Ο ζαχαροπλάστης είναι ένας καλλιτέχνης και πρέπει να κάνει τη δουλειά του. Είναι οι πίνακες του, τα συναισθήματα που θέλει να μεταφέρει στον πελάτη του.

Ο πολύς κόσμος τον γνώρισε από το γλυκό που παρουσίασε στο τηλεπαιχνίδι Master Chef. Μια σφαίρα σοκολάτας με κρέμα βανίλιας, καραμέλα αλατισμένη και καραμελωμένα φουντούκια. Ένας κλωβός γεύσης που όταν σπάει αναδεικνύει όλα τα αρώματά του.

Ο Κρίτων Πουλής, όμως, κόντρα στην «τηλεμανιακή» πίστη που έχουμε αναπτύξει για τους ανθρώπους και τις δεξιότητές τους, είναι πολλά περισσότερα. Πριν από 14 χρόνια έφυγε για τη Γαλλία αποφασισμένος να δουλέψει δίπλα στους κορυφαίους της ζαχαροπλαστικής. Να μην γίνει ένας ακόμη pastry chef. Ο διαδρομή του ήταν Παρίσι, Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Δίπλα στον περίφημο Pierre Hermé, μπήκε στα άδυτα των αδύτων και επέπλευσε. Έγινε επί δέκα χρόνια βοηθός του, έως το 2014, οπότε και άνοιξε τα φτερά του με το Kilikio. Ένα ντελικατέσεν με επιλεγμένα ελληνικά προϊόντα που στόχο είχαν να δείξουν την εξωστρεφή πλευρά της Ελλάδας.

«Το Bon Bon στον Πειραιά είναι κάτι σαν lab, εργαστήρι».

Εν συνεχεία έρχεται το ένα Bon Bon μετά το άλλο (σε Μύκονο και Κύθηρα) και τώρα στον Πειραιά. Το τελευταίο «παιδί», όμως, είναι αρκετά ιδιαίτερο. Το Αndro επισκέφθηκε πρώτο το Bon Bon στον Πειραιά και ο Κρίτων Πουλής μας ανέλυσε τη φιλοσοφία του όχι μόνο γύρω από την επιχείρησή του, αλλά και τη ζαχαροπλαστική. Ή καλύτερα: την τέχνη, όπως την ορίζει ο ίδιος.

«Δεν έχει νόημα να πάρεις ένα γαλακτομπούρεκο και να το παρουσιάσεις με άλλο στήσιμο».

– Tι είναι αυτό που ξεκινάς στον Πειραιά; Ποια άλλη εκδοχή του Bon Bon θα δούμε;
Στον Πειραιά έκανα το εργαστήριό μου που έχει το κομμάτι της έρευνας. Με δύο ζαχαροπλάστες που έχω δουλεύω πάνω σε καινούργιες συνταγές και τις νέες ιδέες μας, τις οποίες μελετάμε, τις γευόμαστε, τις φέρνουμε ισορροπία και αν χρειαστούν αλλαγές στο ντεκόρ ή στη γεύση τις κάνουμε εκεί. Ακόμα έφτιαξα αυτό το χώρο για να έχω την κεντρική μου παραγωγή του παγωτού, να προμηθεύω τα μαγαζιά μου και να πουλάω κι εκεί λιανική.

Ο χώρος θα λειτουργεί και με τη λογική της παραγωγής νέων ιδεών, άρα και νέων γλυκών.

– Άρα, είναι προσβάσιμο και για τον κόσμο.
Ναι, είναι προσβάσιμο. Αυτή τη στιγμή πουλάμε μόνο παγωτό και κάποια cookies ή μπριός, αλλά δειλά-δειλά προς το παρόν. Ο μελλοντικός στόχος, όμως, είναι να έχουμε κανονική βιτρίνα με γλυκά και παγωτά για να μπορεί ο κόσμος να ψωνίζει ό,τι θέλει.

