To G’Vine έφερε επανάσταση καθώς ήταν το πρώτο gin από απόσταγμα σταφυλιού. Η πρωτοπορία του Jean-Sébastien Robicquet δεν γίνεται να αμφισβητηθεί.

Ο Jean-Sébastien Robicquet είναι ένας παθιασμένος άντρας. Έτσι μας υποδέχτηκε στο πέτρινο αρχοντικό του στην πόλη του Κονιάκ (ναι, από εκεί μας έρχεται και το ομώνυμο παλαιωμένο απόσταγμα οίνου): Πίσω από ένα ένα πλήρες μπαρ που έχει στήσει για να φτιάχνει κοκτέιλ στους καλεσμένους του. Με τα δικά του προϊόντα, αλλά και αρκετά μπουκάλια του ανταγωνισμού.

Το δικό του προϊόν – ναυαρχίδα (διότι παράγει και κονιάκ, και τεκίλα, και βερμούτ) είναι το G’Vine, ένα υπέροχο, ελαφρύ τζιν από απόσταξη σταφυλιών αρωματισμένο μεταξύ άλλων και με τα εφήμερα ανθάκια της αμπέλου. Το πιο ηλιόλουστο, καλοκαιρινό, σοφιστικέ και… γαλλικό ανάμεσα στα τζιν. Όταν όμως πρόκειται να το δοκιμάσουμε, βγάζει από το μπαρ διαφορετικά τζιν και από άλλες μάρκες, μιλάει γι αυτά ανοιχτά, με σεβασμό, τα συγκρίνει με το δικό του προϊόν, χαίρεται σαν μικρό παιδί, δεν κρύβεται, δεν προσποιείται.

Γι αυτό και στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο Andro, μιλάει ανοικτά για τον ανταγωνισμό, για τα μυστικά της επιτυχίας, για τα κόλπα του μάρκετινγκ. Αλλά και για την αγάπη του για την Ελλάδα και το νησί της Άνδρου, για την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής αφοσίωσης και οικογενειακής ζωής, και την επόμενη πρόκληση που πάντα αναζητά.

«Εμείς φτιάχνουμε τα χρώματα, τις μπογιές, και οι μπαρτέντερ ζωγραφίζουν με αυτά. Ε λοιπόν, όσο υπάρχουν καλλιτέχνες με έμπνευση, τόσο θα υπάρχουμε εμείς να τους προμηθεύουμε με χρώματα!».

-Φτιάχνετε τζιν από σταφύλια αποστάζοντάς τα σε 96% αλκοόλ, ίσως και λίγο παραπάνω, σωστά; Είναι σχεδόν καθαρό οινόπνευμα. Γιατί δεν ξεκινάτε με ένα marc (σ.σ.: το γαλλικό τσίπουρο) γύρω στους 40 βαθμούς για να έχετε ατόφια τα «ευγενή» χαρακτηριστικά της σταφυλής;

Θα μπορούσαμε να το κάνουμε. Το έχω σκεφτεί. Αλλά είναι άλλη διαδικασία. Όταν φτιάχνουμε το marc κάθε Σεπτέμβρη για παράδειγμα, με ορίζοντα τους επόμενους 12 ή 18 μήνες, δεν ξέρουμε ποτέ από πριν με βεβαιότητα την ποσότητα και την ποιότητα που θα έχουμε στα χέρια μας. Οπότε χρησιμοποιούμε σταθερά το υψηλό σε οινόπνευμα απόσταγμα μας, αλλά συμπληρώνουμε πολλές φορές και με marc.

-Επιμένω, έχετε πει ότι με το αλκοόλ από σταφύλια θέλατε να προσδώσετε ευγένεια στα λευκά ποτά. Η χρήση μόνο marc (τσίπουρου) δεν θα χάριζε μεγαλύτερη ευγένεια στο προϊόν σας;

