Kάτι ήξερε κι ο Σάμιουελ Τζάκσον από burger. Τα υπόλοιπα στο Pulp Fiction (youtube).

«Πες μου τι τρως, να σου πω ποιος είσαι». Το έχετε ακούσει. Είναι η τέταρτη διδαχή από τους είκοσι ιδρυτικούς αφορισμούς του Brillat-Savarin στη Φυσιολογία της Γεύσης, τις ιερές πλάκες εντολών της γαλλικής γαστρονομίας (Έτος αποκάλυψης 1825).

Δυο αιώνες αργότερα, μπορεί τα McDonald’s να επαίρονται ότι ταΐζουν εκατομμύρια κόσμου –μπορεί και το 3,5% του πληθυσμού-, αλλά κάτι κλωτσάει στην όλη υπόθεση. Ουδείς επιθυμεί να είναι ο βλάκας εκείνος που καρδαμώνει με κατ’ όνομα φαγητό, ο λιγδιάρης που του στάζει η κέτσαπ από το στόμα και το λίπος ξεχειλίζει απ’ την μπάκα. Το να διαδηλώνεις το δικαίωμά σου να τρέφεσαι με junk food πόρρω απέχει της μαγκιάς.

Το να δαγκώνεις ένα πιτόγυρο-γίγας ή να καταβροχθίζεις τηγανητές φτερούγες κοτόπουλου ολημερίς στην καλύτερη περίπτωση είναι μια ένοχη απόλαυση, στη χειρότερη μια διαστροφή, με γεύση ελεεινή, μια παλιμπαιδίζουσα συγκατάβαση.

Βγαίνεις απ’ το φαστφουντάδικο με την ευχάριστη αίσθηση ότι λέρωσες σώμα και ψυχή. Το περί ψυχής είναι το θέμα. Στη δουλειά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θεωρώ υποχρέωσή μου να σεβαστώ κάποιους κώδικες: με το να μασουλίσω το σαντουιτσάκι από το doggy bag ή τα σούσι της πλάκας που παράγγειλα είναι σεβαστό. Αλλά το νά ‘μαι μ’ ένα Big Mac στο στόμα ή πέντε κεμπάπ με το τζατζίκι να στάζει στο πληκτρολόγιο δεν θα κάνει τη γραμματέα με τις ατελείωτες γάμπες να με ερωτευτεί. Ούτε εγώ τον εαυτό μου.

Εντάξει, το πράμα είναι φτηνό και σε στυλώνει, το τρως οπουδήποτε χωρίς σανσόν και τραλαλά. Μετά υπάρχει το «βρόμικο». Μια από τα ίδια, αλλά τουλάχιστον τρέφεις την ψευδαίσθηση ότι έχεις να κάνεις με πιο «ευγενή» υλικά, παρασκευασμένα σε διασκεδαστικές και cool καντίνες. Είναι junk food του κερατά, αλλά εξωραϊσμένο, μοδάτο, απενοχοποιημένο. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για σκουπίδια, αλλά μας αρέσουν, όπως τα γαριδάκια.

Να μην ξεχνιόμαστε, ωστόσο. Η κουλτούρα του fast food έχει γράψει μίλια ανά τους αιώνες. Από το Μεσαίωνα ώς το 18ο αι., τσιμπολογάμε στα πλακόστρωτα από fish and chips ώς hot dogs και ντόνατς (λέμε τώρα). Σιγά-σιγά όμως, σκάει μούρη ένας κοινωνικός οστρακισμός μεταξύ των ελίτ, οι οποίες ανακαλύπτουν τη λόγια κουζίνα, και του λαουτζίκου.

Μιλάμε για ένα είδος «πολιτιστικού φετιχισμού» που προορίζεται για τις μεσαίες τάξεις, οι οποίες μπορούν να πλακώνονται στο junk food, αλλά τούτη τη φορά αποκαθαρμένο. Ζήτω ο ασυμπλεγμάτιστος πιτόγυρος!