– Έχουμε, λοιπόν, ένα ακόμη Bon Bon. Που σημαίνει ότι δημιούργησες πλέον ένα brand name που επεκτείνεται.
Ναι, ακριβώς. Μετά τη Μύκονο και τα Κύθηρα όπου έχουμε δύο μαγαζιά, άνοιξε κι αυτό το Bon Bon στον Πειραιά, άρα μιλάμε για brand name.

«Έφτιαξα αυτό το χώρο για να έχω την κεντρική μου παραγωγή του παγωτού, να διοχετεύω τα μαγαζιά μου και να πουλάω κι εκεί λιανική».

– Το καθένα έχει τον δικό του χαρακτήρα ή όλα ενοποιούνται σε μια λογική;
Όχι, σε όλα ακολουθείται το ίδιο concept. Προσφέρουμε σίγουρα παγωτό και κάποιες άλλες προτάσεις, όπως κρέπα με φαγόπυρο που το έχω φέρει από τη Βρετάνη για να κάνω την πραγματική κρέπα στο ελληνικό κοινό κι όχι αυτή που γνωρίζουμε όλοι με το άσπρο ζυμάρι. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω ένα χώρο όπου ο κόσμος θα γεύεται και κρέπες, αλλά και πρωινά ή brunch, πολύ ποιοτικά, με τη δική μου πινελιά. Το Kilikio με βοήθησε να έρθω σε επαφή με παραγωγούς, τους οποίους προωθούμε στη Γαλλία, και έτσι εξασφαλίζω μια πολύ καλή πρώτη ύλη: Απάκι από την Κρήτη, φύλλα κάππαρης από τη Σύρο, για να φέρω κάποια παραδείγματα. Προσπαθώ όσο γίνεται να δουλέψω με πρώτες ύλες από τοπικούς παραγωγούς. Πρωταρχικός ρόλος είναι να βάλω στο προσκήνιο τις πρώτες ύλες της Ελλάδας.

Σπιτικά μπριός με παγωτό: «Ερευνώ τι μπορεί να αρέσει στον μέσο Έλληνα και ποιες γεύσεις του είναι οικείες».

– Το Kilikio ήταν το βάπτισμα του πυρός. Από εκεί ξεκίνησαν όλα;
Ηταν η πρώτη προσπάθεια που κάναμε με τον Σταύρο Σερέτη στο Παρίσι το 2014. Απλώς, το Kilikio δεν ήταν η καρδιά του επαγγέλματός μου. Ήταν μια προσπάθεια να βάλουμε μπροστά την Ελλάδα με ωραίο τρόπο. Ασχολούμουν ήδη με τη ζαχαροπλαστική από μικρός

– Πόσο χρονών ήσουν όταν ανοίξατε το Kilikio;
Ήμουν 30 χρονών.

«Μπορώ να κάνω ιδιαίτερες γεύσεις, αλλά δεν θέλω να έχω μια γκάμα από είκοσι γεύσεις και οι είκοσι να είναι ιδιαίτερες».

– Νωρίς στα επιχειρηματικά βάσανα.
(γελάει) Ναι, νωρίς. Ήθελα να μπω στο challenge.

– Ποια είναι η διαφορά του δημιουργού και του δημιουργού – επιχειρηματία;
Ο δημιουργός, ο ζαχαροπλάστης ή ο καλλιτέχνης, μπορείς να τον ονομάσεις όπως θέλεις, εκφράζει την πινελιά του και την προσωπικότητά του. Εγώ, ας πούμε, στο Bon Bon επικεντρώνομαι στο να φτιάξω γλυκά που να έχουν ελληνική ταυτότητα, χωρίς να μπλέξω τα γαλακτομπούρεκο και τα άλλα παραδοσιακά γλυκά που υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα. Δεν έχει νόημα να πάρεις ένα γαλακτομπούρεκο και να το παρουσιάσεις με άλλο στήσιμο. Ο ζαχαροπλάστης είναι ένας καλλιτέχνης και πρέπει να κάνει τη δουλειά του. Τα γλυκά είναι οι πίνακες του, τα συναισθήματα που θέλει να μεταφέρει στον πελάτη του.