Εσείς λέτε να κάνουμε γκράπα με άρκευθο (σ.σ.: το βασικό αρωματικό του τζιν). Υπάρχει ήδη αυτό που λέτε. Πριν από εμάς υπήρχαν δύο μάρκες που έφτιαχναν κάπως έτσι ένα τζιν από σταφύλι, στην Ισπανία και στη Νότια Αφρική. Και οι δύο χρησιμοποιούν αποστάγματα που έχουν γεύση, που δεν είναι ουδέτερο αλκοόλ. Εκεί λοιπόν υπάρχει θέμα με την καθαρότητα και τη σταθερότητα της γεύσης του τελικού προϊόντος. Και με την πιστότητα αν θέλετε της συνταγής. Ας πάρουμε την αναλογία με τις μπογιές: Αν ανοίξουμε ένα κουτί γκρίζα μπογιά και προσθέσουμε κόκκινες στάλες, θα βγει ένα αποτέλεσμα προς το καφετί. Αν πάρουμε ένα κουτί λευκή μπογιά και προσθέσουμε κόκκινες στάλες θα βγει ένα ωραίο ροζ χρώμα. Κατ’ αναλογία, αν πάρουμε ένα απόσταγμα που δεν είναι ουδέτερο αλκοόλ αλλά έχει τη δική του γεύση και προσθέσουμε επιπλέον αρωματικά, η γεύση του τζιν δεν θα είναι τόσο καθαρή.

Maison Villevert: εδώ είναι το «στρατηγείο» του εμπνευσμένου Jean-Sébastien Robicquet.

-Όμως ένα καθαρό αλκοόλ είτε είναι από σταφύλι είτε από άλλο δημητριακό δεν έχει διαφορά στη γεύση, έτσι δεν είναι; Στο G’vine τη φρεσκάδα τη χαρίζει όχι το σταφύλι που κάνει το αλκοόλ αλλά τα ανθάκια της αμπέλου που συναποστάζετε μετά, μαζί με τα αρωματικά του τζιν, έτσι δεν είναι;

Εν πολλοίς ναι, όμως το λουλούδι αυτό θα είναι ελαφρώς «μαραμένο» ή ολοζώντανο, ανάλογα και με τον «καμβά» πάνω στον οποίο θα το βάλουμε. Είναι ένα πολύ ντελικάτο άρωμα με μια όμορφη «πρασινάδα» που χαρίζει το κοτσανάκι. Αυτό το ντελικάτο άρωμα θέλει καθαρό καμβά. Ξέρετε, στη Γαλλία επί Λουδοβίκου του 14ου ο κόσμος δεν πλένονταν και αρωματίζονταν για να κρύψει τη μυρωδιά. Εγώ προτιμώ να ξεκινήσω με λευκό, καθαρό καμβά και πάνω σε αυτόν, το ντελικάτο άρωμα να εκφραστεί ατόφιο.

«Στη Γαλλία επί Louis XIV ο κόσμος δεν πλένονταν και αρωματίζονταν για να κρύψει τη μυρωδιά. Εγώ προτιμώ να ξεκινήσω με καθαρό καμβά αλκοόλ και πάνω σε αυτόν να εκφραστεί το ντελικάτο άρωμα του αμπελιού».

-Στο μυαλό μου είστε κάτι σαν ο Στιβ Τζομπς των αποσταγμάτων: Κάνατε ήδη την επανάσταση πριν χρόνια με τη βότκα Ciroc από σταφύλι. Ποιο ήταν το επιχειρηματικό σκεπτικό πίσω από την κίνηση αυτή; Πίσω από αυτό το «disruption» , όπως συνηθίζουμε να λέμε;

Δεν ήταν θέμα τρέλας ή τύχης, αλλά ανάλυσης του περιβάλλοντος. Και timing. Εγώ αφού μελέτησα την αγορά και τις ανάγκες της, και μιλάω για την τάση των premium vodkas που είχε ήδη ξεκινήσει, επινόησα τη Ciroc. Την εφηύρα αν θέλετε αλλά δεν την έκανα από μόνος μου μια ιστορία επιτυχίας. Αυτό πιστώνεται στην εταιρεία Diageo που την έχει στο πορτφόλιο της. Δεν νομίζω ότι θα τα είχα καταφέρει μόνος. Το 2003 που έφτιαξα αυτό το προϊόν δεν θα μπορούσα να έχω το δίκτυο διανομής, το μάρκετινγκ κ.ο.κ. Να σας πω επίσης ότι εμπνεύστηκα από τους γείτονες μας, της Grey Goose.

«Το σταφύλι συν την κομψότητα που έχει η γεύση, η συσκευασία, το προϊόν συνολικά, χαρίζουν στο G’vine μια ευανάγνωστη και γοητευτική γαλλική ταυτότητα».

-Μια άλλη Γαλλική βότκα.

Είναι εδώ δίπλα μας η Grey Goose, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων. Ξέρετε το Κονιάκ ως περιοχή μπορεί πλέον και να βγάζει περισσότερη βότκα, απ’ότι κονιάκ!

