έντονο ήλιο ο οποίος, όταν σκέφτομαι αυτή την αποκάλυψη, πλημμυρίζει αυτοστιγμεί τη μνήμη μου με λοβιώδεις κηλίδες που λάμπουν μέσα από διαπλεκόμενους σχηματισμούς φυλλωμάτων, η αφορμή πρέπει να δόθηκε στα γενέθλια της μητέρας μου, προχωρημένο καλοκαίρι, εξοχή· έθεσα ερωτήματα, ζύγιασα απαντήσεις. Όλα συμφωνούν με τη θεωρία της ανακεφαλαίωσης· οι απαρχές της συνείδησης του στοχαζόμενου εαυτού, στο μυαλό των απώτατων προγόνων μας, θα συνέπεσαν, ασφαλώς, με την ανάφανση της αίσθησης του χρόνου.

«Από το κορφοβούνι του απόμακρου και μοναχικού, σχεδόν ακατοίκητου χρόνου του παρόντος μου, βλέπω σήμερα τον μικρότατό μου εαυτό να γιορτάζει, εκείνη τη μέρα του Αυγούστου του 1903, τη γένεση της αισθητήριας ζωής». (photo © William Claxton).

Όταν λοιπόν ο πρωτοφανέρωτος, φρέσκος και δροσερός αριθμητικός τύπος της ηλικίας μου, το «τέσσερα», βρέθηκε αντιμέτωπος με τους γονεϊκούς τύπους των τριάντα τριών και των είκοσι επτά, κάτι μου συνέβη. Δέχτηκα έναν αφάνταστα τονωτικό κλονισμό. Λες και αναβαπτίστηκα με τρόπο ιερότερο από την ελληνοκαθολική εκείνη κατάβρεξη την οποία, πριν από πενήντα μήνες είχε υποστεί ουρλιάζοντας, μισο-πνιγμένος ο μισο-Bίκτωρ (η μητέρα μου, πίσω από τη μισόκλειστη πόρτα, όπου το παλιό έθιμο ήθελε τους γονείς να αποσύρονται, κατάφερε πάντως να ελέγξει κάπως την αδεξιότητα του πρωτοπρεσβύτερου πατέρα Kονσταντίν Βετβενίτσκι): ένιωσα να βυθίζομαι απότομα σε ένα υλικό ακτινοβόλο και κινούμενο που δεν ήταν, βεβαίως, παρά το καθαρό στοιχείο του χρόνου. Το μοιραζόμουν αυτό το στοιχείο, όπως ακριβώς ο αναζωογονημένος λουόμενος μοιράζεται το λαμπερό νερό της θάλασσας με όντα που δεν είναι ο εαυτός του, αλλά συνδέονται μαζί του στην κοινή ροή του χρόνου – σε περιβάλλον, δηλαδή, σαφώς διαφορετικό από εκείνο του χώρου, το οποίο αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος όπως και ο πίθηκος κι η πεταλούδα. Εκείνη τη στιγμή ήταν που συνειδητοποίησα, έκθαμβος, ότι το πλάσμα των είκοσι επτά ετών, ντυμένο στο απαλό λευκό και στο ρόδινο, που κρατούσε το αριστερό μου χέρι, ήταν η μητέρα μου· και ότι το πλάσμα των τριάντα τριών ετών, ντυμένο στο τραχύ λευκό και στο χρυσό, που κρατούσε το δεξί μου χέρι, ήταν ο πατέρας μου.

«Αναδιφώντας τα παιδικά μου χρόνια (το πλησιέστερο πράγμα στην αναδίφηση της αιωνιότητας) βλέπω το ξύπνημα της συνείδησης σαν σειρά διαδοχικών σπιθισμάτων», γράφει ο Ναμπόκοφ. (Αριστερά: Με τον πατέρα του το 1906 στην Αγία Πετρούπολη – photo The Vladimir Novokov Literary. Δεξιά: Το 1907, σε ηλικία οκτώ ετών – photo GettyImages/IdealImages).

Προχωρούσαν αρμονικά και, ανάμεσά τους, βάδιζα κι εγώ καμαρωτός καμαρωτός από φωτοκηλίδα σε φωτοκηλίδα, στη μέση ακριβώς, σε ένα μονοπάτι που σήμερα αναγνωρίζω καθαρά: είναι μία αλέα που κοσμούν βαλανιδιές, στο άλσος της εξοχικής μας έπαυλης, ονόματι Βύρα, πρώην επαρχία Aγίας Πετρούπολης, Ρωσσία. Κι από το κορφοβούνι του απόμακρου και μοναχικού, σχεδόν ακατοίκητου χρόνου του παρόντος μου, βλέπω σήμερα τον μικρότατό μου εαυτό να γιορτάζει, εκείνη τη μέρα του Αυγούστου του 1903, τη γένεση της αισθητήριας ζωής. Μπορεί οι βαστάζοντες από τα δεξιά και τα αριστερά μου να ήταν, και οι δύο, ήδη παρόντες στον νηπιακό μου κόσμο, αλλά μόνο με το προσωπείο μιας τρυφερής ανωνυμίας· τώρα είχε πλέον ανατείλει σαν ήλιος η περιβολή του πατέρα μου, η περίλαμπρη στολή της Φρουράς Ιππικού, με το απαλό μαλαματένιο απαύγασμα του θώρακα που πύρωνε στήθος και πλάτη – κι εγώ κράτησα, για κάμποσα χρόνια, έντονο το ενδιαφέρον για την ηλικία των γονιών μου, να ενημερώνομαι ανελλιπώς, σαν ανήσυχος επιβάτης που ρωτά την ώρα ελέγχοντας το καινούργιο του ρολόι.

Aς σημειωθεί ότι ο πατέρας μου είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία αρκετά χρόνια πριν γεννηθώ· υποθέτω λοιπόν ότι, κατά πάσα βεβαιότητα, τη μέρα εκείνη είχε φορέσει τα γιορτινά σειρήτια του παλαιού του συντάγματος αστεϊζόμενος. Άρα σε αστεϊσμό χρωστάω την πρώτη μου αναλαμπή ολοκληρωμένης συνείδησης – πράγμα που συνεπιφέρει και πάλι ανακεφαλαιώσεις, καθότι τα πλάσματα που πρώτα στη γη απόκτησαν την αίσθηση του χρόνου ήταν και τα πρώτα που χαμογέλασαν.

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ «Μίλησε μνήμη» (Κεφάλαιο Πρώτο, σελ. 35 – 37). Μετάφραση: Γιώργος Βάρσος. Εισαγωγή: Μισέλ Φάις. Εκδόσεις Πατάκη, 2013).

 

Διαβάστε ακόμα: Η Μπαρμπαρά Κασσέν και ο καημός του νόστου.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top