«Αναγκαστικά θα κάνω προϊόντα που τα γνωρίζει ήδη το κοινό. Από εκεί και πέρα με πολλή δουλειά και μεράκι, κι αφού έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη του, θα είναι ανοιχτό το κοινό για καινούργιες γεύσεις στα γλυκά».

– Υποθέτω αυτό θέλεις κι εσύ με το Bon Bon
Ναι, ήθελα να βρω έναν χώρο που θα έχει κι αυτός ιστορία και να αναδείξω μια καινούργια ταυτότητα στην ελληνική ζαχαροπλαστική. Εχω σκοπό να συνεργαστώ και με επαγγελματίες από το εξωτερικό, να κάνω πάρα πολλά workshops με ανθρώπους που είναι και δεν είναι στο χώρο – όπως ας πούμε: ζωγράφοι, αρωματοποιοί, βοτανολόγοι ή οποιαδήποτε άλλη επιστήμη που μπορεί να παντρευτεί πολύ καλά με τη δικιά μου δουλειά, και να μου μάθουν πράγματα για την ελληνική γη που δεν γνωρίζω.

«Το Bon Bon στον Πειραιά δεν το άνοιξα για να έχω ένα ακόμη ζαχαροπλαστείο, αλλά για να έχω ένα κέντρο έρευνας».

«Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω ένα χώρο όπου ο κόσμος θα γεύεται και κρέπες, αλλά και πρωινά ή brunch, πολύ ποιοτικά, με τη δική μου πινελιά».

– Καταλαβαίνω πως έχεις ανάγκη ως δημιουργός να επιστρέψεις στη βάση των πάντων. Στα αρχικά πρότυπα έτσι ώστε να δημιουργήσεις τα καινούργια.
Σωστά, αυτό ακριβώς κάνω. Το ψάχνω, όπως και ερευνώ τι μπορεί να αρέσει στον μέσο Έλληνα και ποιες γεύσεις του είναι οικείες. Ας πούμε ο ουρανίσκος μας είναι συνηθισμένος με την κανέλα, το γαρίφαλο, το μέλι – όλες αυτές τις γεύσεις προσπαθώ να τις βάλω σε μια καινούργια σύνθεση έτσι ώστε να είναι πολύ κοντά στις γευστικές απαιτήσεις του Έλληνα χωρίς να θέλω να αντιγράφω, ας πούμε, το Πιέρ Ερμέ ή κάποιον άλλον ζαχαροπλάστη στην Ισπανία ή κάπου αλλού. Αυτή είναι μια μεγάλη δουλειά, δεν μπορώ να την κάνω μόνος μου, θέλω να πάρω το χρόνο μου. Το Bon Bon στον Πειραιά δεν το άνοιξα για να έχω ένα ακόμη ζαχαροπλαστείο, αλλά για να έχω ένα κέντρο έρευνας. Το μεγάλο όνειρό μου είναι η νέα ελληνική κουλτούρα στη ζαχαροπλαστική. Θέλω να το κυνηγήσω και να το αντιμετωπίσω όσο περνάει από το χέρι μου.

«Η λογική μου είναι να φτιάξω γλυκά που τα γνωρίζει ο Έλληνας, αλλά σε πολύ καλή εκτέλεση».