-Οπότε είδε η Diageo της επιτυχία της Grey Goose (σ.σ.: που ανήκει στο ανταγωνιστικό της γκρουπ της Bacardi) και σου λέει, πως να το χτυπήσω αυτό;

Ακριβώς. Κι εκεί συναντηθήκαμε. Μόνος μου δεν θα τα κατάφερνα, να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.

-Η Grey Goose βέβαια είναι από δημητριακά, όχι σταφύλι.

Σωστά. Λέω πάντα ότι μετά τον πόλεμο της βότκας -και αντίστοιχα μετά τον πόλεμο των τζιν- δεν θα απομείνουν παρά λίγα προϊόντα, εκείνα που έχουν μια αληθινή ταυτότητα και μια ιστορία και προσωπικότητα που τα διαφοροποιεί. Και ήδη το γεγονός ότι εμείς δουλέψαμε με τόσο μεράκι πάνω στο σταφύλι για να το “εφαρμόσουμε” στη βότκα, στο τζιν ή στα λικέρ, μας δίνει ένα καθαρό DNA και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα.

-Τώρα για να είμαστε πολύ ειλικρινείς όπως λέτε, υπάρχει πραγματικά ultra premium βότκα ή και ultra premium τζιν; Θέλω να πω, τι διαφορά έχει μια βότκα που κάνει 20 ευρώ από μια βότκα που κοστίζει 50 ευρώ ή παραπάνω, εκτός από το μάρκετινγκ;

Από ένα σημείο και μετά η τιμή γίνεται μέρος της ταυτότητας του προϊόντος: Τι είμαι; Είμαι κάτι ακριβό. Μπορεί να υπάρχει διαφορά και στην ποιότητα αλλά ναι, είναι περίπλοκο να τη βρεις αυτή τη διαφορά. Είμαστε στην προβληματική γύρω από το εμπόριο των ειδών πολυτελείας: Η ίδια ερώτηση μπορεί να τεθεί για τη Louis Vuitton ή την Hermès κλπ: Έχουν ένα πράγματι καλό δέρμα το οποίο ωστόσο ορισμένοι είναι διατεθειμένοι να το πληρώσουν δυσανάλογα ακριβά. Οπότε ναι μιλάμε για μάρκετινγκ αλλά όχι ένα μάρκετινγκ που υποτιμά σώνει και καλά τον πελάτη. Περισσότερο είναι θέμα του να αποφασίσει ο πελάτης τι του προσφέρει το προϊόν. Διότι μπορεί να επιζητεί την εικόνα που συνοδεύει το προϊόν. Ή τη σπανιότητα, που είναι επίσης σημαντικό στοιχείο.

Πανοραμική θέα της εντυπωσιακής Maison Villevert.

-Θα ήταν ίσως ποιητικό να πούμε ότι από ένα σημείο και πάνω, οι μικρές διαφορές πληρώνονται ακριβότερα από τις μεγάλες διαφορές.

Θα συμφωνήσω μαζί σας. Αλλά να το δούμε και από την ανάποδη. Είναι πολλοί οι παραγωγοί που πουλάνε ποτά από αλκοόλ με βάση τα δημητριακά, στην τιμή των δικών μου προϊόντων. Μόνο που όπως και να το κάνεις, η πρώτη ύλη τους είναι τρεις με τέσσερις φορές φθηνότερη από το σταφύλι. Αναρωτιέμαι, πως μπορείς να ζητάς premium & ultra premium τιμές όταν έχεις χαμηλό κόστος;

-Όλοι κάνουν τζιν. Και στην Ελλάδα έχουμε ελληνικά τζιν. Μήπως έχει κορεστεί η αγορά;

Να σας το θέσω ως εξής: Έχει κορεστεί η αγορά; Σίγουρα όχι. Θα επιβιώσουν όλοι; Δε νομίζω!

«Δεν καθορίζει η ποσότητα την ποιότητα. Μπορούμε να φτιάξουμε εκατομμύρια μπουκάλια G’vine και το κάθε μπουκάλι να έχει μέσα το ίδιο ακριβώς savoir faire όπως αν κάναμε εκατό μπουκάλια».