Εν προκειμένω, για νά ‘μαστε σωστοί, το θέμα δεν είναι τι τρως, αλλά το πώς το τρως. Από τη στιγμή που τα ήθη «εκπολιτίστηκαν», το καταδικαστέο δεν ήταν να ξεσκίζεσαι στα μακαρόνια και τις συκωταριές, αλλά το να τρως με τα χέρια. Αυτή είναι όλη η διαφορά μεταξύ του να καταναλώνεις μερίδα γύρο στο πιάτο με μαχαιροπίρουνο και να τον ντερλικώνεις με λαδωμένη πίτα από το πρασινωπό σκαφίδιο πολυστυρένης.

O Άντι Γουόρχολ από την ταινία «66 Scenes from America» (dailyartmagazine.com).

Μέσω του street food, διεξάγεται μια πάλη των τάξεων. Ο γύρος, τα χάμπουργκερς στιγματίζονται, σε αντίθεση με το κινέζικο σε μπέντος και τα φαλάφελ. Μιλάμε για μαγειρική γκετοποίηση. Από την άλλη, η κουζίνα του δρόμου καταφέρνει να ομογενοποιεί τις κοινότητες. Γίνεται ένας τρόπος να ανακαλύψεις τους άλλους. Και να έρθεις κοντά με τους μετανάστες. Ν’ ανακαλύψεις τη χαρά και την ευγένεια της συμβίωσης.

Ωστόσο, η επανάσταση του «street food», το οποίο γνωρίζει πιένες την τελευταία δεκαετία, δεν κατόρθωσε να κάνει πέρα τα οδοφράγματα που χώριζαν γαστρονόμους και οπαδούς της θύρας 3. Αντίθετα, η αστικοποίηση του fast food, με τις γυαλιστερές καντίνες του και τα βιολογικά burgers προς €15, το μόνο που έκανε ήταν να τα ενισχύσει, οικειοποιούμενο το φαγητό της λαϊκής κουζίνας χωρίς τον λαό. Δημιουργείται έτσι ένα είδος «πολιτιστικού φετιχισμού» που προορίζεται για τις μεσαίες παραγωγικές τάξεις, οι οποίες μπορούν έτσι να πλακώνονται στο junk food, αλλά τούτη τη φορά αποκαθαρμένο. Ζήτω ο ασυμπλεγμάτιστος πιτόγυρος!

Στις ΗΠΑ, η τάση αυτή μέσα σε λίγα χρόνια πήρε βιομηχανικές διαστάσεις. Διαβάζω ότι η αλυσίδα Chipotle, της οποίας το σλόγκαν είναι «Φαγητό με ακεραιότητα», εξηγεί πως «με κάθε μπουρίτο που τυλίγουμε εργαζόμαστε για να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο». Η ηθικοποίηση του fast food, αλλά και η διάδοση της χορτοφαγίας, έδωσαν μια τεράστια εμπορική ευκαιρία. Δεν είναι παράξενο που η Google ήταν διατεθειμένη να σκάσει $ 300 εκατ. για να εξαγοράσει τη start-up Impossible Foods και τα χορτοφαγικά της burgers με την υφή και τη γεύση κρέατος φτιαγμένα από φυτικά μόρια.

Ωστόσο, εγώ δεν γουστάρω το fast food να γνωρίσει τέτοια αποδοχή και να νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις. Δεν μ’ αρέσει πού ‘χει γεμίσει ο τόπος από κιτσάτες επιγραφές διαφόρων χίπστερς που παριστάνουν τους πιο προοδευτικούς και οικολόγους απ’ τους άλλους. Θέλω το fast food να παραμείνει μια ένοχη απόλαυση.

 

Διαβάστε ακόμα: Το αψέντι, μια διδακτική -και καλλιεπής- ιστορία.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top