– Διερωτώμαι: είμαστε έτοιμοι να ξεπεράσουμε αυτό το φολκόρ στοιχείο της παράδοσης; Αναφέρομαι τόσο στους δημιουργούς όσο και στους καταναλωτές.
Η λογική μου είναι να φτιάξω γλυκά που τα γνωρίζει ο Έλληνας, αλλά σε πολύ καλή εκτέλεση. Πρέπει να κερδίσω την εμπιστοσύνη του καταναλωτή, ας μην ξεχνάμε πως κι αυτό είναι ένα επιχειρηματικό βήμα, άρα πρέπει να πάει καλά η επιχείρηση. Αναγκαστικά θα κάνω προϊόντα που τα γνωρίζει ήδη το κοινό. Από εκεί και πέρα με πολλή δουλειά και μεράκι, κι αφού έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη του, θα είναι ανοιχτό το κοινό για καινούργιες γεύσεις στα γλυκά. Αυτό που θέλω να βάλω στις υπογραφές μου είναι ότι κάθε τόπος της χώρας μας έχει τις δικές του πρώτες ύλες. Αυτό που ερευνώ είναι το πως θα τελειοποιήσω την πατέντα. Αυτό κάνουν οι μάστορες και οι καλλιτέχνες: βασίζονται στην πατέντα τους. Η πατέντα με τον καιρό γίνεται γενικευμένη τεχνική και για άλλους. Θέλω να αφιερώσω πολύ χρόνο πάνω σ’ αυτό το κομμάτι.

«Θέλει πάρα πολύ χρόνο για να μπω στη θέση του Παρλιάρου και του Ερμέ».

– Πράγματι δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το εμπορικό σκέλος. Άρα, νερό στο κρασί σου βάζεις; Κάνεις τακτικές υποχωρήσεις;
Εχω βάλει ήδη κάνοντας προϊόντα που γνωρίζει καλά ο καταναλωτής. Κάνω παγωτά και γεύσεις που τις γνωρίζουν όλοι. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να ξεκινήσω με πολύ σοφιστικέ και προχωρημένες γεύσεις, αλλά θέλω να πάω με την αύρα και μ’ αυτό που συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα. Μπορώ να κάνω -και έχω κάνει- πολύ ιδιαίτερες γεύσεις, αλλά δεν θέλω να έχω μια γκάμα από είκοσι γεύσεις και οι είκοσι να είναι ιδιαίτερες. Προτιμώ να είναι οι δύο, και οι δεκαοχτώ να είναι κοινές, αλλά να είναι πολύ καλά εκτελεσμένες.

«Κι όμως, δεν υπάρχουν ικανοί ζαχαροπλάστες να μάθουν τη νέα γενιά ζαχαροπλαστική».

«Το Bon Bon στον Πειραιά είναι κάτι σαν lab, εργαστήρι».

– Ο ελιτισμός, εν γένει, και προφανώς στη μαγειρική, σου λέει κάτι;
Μου αρέσει και το καταλαβαίνω και το ζω, απλώς, επιχειρηματικά μιλώντας, συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να το περάσω στο κοινό αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Θέλει ακόμη εκπαίδευση η χώρα μας. Ειδικά στη ζαχαροπλαστική. Η γαστρονομία έχει εξελιχθεί πολύ περισσότερο. Τώρα ήρθε και η ώρα της ζαχαροπλαστικής, για να μπορεί κανείς να αναζητεί ένα καλό γλυκό, να αντιλαμβάνεται ποια είναι καλή σοκολάτα. Ας σκεφτούμε πως τα τελευταία μόλις χρόνια έχει αρχίσει ο Έλληνας να αναγνωρίζει το πολύ καλό κρασί. Μπορεί να μην το ξέρουμε όλοι, ωστόσο το ελληνικό κρασί πηγαίνει πολύ καλά τα τελευταία χρόνια. Οι Έλληνες μαθαίνουν να το εκτιμούν. Γενικώς, ο ουρανίσκος μας θέλει εκπαίδευση.

«Εχω σκοπό να συνεργαστώ και με ανθρώπους από το εξωτερικό, να κάνω πάρα πολλά workshop με ανθρώπους που είναι και δεν είναι στο χώρο».