-Τι κάνει ένα τζιν ελληνικό; Τι κάνει ένα τζιν γαλλικό;

Ε, λοιπόν δεν ξέρω. Εκτός αν κάνετε τζιν με ούζο, ή τζιν με φέτα (γέλια). Παρόλα αυτά χρειάζεται οπωσδήποτε να υπάρχει ταυτότητα. Εγώ ξεκίνησα από την κουλτούρα του κρασιού που είναι πάρα πολύ έντονη και γνωστή στη Γαλλία και ιδιαίτερα στο Κονιάκ. Σε σχέση με την βόρεια κουλτούρα των δημητριακών, έχουμε -όπως και η Ελλάδα- την κουλτούρα της αμπέλου. Μπύρα εναντίον κρασιού, συννεφιά εναντίον ήλιου και ούτω καθεξής. Οπότε το σταφύλι συν την κομψότητα που έχει η γεύση, η συσκευασία, το προϊόν συνολικά, στο δικό μου μυαλό του χαρίζουν μια ευανάγνωστη και γοητευτική γαλλική ταυτότητα.

-Και ένας Ιταλός δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την αντίστοιχη κληρονομιά; Να φτιάξει ένα τζιν με ανάλογα χαρακτηριστικά;

Ασφαλώς. Το κάνουν άλλωστε. Υπάρχουν και τέτοια Ιταλικά προϊόντα.

-Και το ούζο που κάνουμε στην Ελλάδα, δεν έχει ομοιότητες με το τζιν σαν ποτό;

Χμ, δεν το είχα σκεφτεί έτσι, πράγματι από πλευράς απόσταξης με αρωματικά κλπ. έχει μια αναλογία.

«Σήμερα, το Παρίσι έχει καμιά 20ριά καλά μπαρ για κοκτέιλ. Και πάλι όμως δεν είναι πολλά όταν μιλάμε για μια πόλη σαν το Παρίσι».

-Tα τζιν τα κονιάκ και τα ούζα δεν έχουν ταβανιάσει, τι γίνεται όμως με τη μόδα των κοκτέιλ, δεν έχει παραγίνει;

Θα κάνω τώρα έναν παραλληλισμό με το κρασί. Υπάρχει μια εξέλιξη προς το να πίνουμε λιγότερο αλλά καλύτερο κρασί. Κάποτε πίναμε στη Γαλλία 100 λίτρα κρασί κατά κεφαλή ετησίως. Περάσαμε στα 45. Από πιο μικρούς παραγωγούς, πιο σπάνιες ποικιλίες σταφυλιών κ.ο.κ. Έτσι και με τα εκλεκτά κοκτέιλ τα οποία μας δίνουν παραπάνω ενδιαφέρουσες επιλογές διότι θέλουμε να πίνουμε πιο λίγα και πιο καλά ποτά. Ακούστε, πριν δέκα χρόνια δεν υπήρχε ένα καλό κοκτέιλ μπαρ σε ολόκληρο το Παρίσι. Το πιστεύετε; Έπρεπε να πας στο καλό μπαρ ενός ξενοδοχείου σαν το Ritz για να σου σερβίρουν ένα σοβαρό νεγκρόνι ή μαρτίνι. Σήμερα, το Παρίσι έχει καμιά 20ριά καλά μπαρ για κοκτέιλ. Και πάλι όμως δεν είναι πολλά όταν μιλάμε για μια πόλη σαν το Παρίσι. Οπότε βλέπω ακόμα μεγάλα περιθώρια εξέλιξης. Εμείς φτιάχνουμε τα χρώματα, τις μπογιές και οι μπαρτέντερ ζωγραφίζουν με αυτά. Ε λοιπόν όσο υπάρχουν καλλιτέχνες με έμπνευση, τόσο θα υπάρχουμε εμείς να τους προμηθεύουμε με χρώματα.

-Είναι αλήθεια ότι πίνουμε όλο και καλύτερα και πιο υγιεινά, specialty coffees, craft beers, natural wines, premium spirits; Ή όλα αυτά είναι για να γράφουν τα μίντια και να παράγετε εσείς απευθυνόμενοι σε μια ελίτ ενώ οι μάζες καταναλώνουν μαζικά προϊόντα;

Νομίζω ότι ο κόσμος κάνει πράγματι πιο συνειδητές επιλογές. Και έχει και άποψη για τις συνέπειες των επιλογών του στο περιβάλλον και στην κοινωνία. Το βλέπουμε αυτό και στα τρόφιμα, όπου επιλέγουμε όλο και περισσότερο τοπικά προϊόντα.

-Και τι σημαίνει craft προϊόν; Έχουμε προϊόντα που δηλώνουν ότι είναι craft και πωλούνται σε εκατομμύρια κομμάτια.

Craft σημαίνει να παίρνεις θέση. Να λες εγώ αυτό το κάνω με μεράκι, και όχι επειδή μου το υποδεικνύει ένα φύλλο excell.

Το G’Vine συνδυάζει το στιλ και την πολυπλοκότητα ενός ultra-premium gin, παντρεύοντας τη γαλλική παράδοση με μία πρωτοποριακή μέθοδο απόσταξης.

-Είναι περισσότερο θέμα προθέσεων παρά πρακτικής;

Είναι περισσότερο θέμα πρόθεσης και άποψης παρά επιβολής από την αγορά.

-Δεν είναι θέμα χειρωνακτικό;

Όχι μόνο.

-Μπορεί να υπάρξει η “μαστοριά” σε οποιαδήποτε κλίμακα;

Βεβαίως και μπορεί. Δεν καθορίζει η ποσότητα την ποιότητα. Μπορούμε να φτιάξουμε εκατομμύρια μπουκάλια G’vine και το κάθε μπουκάλι να έχει μέσα το ίδιο ακριβώς savoir faire όπως αν κάναμε εκατό μπουκάλια. Απλά θα χρειαστώ περισσότερους άμβυκες. Ό,τι έκανα με έναν άμβυκα θα το κάνω με όλους τους άλλους άμβυκες.

-Δεν θα υπάρχει ένας υπεράμβυκας με πυρηνική ενέργεια (γέλια).

Ακριβώς! Θα παραμείνει η ίδια αυθεντικότητα, επιλεκτικότητα, ποιότητα απλώς θα πρέπει να αγοράσω πολλούς πανομοιότυπους άμβυκες. Μπορούμε πχ να φτιάξουμε εκατομμύρια φιάλες Metaxa, σε μεγάλη κλίμακα, αλλά να παραμένει ένα craft προϊόν. Διότι πρέπει να βρεθεί η σταφίδα, που είναι ντόπια, που την έχουν αποξηράνει, και να συνδυαστεί με ροδοπέταλα, και το κρασί, και να ωριμάσει σε βαρέλια και χίλια δυό. Δεν μπαίνουν όλα αυτά μαζί με τεχνητά αρώματα σε ένα μηχάνημα όπου πατάς ένα κουμπί, βάζεις και λίγο χρώμα, και βγαίνει έτοιμο ένα ζουμί.

-Να μην ξεχνάμε ότι μπορεί ένα προϊόν να είναι μικρής παραγωγής αλλά να είναι χάλια.

Επίσης σωστό. Craft δεν σημαίνει ότι είναι αυτόματα καλό. Αλλά να κάνουμε μια διευκρίνιση, όταν λέω craft, μαστόρικο, με άποψη, δεν λέω χειροποίητο, δηλαδή handcrafted. Προφανώς τα προϊόντα μας δεν είναι χειροποίητα, τότε θα φτιάχναμε εκατό μπουκάλια το χρόνο.

«Το κίνητρο μου είναι η ανάπτυξη και η εξέλιξη. Το 2001 όταν ξεκίνησα ήμασταν δύο άτομα. Σήμερα είμαστε εκατό».

-Εσείς θέλετε η επιχείρηση σας να παραμείνει craft-άδικη, ή θα σας ενδιέφερε να εξαγοραστείτε από μια μεγάλη βιομηχανία; Αν σας προσφέρουν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια τι θα απαντήσετε;

Δεν ξυπνάω κάθε πρωί περιμένοντας την πρόταση. Αν έρθει βεβαίως θα την αξιολογήσω. Δεν είναι όμως αυτό το κίνητρο μου. Το κίνητρο μου είναι η ανάπτυξη και η εξέλιξη. Το 2001 όταν ξεκίνησα ήμασταν δύο άτομα. Σήμερα είμαστε εκατό. Και σύμφωνα με τις έρευνες που έκανα πάνω από το 80% των ανθρώπων αυτών είναι ευχαριστημένοι και υπερήφανοι που εργάζονται εδώ. Αυτό με ανταμείβει. Αν δεχτώ μια πρόταση λοιπόν θα πρέπει πρώτα να εξετάσω τί θα σήμαινε για τους συνεργάτες μου. Αλλά δεν θα είναι μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια όπως λέτε, δεν υπάρχουν αυτά τα λεφτά.