– Γιατί είναι πιο δύσκολος ο δρόμος στη ζαχαροπλαστική;
Καταρχάς υπάρχουν πολύ λίγοι ζαχαροπλάστες. Ας ξεκινήσουμε απ’ αυτό. Για να προωθήσουμε τη  χώρα μας στο επόμενο επίπεδο θα πρέπει όλοι οι επαγγελματίες του χώρου να βρίσκονται, να αναλύουν θέματα και να μοιράζονται τις γνώσεις τους. Οχι να είναι ο καθένας στη γωνία του και να κάνει μόνο τη δουλειά του. Θα πρέπει να δούμε πώς αντιμετωπίζεται η ζαχαροπλαστική στους χώρους εστίασης. Συνήθως αγοράζουν έτοιμα γλυκά, τα εστιατόρια δεν έχουν το μπάτζετ να πάρουν ζαχαροπλάστη, δεν σέβονται το γλυκό, δεν το θεωρούν σημαντικό στο μενού τους. Αυτά όλα έχουν αντανάκλαση στο κοινό. Πώς περιμένουμε ένας Έλληνας καταναλωτής να εκτιμήσει το καλό γλυκό έτσι; Ολο αυτό θέλει πολύ χρόνο και εκπαίδευση από τις σχολές, εμείς για παράδειγμα στη Le Monde όπου διδάσκω κάνουμε τεράστια προσπάθεια. Φαντάσου ότι δεν υπάρχουν ικανοί ζαχαροπλάστες να μάθουν τη νέα γενιά ζαχαροπλαστική. Είναι βαθύ το πρόβλημα.

«Έχω απορροφήσει τόση πολλή γνώση και πληροφορία έπειτα από τόσα χρόνια στο εξωτερικό που θα ήθελα κάποια στιγμή να τα βγάλω προς τα έξω».

– Πάντως, η νέα γενιά, ολοένα και περισσότερο ψάχνεται στη μαγειρική. Δεν ξέρω αν είναι επαγγελματική διέξοδος ή μόδα.
Δεν είναι μόδα. Οταν ξεκινήσαμε εμείς γελούσαν όλοι. Δεν πίστευαν πως θα μπορούσε να είναι επάγγελμα. Τώρα ο κόσμος έχει συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να γίνει και επάγγελμα, μπορείς να το αγαπήσεις και να εξελίξεις σε άλλο επίπεδο. Είναι μια τέχνη, αλλά η χώρα μας δεν την έχει στηρίξει επαρκώς.

«Δεν θέλω να είμαι αντιγραφή κάποιου άλλου. Θέλει πάρα πολύ χρόνο για να μπω στη θέση του Παρλιάρου και του Ερμέ».

– Θα ήσουν διαφορετικός αν δεν είχες πάει στο εξωτερικό; Ειδικά στη Γαλλία.
Προφανώς. Δεν μπορεί να νιώσεις τη φιλοσοφία μιας τέτοιας τέχνης όντας στην Ελλάδα, δυστυχώς. Ίσως τώρα, στις μέρες μας, να μπορείς σταδιακά. Τότε που ξεκίνησα εγώ όμως, δεν μπορούσες. Το εξωτερικό μου άνοιξε τεράστιες πόρτες στην ψυχοσύνθεσή μου, στο τι είμαι εγώ, τι είναι η γαστρονομία και η ζαχαροπλαστική. Όμως το έβλεπα σαν χόμπι, σαν πάθος και αγάπη, όχι σαν επάγγελμα. Όταν έμπαινα σε μια κουζίνα ο χρόνος σταματούσε. Ούτε κούραση ένιωσα ποτέ, ούτε κοίταξα το ρολόι. Ήταν ένα τεράστιο πάθος. Σαν να ανακάλυψα μια αστείρευτη τέχνη, η οποία θα είναι μαζί μου για όλη μου τη ζωή.

«Το εξωτερικό μου άνοιξε τεράστιες πόρτες στην ψυχοσύνθεσή μου, στο τι είμαι εγώ, τι είναι η γαστρονομία και η ζαχαροπλαστική».

– Ισχύει και τώρα αυτό;
Απολύτως. Δεν ξέρω τι θα έκανα στη ζωή μου αν δεν είχα επιλέξει αυτό το επάγγελμα. Σίγουρα κάτι καλλιτεχνικό. Μου αρέσει η ζωγραφική πολύ. Αλλά σίγουρα θα είχα πρόβλημα να διαλέξω κάτι άλλο.

– Είσαι ή θα είσαι ο επόμενος Παρλιάρος;
Θα μπορούσα να γίνω οτιδήποτε. Δεν το κοιτάζω έτσι. Θέλω να είμαι εγώ. Δεν θα πω ποτέ ότι θέλω να γίνω σαν τον Ερμέ ή τον Παρλιάρο. Θέλω να είμαι ο εαυτός μου. Δεν θέλω να είμαι αντιγραφή κάποιου άλλου. Θέλει πάρα πολύ χρόνο για να μπω στη θέση του Παρλιάρου και του Ερμέ. Πρέπει να είσαι χρόνια στην αγορά, να αποκτήσεις την εμπιστοσύνη του κοινού σου και να είσαι σωστός και αξιόλογος επαγγελματίας.

– Δουλεύεις στο μυαλό σου το επόμενο σχέδιο;
Πάντα (γελάει)! Θα ήθελα πάρα πολύ να ανοίξω ένα μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, να προσφέρω φυσικά παγωτό, αλλά και brunch, πρωινό και ένα κομμάτι ελαφριάς κουζίνας. Έχω απορροφήσει τόση πολλή γνώση και πληροφορία έπειτα από τόσα χρόνια στο εξωτερικό που θα ήθελα κάποια στιγμή να τα βγάλω προς τα έξω, να τα εκφράσω.

«Εξαρχής ήθελα να προωθήσω την εικόνα της Ελλάδας στη γαστρονομία. Άκουγα από όλους για τον μουσακά και το σουβλάκι και απαντούσα πως δεν είναι μόνο αυτό η Ελλάδα».

– Την ίδια στιγμή που το κεφάλαιο «Παρίσι» είναι ενεργό.
Φυσικά, μαζί με τον συνεργάτη μου, Σταύρο Σερέτη, συνεχίζουμε. Το Kilikio πάει πολύ καλά. Εχει τρομερή απήχηση και τα προϊόντα μας έχουν μπει σε τριών αστέρων εστιατόρια και σε καλά χέρια σεφ που στηρίζουν τη γαστρονομία του Παρισιού. Εξαρχής ήθελα να προωθήσω την εικόνα της Ελλάδας στη γαστρονομία. Άκουγα από όλους για τον μουσακά και το σουβλάκι και απαντούσα πως δεν είναι μόνο αυτό η Ελλάδα. Η χώρα μας έχει ιδιαίτερα, σπάνια υλικά. Έτσι ξεκινήσαμε στο Kilikio. Προφανώς κι εκεί κοιτάζω το επιχειρηματικό σκέλος, αλλά ο πρωταρχικός στόχος μου είναι να προωθήσω τη χώρα μου και να αναδείξω τις πρώτες ύλες της. Δυστυχώς κανένας δεν το στηρίζει. Σίγουρα όχι το κράτος. Δεν εννοώ το μαγαζί μου. Δεν στηρίζει τις πρώτες ύλες και τις γεύσεις του τόπου μας, στον πρωτογενή τομέα. Ούτε υπάρχει το απαραίτητο κομμάτι της έρευνας. Eπομένως δεν έχω άλλη επιλογή: το κάνω μόνος μου. Και ο Τσιτσιπάς μόνος του τα έκανε. Θέλω να βγει μπροστά η χώρα μας και να κάνει πρωταθλητισμό και στην patisserie!

 

Διαβάστε ακόμα: Αυτό είναι το προσωπικό στυλ του Κρίτωνα Πουλή.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top