-Γιατί όχι; Είδα ότι κάνετε τζίρους 60 ή 80 εκατομμυρίων, έχετε δημιουργήσει αναγνωρίσιμα brand names, έχετε και αρκετή γη έτσι δεν είναι;

Ναι, 40 εκτάρια. Τι να σας πω, η αλήθεια είναι ότι με ιντριγκάρει η σκέψη τού τι άλλο θα μπορούσα να δημιουργήσω με ένα μεγάλο ποσό. Έχοντας ήδη φέρει μια επανάσταση στα οινοπνευματώδη…

-Ναι αλλά θα υπάρχει ρήτρα να μην ανταγωνιστείτε τον αγοραστή σας.

Α βέβαια, μα δεν μιλάω για τα ποτά. Έχω ιδέες και για άλλες αγορές!

-Βλέπω ότι σας απασχολεί η επόμενη πρόκληση με ή χωρίς μισό δισ. στην τσέπη!

Χαχα, αυτό είναι αλήθεια!

«Η αλήθεια είναι ότι με ιντριγκάρει η σκέψη τού τι άλλο θα μπορούσα να δημιουργήσω έξω από τον χώρο της ποτοποιίας».

-Είστε ανατρεπτικός επιχειρηματίας, φέρνετε ωραία αναστάτωση σε μια αγορά όταν εισέρχεστε, αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν disruption. Αν ένας αναγνώστης που μας διαβάζει θέλει να προκαλέσει ένα disruption για παράδειγμα στην αγορά του τουρισμού, τι θα τον συμβουλεύατε;

Πρώτον να κοιτάξει τι δεν έχει γίνει στην αγορά αυτή. Έπειτα σε ποιο βαθμό μπορεί να αναμίξει στοιχεία. Τι μπορεί να δανειστεί από τη μία πλευρά πχ από τα ξενοδοχεία, και να το εφαρμόσει στα rooms to let. Τι να διδαχτεί από την Uber και να το εφαρμόσει στη θάλασσα. Και πάει λέγοντας.

-Στην προσωπική σας ζωή πως χαίρεστε τους καρπούς της επιτυχίας; Εχετε βρει την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής;

Είναι δύσκολο να βρεις την ισορροπία όταν η δουλειά σου είναι σαν παιδί σου. Προσπαθώ να σταματάω, ακόμα και να απομονώνομαι μερικές φορές. Αγαπημένο μου μέρος για χαλάρωση ξέρετε είναι η Άνδρος, το υπέροχο νησί σας. Εχει ένας αγαπημένος Έλληνας φίλος και νονός ενός εκ των γιων μου σπίτι εκεί. Όμως κακά τα ψέμματα δεν μπορώ να πω ότι έχω ένα χόμπι που με απορροφά, δεν θα πάω να παίξω γκολφ. Είμαι ή στο σπίτι ή στη δουλειά. Οπότε ναι, είναι δύσκολος ο συνδυασμός. Δεν έχω πετύχει την ισορροπία. Είμαι ευγνώμων στη σύζυγο μου και στα παιδιά μας που με στηρίζουν τόσο ισχυρά, τόσο ουσιαστικά. Αλλά ξέρετε όταν είναι κάτι που το έχεις δημιουργήσει και το αγαπάς, δεν το βλέπεις σα δουλειά. Δηλαδή τώρα που σας μιλάω είναι τυπικά κομμάτι της δουλειάς αλλά εγώ δεν νιώθω ότι δουλεύω.

-Γνωρίζετε λοιπόν την Ελλάδα.

Ναι και τη λατρεύω. Ξέρετε εγώ είμαι μεσογειακός άνθρωπος. Η κουλτούρα μου είναι αυτή. Η ιστορία, τα αρώματα, η χαρά της ζωής.

-Εδώ στο Κονιάκ οι άνθρωποι νιώθουν πιο βόρειοι ή πιο νότιοι;

Στο Κονιάκ έχουν μια κουλτούρα του κρασιού, της καλής ζωής αλλά δεν μιλάμε για τη μεσογειακή πληθωρικότητα της Μασσαλίας ή του Σεν Τροπέ. Οι άνθρωποι έχουν μια αυστηρότητα. Βρισκόμαστε στη ζώνη όπου οι καθολικοί συναντούν τους προτεστάντες. Εδώ έχει χυθεί αίμα στους θρησκευτικούς πολέμους κατά το παρελθόν!

 

Διαβάστε ακόμα: Αργύρης Τσακίρης – «Να πίνετε το ακριβότερο κρασί που μπορείτε».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top